συγγενίς
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
-ίδος, pecul. fem. of συγγενής, Ev.Luc.1.36, Plu.2.265d, CIG2995 (Ephesus), IG14.829 (Puteoli), 3.479, PAmh.2.78.9 (ii A.D.); acc. to Poll.3.30, ἐσχάτως βάρβαρον.
German (Pape)
[Seite 961] ίδος, ἡ, bes. tem. zu συγγενής, Ev. Luc. 1, 26; s. Lob. Phryn. 452.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
la parenté;
NT: parente.
Étymologie: συγγενής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγενίς -ίδος, ἡ [συγγενής] verwante.
Russian (Dvoretsky)
συγγενίς: ίδος ἡ родственница Plut.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. συγγενής.
Greek (Liddell-Scott)
συγγενίς: -ίδος, θηλ. τοῦ συγγενής, Πλούτ. 2. 265C, Συλλ. Ἐπιγρ. 2995, 5852 - κατὰ τὸν Πολυδ. Γ΄, 36, ἐσχάτως βάρβαρον· - συγγένισσα, Ἐπιφάν. 728Β.
Chinese
原文音譯:suggen»j 尋格給尼士
詞類次數:形容詞(12)
原文字根:共同-成為
字義溯源:親族,親屬,親戚,同族;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(γένος)=親戚,族裔)組成,而 (γένος)出自(γίνομαι)*=成為)
出現次數:總共(12);可(1);路(5);約(1);徒(1);羅(4)
譯字彙編:
1) 親屬(7) 可6:4; 路14:12; 約18:26; 徒10:24; 羅16:7; 羅16:11; 羅16:21;
2) 親戚(4) 路1:36; 路1:58; 路2:44; 路21:16;
3) 同族(1) 羅9:3