Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
from σῦκον and moron (the mulberry); the "sycamore"-fig tree: sycamore tree. Compare συκάμινος.
σῡκομωραία: ἡ, = συκόμορος, σε Καινή Διαθήκη
ας (ἡ) sycomore[v. συκόμορος]