σκιρτάω
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
Ion. σκιρτέω Opp.C.4.342:—Frequentat. of σκαίρω,
A spring, leap, bound, of young horses, αἱ δ' ὅτε μὲν σκιρτῷεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν... ἀλλ' ὅτε δὴ σ. ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης Il.20.226,228; πῶλοι ἐσκίρτων φόβῳ E.Ph.1125; of goats, Theoc.1.152; of the Bacchae, E.Ba. 446; ὀρχεῖσθε καὶ σ. καὶ χορεύετε Ar.Pl.761, cf.V.1305; ἅλλεσθαι καὶ σ. Pl.Lg.653e: also of wind, σκιρτᾷ δ' ἀνέμων πνεύματα πάντων A.Pr. 1085 (anap.).
2 metaph., to be skittish, be unruly, E.Fr.362.31, Pl.R. 571c, etc.
German (Pape)
[Seite 900] (verwandt mit σκαίρω), hüpfen, springen, tanzen; von Pferden, ὅτε σκιρτῷεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν, ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης, Il. 20, 226. 228, so oft sie über die Erde, über das Meer dahin sprangen; πῶλοι δρομάδες ἐσκίρτων φόβῳ, Eur. Phoen. 1132; vom Winde, σκιρτᾷ δ' ἀνέμων πνεύματα πάντων, Aesch. Prom. 1087; Ar. Nubb. 1061 Vesp. 1305; öfter bei Plat., der auch ἁλλόμενα καὶ σκιρτῶντα vrbdt, Legg. II, 653 e; Sp., wie Luc. Mar. D. 15, 2.
French (Bailly abrégé)
σκιρτῶ :
sauter, bondir en parl. de chevreaux, de bacchantes, du vent.
Étymologie: DELG de σκαίρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιρτάω [σκαίρω] springen, huppelen, dartelen, bokkensprongen maken, van paarden, veulens, Bacchanten; ook overdr..; σκιρτᾷ δ’ ἀνέμων πνεύματα de vlagen der winden dartelen Aeschl. PV. 1085; χάρητε … καὶ σκιρτήσατε wees blij en dans van vreugde NT Luc. 6.23; ongunstig, voor frivool gedrag. τις ἐξαρθεὶς ὑπὸ μεγαλαυχίας … σκιρτᾷ ταράττων πάντα iemand die in de ban is van eigendunk huppelt rond en maakt er een zootje van Plat. Lg. 716b.
Russian (Dvoretsky)
σκιρτάω:
1 скакать, прыгать (ἐπὶ ἄρουραν Hom.; ἅλλεσθαι καὶ σ. Plat.; σκιρτῶσι - sc. αἱ Βάκχαι - Βρόμιον ἀνακαλούμεναι θεόν Eur.; ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ, sc. τῆς μητρός NT);
2 взвиваться вверх, становиться на дыбы (πῶλοι ἐσκίρτων φόβῳ Eur.);
3 бушевать (σκιρτᾷ ἀνέμων πνεύματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
σκιρτάω: Ἰων. –έω· Ὀππ. Κυν. 4. 342· - εἶδος θαμιστικοῦ τύπου τοῦ σκαίρω, ἀναπηδῶ, πηδῶ, τινάσσομαι, «τσινῶ», ἐπὶ νέων ἵππων, αἱ δ’ ὅτε μὲν σκιρτῷεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρρουραν.., ἀλλ’ ὅτε δὴ σ. ἐπ’ εὑρέα νῶτα θαλάσσης Ἰλ. Υ. 226 κἑξ.· πῶλοι ἐσκίρτων φόβῳ Εὐρ. Φοίν. 1125· ἐπὶ αἰγῶν, Θεογρ. 1. 152· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 446· ὀρχεῖσθε καὶ σκ. καὶ χορεύετε Ἀριστοφ. Πλ. 761, πρβλ. Σφ. 1305· ἅλλεσθαι καὶ σκ. Πλάτ. Νόμ. 653Ε· εἶμαι ἀνυπότακτος, ἀκατάστατος, ἀκυβέρνητος, ἀπεριόριστος, Εὐρ. Ἀποσπ. 364. 31, Πλάτ. Πολ. 571C, κτλ.· - μεταφορ., σκιρτᾷ δ’ ἀνέμων πνεύματα πάντων Αἰσχύλ. Πρ. 1086. – Καθ’ Ἡσύχ.: «ἅλλεται, κινεῖται, ὀρχεῖται, τρέχει, ἀναστρέφεται».
English (Autenrieth)
(cf. σκαίρω), opt. 3 pl. σκιρτῷεν: skip, gambol, bound along, Il. 20.226 and 228.
English (Strong)
akin to skairo (to skip); to jump, i.e. sympathetically move (as the quickening of a fetus): leap (for joy).
English (Thayer)
σκίρτω: 1st aorist ἐσκίρτησα; to leap: Homer down.)
Greek Monotonic
σκιρτάω: μέλ. -ήσω (σκαίρω), αναπηδώ, πηδώ, τινάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για την ορμή του ανέμου, σε Αισχύλ.
Greek Monolingual
σκιρτῶ, σκιρτάω, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, σκιρτέω, Α
1. τινάζομαι αιφνίδια από τη θέση μου, αναπηδώ
2. (για χορευτή και για τις Βάκχες) χοροπηδώ («ὀρχεῖσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. (για τη θάλασσα) αναταράσσομαι, σαλεύω («σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι οι βράχοι», Σολωμ.)
2. αναστατώνομαι από ένα έντονο συναίσθημα, κυρίως ερωτικό («σκίρτησε η καρδιά του όταν τήν είδε»)
αρχ.
1. (για άνεμο) στριφογυρίζω («σκιρτᾷ δ' ἀνέμων πνεύματα πάντων», Αισχύλ.)
2. μτφ. είμαι απειθάρχητος, ανυπότακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί υστερογενή ρηματ. σχηματισμό σε -τάω από το ρ. σκαίρω «πηδώ, σκιρτώ» (πρβλ. ἀείρω [ΙΙ]: ἀρτάω, -ῶ) με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ĭ- (πρβλ. πίλναμαι, μέρ-ι-μνα)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to jump, to hop (esp. ep. poet. Υ 226, 228, also late prose), -έω (Opp.).
Other forms: only pres. a. ipf.
Compounds: Also w. prefix (mostly late), e.g. ἀνα-, ἐπι-, κατα-.
Derivatives: σκίρτημα n. jump (A., E. a. o.), -ησις f. the jumping (Plu.), -ηθμός m. id., -ητής m. jumper, dancer (Mosch., Orph. a. o.), -ητικός (Plu., Corn.); Σκίρτος m. satyrname (backfomation; AP, Nonn. a. o.), -τών, -τῶνος m. one who is elated (Eun.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Iterative-intensive formation in -τάω to σκαίρω (s. v.). The ι-vowel is a secondarily arisen propvowel (cf. the among each other dissimilar cases in Schwyzer 352 w. lit.). -- Uncertain.
Middle Liddell
σκιρτάω, fut. -ήσω σκαίρω
to spring, leap, bound, Il., Eur., etc.:—metaph. of gusts of wind, Aesch.
Frisk Etymology German
σκιρτάω: (-έω Opp.),
{skirtáō}
Forms: nur Präs. u. Ipf.,
Grammar: v.
Meaning: springen, hüpfen (vorw. ep. poet. seit Υ 226, 228, auch sp. Prosa).
Composita: auch m. Präfix (fast nur sp.), z.B. ἀνα-, ἐπι-, κατα-,
Derivative: Davon σκίρτημα n. Sprung (A., E. u. a.), -ησις f. das Springen (Plu.), -ηθμός m. ib., -ητής m. Springer, Tänzer (Mosch., Orph. u. a.), -ητικός (Plu., Corn.); Σκίρτος m. Satyrname (Rückbildung; AP, Nonn. u. a.), -τών, -τῶνος m. Ausgelassener (Eun.).
Etymology: Iterativintensive Bildung auf -τάω zu σκαίρω (s. d.). Dabei fungiert der ι-Vokal als sekundär entstandene Schwundstufe (vgl. die untereinander ungleichartigen Fälle bei Schwyzer 352 m. Lit.).
Page 2,734-735
Chinese
原文音譯:skirt£w 士企而他哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:跳躍 相當於: (פּוּשׁ)
字義溯源:跳躍,歡喜,雀躍,跳動;源自(σκανδαλίζω)X*=跳過)。當以利沙伯懷孕時,馬利亞來向她問安,她所懷的胎就在腹裏跳動(σκιρτάω); 路1:41)。當以撒妻子利百加懷胎時,孩子們在她腹中彼此相爭(רָצַץ)),聖經文庫提到七十士譯本繙這彼此相爭(רָצַץ)),就是用(σκιρτάω);跳躍)參讀 (ἅλλομαι / ἀνάλλομαι)同義字
出現次數:總共(3);路(3)
譯字彙編:
1) 跳躍(1) 路6:23;
2) 跳動(1) 路1:44;
3) 就跳動(1) 路1:41
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=πηδῶ, τινάζομαι). Εἶναι θαμιστικός τύπος τοῦ σκαίρω.
Παράγωγα: σκιρτηδόν, σκίρτημα, σκίρτησις, ἀποσκίρτησις, σκιρτηθμός, σκιρτητής, σκιρτητικός.