σκληροκαρδία

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληροκαρδία Medium diacritics: σκληροκαρδία Low diacritics: σκληροκαρδία Capitals: ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΙΑ
Transliteration A: sklērokardía Transliteration B: sklērokardia Transliteration C: sklirokardia Beta Code: sklhrokardi/a

English (LSJ)

ἡ, hardness of heart, LXX Je.4.4, Ev.Marc.16.14.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, Hartherzigkeit, K. S.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dureté de cœur.
Étymologie: σκληρός, καρδία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκληροκαρδία -ας, ἡ [σκληρός, καρδία] hardheid van hart.

Russian (Dvoretsky)

σκληροκαρδία:жестокосердие NT.

English (Strong)

feminine of a compound of σκληρός and καρδία; hard-heartedness, i.e. (specially), destitution of (spiritual) perception: hardness of heart.

English (Thayer)

σκληροκαρδιας, ἡ (σκληρός and καρδία), a Biblical word, the characteristic of one who is σκληρός τήν καρδίαν (σκληροκάρδιος (hardness of heart: לֵבָב עָרְלַת, καρδία σκληρά, Winer's Grammar, 26,99 (94).)

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σκληροκαρδιά Ν σκηροκάρδιος, -καρδος
η ιδιότητα του σκληρόκαρδου, αναλγησία, απονιά («καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν», ΚΔ).

Greek Monotonic

σκληροκαρδία: ἡ, ασπλαχνιά, σκληροκαρδία, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

σκληροκαρδία: ἡ, σκληρότης καρδίας, ἀσπλαγχνία, Ἑβδ. (Ἱερεμ. Δ΄, 4), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. 2, 7.

Middle Liddell

σκληρο-καρδία, ἡ,
hardness of heart, NTest.

Chinese

原文音譯:sklhrokard⋯a 士克累羅-卡而笛阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:硬-心
字義溯源:硬心,感覺遲鈍,敵對神的啓示,心硬,心裏剛硬;由(σκληρός)=乾的)與(καρδία)=心)組成,其中 (σκληρός)出自(σκέλος)=腿), (σκέλος)出自(σκάφη)X*=使乾透),而 (καρδία)出自(Καππαδοκία)Z*=心)。註:舊約使用硬心,是用:心(לֵב‎ / לֵב קָמָי‎))+剛硬(חָזַק‎)),或用:心(παλαιός))+污穢(הָעֲרָלֹות‎ / עָרְלָה‎));參讀( 出7:3),( 申10:16);沒有由兩字組成的單獨一個編號
出現次數:總共(3);太(1);可(2)
譯字彙編
1) 心硬(3) 太19:8; 可10:5; 可16:14