συκομωραία

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

English (Strong)

from σῦκον and moron (the mulberry); the "sycamore"-fig tree: sycamore tree. Compare συκάμινος.

Greek Monotonic

σῡκομωραία: ἡ, = συκόμορος, σε Καινή Διαθήκη

French (New Testament)

ας (ἡ) sycomore
[v. συκόμορος]