σκληροκαρδία
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ, hardness of heart, LXX Je.4.4, Ev.Marc.16.14.
German (Pape)
[Seite 900] ἡ, Hartherzigkeit, K. S.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dureté de cœur.
Étymologie: σκληρός, καρδία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκληροκαρδία -ας, ἡ [σκληρός, καρδία] hardheid van hart.
Russian (Dvoretsky)
σκληροκαρδία: ἡ жестокосердие NT.
English (Strong)
feminine of a compound of σκληρός and καρδία; hard-heartedness, i.e. (specially), destitution of (spiritual) perception: hardness of heart.
English (Thayer)
σκληροκαρδιας, ἡ (σκληρός and καρδία), a Biblical word, the characteristic of one who is σκληρός τήν καρδίαν (σκληροκάρδιος (hardness of heart: לֵבָב עָרְלַת, καρδία σκληρά, Winer's Grammar, 26,99 (94).)
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σκληροκαρδιά Ν σκηροκάρδιος, -καρδος
η ιδιότητα του σκληρόκαρδου, αναλγησία, απονιά («καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν», ΚΔ).
Greek Monotonic
σκληροκαρδία: ἡ, ασπλαχνιά, σκληροκαρδία, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
σκληροκαρδία: ἡ, σκληρότης καρδίας, ἀσπλαγχνία, Ἑβδ. (Ἱερεμ. Δ΄, 4), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. 2, 7.
Middle Liddell
σκληρο-καρδία, ἡ,
hardness of heart, NTest.
Chinese
原文音譯:sklhrokard⋯a 士克累羅-卡而笛阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:硬-心
字義溯源:硬心,感覺遲鈍,敵對神的啓示,心硬,心裏剛硬;由(σκληρός)=乾的)與(καρδία)=心)組成,其中 (σκληρός)出自(σκέλος)=腿), (σκέλος)出自(σκάφη)X*=使乾透),而 (καρδία)出自(Καππαδοκία)Z*=心)。註:舊約使用硬心,是用:心(לֵב / לֵב קָמָי))+剛硬(חָזַק)),或用:心(παλαιός))+污穢(הָעֲרָלֹות / עָרְלָה));參讀( 出7:3),( 申10:16);沒有由兩字組成的單獨一個編號
出現次數:總共(3);太(1);可(2)
譯字彙編:
1) 心硬(3) 太19:8; 可10:5; 可16:14