συλλέγω

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλέγω Medium diacritics: συλλέγω Low diacritics: συλλέγω Capitals: ΣΥΛΛΕΓΩ
Transliteration A: syllégō Transliteration B: syllegō Transliteration C: syllego Beta Code: sulle/gw

English (LSJ)

aor.
A -έλεξα Ar.Ra.1297, etc.: pf. -είλοχα D.18.308, 21.23, prob. in Dsc.Eup.2.168:—Med., fut. -λέξομαι Od.2.292: aor. -ελεξάμην, Ep. 3sg. συλλέξατο Il.18.413: pf., v. infr.:—Pass., fut. -λεγήσομαι Aeschin.3.100: aor. -ελέχθην Hdt.1.97, etc., rare in Att., Ar.Lys.526 (anap.), Pl.Lg.784a; aor. 2 -ελέγην being preferred, Ar.V.1107, Ec.116, Th.4.25, etc., and sometimes in Hdt., 7.173, 9.27: pf. -είλεγμαι Ar.Av.294, Th.3.94, etc. (also in med. sense, X.Mem.4.2.1, Hyp.Eux.32, D.59.18); 3pl. συνειλέχατο J. AJ17.10.2; part. rarely -λελεγμένος, Hdt.7.26, 9.41, Ar.Ec.58, PTeb. 700.27 (ii B.C.):—bring together, collect, gather, (κτέατα) Il.18.301; χρ]ήματα Alc.Supp.5.12; ἀργύριον.. τοῦ ἐπετείου οὗ αὐτοὶ ξυνελέξαμεν IG12.301.32; χαλκία συνλέξαντες ib.393; ξύλα S.Fr.225; τὰ ὀστέα, τὸν λιβανωτόν, Hdt.1.68, 3.107; σ. σφίσι φερνάς Id.1.93; φρύγανα X.An.4.3.11; βίον ἄνευ πόνου E.El.81; ἐράνους D.21.184; παρὰ τῶν φίλων ἔρανον Antipho 2.2.9; ἀμμώδη ἐν τῇ κύστει Dsc.5.118, cf. Aët.15.12; σ. μονῳδίας, μέλη, compose, or rather compile, scrape together, Ar.Ra.849,1297, cf. Ach.398; ῥήματα καὶ λόγους D. 18.308; σ. ὕβρεις αὐτοῦ compile a list of them, Id.21.23: abs., ὁ μὲν γὰρ αὑτῷ συλλέγει collects for himself, Men.Kol.43; περιιόντα συλλέγειν to go about picking up information, D.21.36:—Med., collect for oneself, for one's own use, ὅπλα τε πάντα λάρνακ' ἐς ἀργυρέην συλλέξατο Il.18.413, cf. Ar.Pax 1327 (an[adot ]p.), Pl.R. 553c, Lg.936c, etc.; ξυλλέγεται βίοτον Sol.13.50:—Pass., αἷμα συλλέγεταί τινι ἐπὶ τοὺς τιτθούς gathers there, Hp.Epid.2.6.32, cf. Sor.1.55; ἁμαρτήματα.. συνειλεγμένα D.10.1, etc.
2 ἐκ τῆς ἀσθενείας σ. ἐμαυτόν rally myself, Pl. Ax.370e:—Med., σύλλεξαι σθένος E.Ph.850:—Pass., ψυχὴν αὐτὴν εἰς αὑτὴν συλλέγεσθαι Pl.Phd. 83a.
3 Pass., come together, become customary, ἡ πολυλογία σ. αὐτῷ X.Cyr.1.4.3.
II of persons, collect, get together, στασιώτας Hdt.1.59; ἐγχωρίους E.IT303; χορόν Antipho 6.11; ἐκκλησίαν X.HG3.3.8; στρατόν raise or levy an army, Th.4.77, etc.:—Med., ἑταίρους.. συλλέξομαι Od.2.292; λόχον -ελέξατο X.An.7.4.8:—Pass., come together, assemble, Hdt.1.81, 7.8, Lys. 24.19, etc.; ἐκεῖσε σ. And.1.133; εἰς ταὐτὸ σ. Pl.Lg.961a.

German (Pape)

[Seite 975] (s. λέγω), zusammenlesen, sammeln; συλλέξας (τὰ κτέατα), Il. 18, 301; u. med., ὅπλα τε πάντα λάρνακ' ἐς ἀργυρέην συλλέξατο, 18, 413; ἑταίρους αἶψ' ἐθελοντῆρας συλλέξομαι, Od. 2, 292, ich werde mir freiwillige Genossen zusammenrufen; ἐγχωρίους, Eur. I. T. 303; ξύλα, Soph. frg. 218; auch συλλέξαι σθένος, wie wir »Kräfte sammeln«, Eur. Phoen. 857; Her. 1, 68. 93; u. von Personen 7, 8, 1. – Pass. mit dem aor. συνελέγην, sich versammeln, zusammenkommen; Her. 1, 81. 7, 8, 1. 9, 45. 50; Ar. Vesp. 1107 Plut. 503; Thuc. 2, 18. 6, 9 u. öfter. – Bes. Soldaten werben, Xen. oft, An. 6, 1, 6; auch sich verschaffen, aneignen, συνελέγετο αὐτῷ ἡ πολυλογία, Cyr., 4, 3; εἰς ταὐτὸ συλλέγεσθαι τούτοις, Plat. Legg. XII, 961 a; συλλεγόμενοι εἰς τὸ δικαστήριον, Phaed. 59 d; πρὸς τὸ ἱερόν, Legg. VI, 784 a; für sich sammeln, βίον, XI, 936 c; übertr., ἐκ τῆς ἀσθενείας ἐμαυτὸν συνείλεγμαι, Ax. 370 e, wie wir »sich sammeln, fassen«. – Der aor. συλλεχθέντες steht Ar. Lys. 526 Plat. Legg. VI, 784 a u. bei Her.

French (Bailly abrégé)

impf. συνέλεγον, f. συλλέξω, ao. συνέλεξα, pf. συνείλοχα;
Pass. f. συλλεγήσομαι, ao. συνελέχθην, ao.2 συνελέγην, pf. συνείλεγμαι et συλλέλεγμαι, pqp. συνειλέγμην;
1 rassembler, ramasser, réunir, acc. ; au Pass., particul. à l'ao.2 se rassembler ; en mauv. part ramasser, compiler, acc.;
2 former par la réunion de plusieurs choses : στρατόν THC, στράτευμα XÉN assembler une armée ; Pass. être le produit de, le résultat de, résulter : ἐκ τούτων συνελέγετο αὐτῷπολυλογία XÉN de tout cela résultait chez lui l'habitude de parler beaucoup;
Moy. συλλέγομαι (f. συλλέξομαι, ao. συνελεξάμην, pf. συνείλεγμαι);
1 rassembler qch à soi, acc.;
2 rassembler pour soi (des armes, des compagnons, etc.) acc..
Étymologie: σύν, λέγω².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλ-λέγω, Att. ξυλλέγω, aor. ep. med. 3 sing. συλλέξατο Il. 18.413 verzamelen, bijeenbrengen:; τὰ ὀστέα συλλέξας οἴχετο nadat hij de botten verzameld had ging hij weg Hdt. 1.68.6; συλλέγειν φρύγανα brandhout sprokkelen Xen. An. 4.3.11; συλλέγειν ἐκκλησίαν een volksvergadering bijeenroepen Xen. Hell. 3.3.8; στρατὸν ξυλλέξας na een leger verzameld te hebben Thuc. 4.77.1; abs..; περιόντ’ αὐτὸν συλλέγειν καὶ πυνθάνεσθαι dat hij rondging om informatie te verzamelen en te weten te komen Dem. 21.36; pass..; ἁμαρτήματα συνειλεγμένα opeengestapelde fouten Dem. 10.1; overdr..; σύλλεξαι σθένος verzamel je kracht Eur. Phoen. 850; σ. ἐμαυτόν mezelf herpakken Plat. Ax. 370e; pass. tot stand gebracht worden:; ἐκ πάντων τούτων ἡ πολυλογία συνελέγετο αὐτῷ door dit alles kwam zijn praterigheid tot stand Xen. Cyr. 1.4.3; med. voor zich verzamelen, te eigen bate bijeenbrengen:. φειδόμενος καὶ ἐργαζόμενος χρήματα συλλέγεται door te sparen en hard te werken brengt hij geld bij elkaar Plat. Resp. 553c. van muziek en teksten componeren, samenstellen; ongunstig bij elkaar schrapen, in elkaar flansen:. μονῳδίας solozangen Aristoph. Ran. 849; συνειλοχὼς ῥήματα καὶ λόγους na woorden en argumenten bij elkaar geschraapt te hebben Dem. 18.308. med.-pass. dir. reflex. zich verzamelen, bijeenkomen;. ὡς ἐμέ bij mij Lys. 24.19; αὐτὴν εἰς αὑτὴν συλλέγεσθαι om zich in zichzelf te verzamelen (van de ziel) Plat. Phaed. 83a.

Russian (Dvoretsky)

συλλέγω: λέγω II] (aor. συνέλεξα, pf. συνείλοχα; pass.: fut. συλλεγήσομαι, aor. συνελέχθην и συνελέγην, pf. συνείλεγμαι и συλλέλεγμαι)
1 собирать (κτέατα Hom.; τὰ ὀστέα Her.; ἐράνους Dem.; τὰ ζιζάνια NT; τὸ συλλεχθὲν εἰς τὰς ὑποδοχὰς ὕδωρ Arst.): σύλλεξαι σθένος Eur. соберись с силами; βίον σ. Eur. добывать себе пропитание; ἐκ τῆς ἀσθενείας σ. ἑαυτόν Plat. оправиться от слабости; εἰς αὑτὸν συλλέγεσθαι Plat. приходить в себя;
2 копить, накапливать (φερνάς τινι Her.): αὑτῷ σ. Men. копить себе добро;
3 созывать, собирать (ἐγχωρίους Eur.; τὴν ἐκκλησίαν Xen.): συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις Her. собираться в Сардах;
4 формировать (στρατόν Thuc.; λόχον Xen.): ἐκ τούτων συνελέγετο αὐτῷπολυλογία Xen. вследствие этого у него сложилась привычка к многословию;
5 составлять, сочинять (μονῳδίας Arph.; ῥήματα καὶ λόγους Dem.);
6 собирать сведения (σ. καὶ πυνθάνεσθαι Dem.).

English (Autenrieth)

aor. part. συλλέξᾶς, mid. aor. συλλέξατο, fut. συλλέξομαι: collect, gather up, mid., for oneself.

English (Strong)

from σύν and λέγω in its original sense; to collect: gather (together, up).

English (Thayer)

(cf. σύν, II. at the end; Tdf. Proleg., p. 76); future συλλέξω; 1st aorist συνελεξα; present passive 3rd person singular συλλέγεται; from Homer down; the Sept. chiefly for לָקַט; to gather up (cf. σύν, II:2): τά ζιζάνια (for removal from the field), τί ἀπό with a genitive of the thing, Winer's Grammar, § 58,9b. ἆ.); τί ἐκ with a genitive of the place, to collect in order to carry off, τί εἰς τί, into a vessel, Matthew 13:48.

Greek Monolingual

ΝΜΑ λέγω
συναθροίζω, μαζεύω (α. «συλλέγω γραμματόσημα» β. «μή τι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἤ ἀπὸ τριβόλων σῡκα», ΚΔ)
αρχ.
1. συσσωρεύω
2. (σχετικά με στρατό) στρατολογώ
3. (σχετικά με πρόσ.) συγκαλώ, συγκεντρώνω
4. συνθέτω, συναρμόζω ένα σύνολο από πολλά τεμάχια
5. (μέσ. και παθ.) συλλέγομαι
α) συγκεντρώνω για τον εαυτό μου («ὅπλα τε πάντα λάρνακ' ἐς ἀργυρέην συλλέξατο», Ομ. Ιλ.)
β) (για πρόσ.) συνέρχομαι, συναθροίζομαι
γ) γίνομαι συνήθης, καθίσταμαι συνήθεια («ἡ πολυλογία συνελέγετο αὐτῷ», Ξεν.)
6. φρ. α) «συλλέγω ἐμαυτὸν ἐκ τῆς ἀσθενείας» — αναλαμβάνω από αρρώστια, συνέρχομαι
β) «συλλέγομαι σθένος» — συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου.

Greek Monotonic

συλλέγω: μέλ. -λέξω, αόρ. αʹ συνέλεξα, παρακ. -είλοχα· — Μέσ., μέλ. -λέξομαι, αόρ. αʹ -ελεξάμην — Παθ., μέλ. -λεγήσομαι, αόρ. αʹ -ελέχθην, αόρ. βʹ -ελέγην, παρακ. -είλεγμαι (επίσης με Μέσ. σημασία), και λέλεγμαι·
I. 1. συλλέγω, συνάγω, συναθροίζω, μαζεύω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· συλλέγω, συγκεντρώνω, αθροίζω, ανθολογώ τραγούδια, σε Αριστοφ.· συλλέγω ὕβρεις αὐτοῦ, συνθέτω έναν κατάλογο από τις ύβρεις του, σε Δημ. — Μέσ., μαζεύω, αθροίζω για τον εαυτό μου, συγκομίζω για προσωπική μου χρήση, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. συλλέγω σθένος, συγκεντρώνω, μαζεύω τις δυνάμεις μου, συσσωματώνω, σε Ευρ. — Παθ., είμαι συγκεντρωμένος, λέγεται για το νου, σε Πλάτ.
3. Παθ., έρχομαι εξ κοινής συνήθειας, γίνομαι συχνά, σε Ξεν.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, συγκαλώ, συναθροίζω, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. — Παθ., έρχομαι από κοινού με άλλους, συνάγομαι, συγκομίζομαι, συνέρχομαι, συναθροίζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.
2. συγκεντρώνω, συναθροίζω, στασιώτας, σε Ηρόδ.· συλλέγω στρατόν, στρατολογώ, συγκεντρώνω στρατό, Λατ. conscribere, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συλλέγω: μέλλ. -λέξω· ἀόρ. -έλεξα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1297, κλπ.· πρκμ. -είλοχα Δημ. 328. 11., 522. 12. ― Μέσ., μέλλ. -λέξομαι, ἀόρ. -ελεξάμην Ὅμ., Ἀττ.· πρκμ. ἴδε ὀλίγον κατωτ. ― Παθ., μέλλ. -λεγήσομαι Αἰσχίνης 68. 1· ― ἀόρ. -ελέχθην Ἡρόδ. 1. 97, κλπ., ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Λυσιστρ. 526, Πλάτ. Νόμ. 784Α· ἀντ’ αὐτοῦ προτιμᾶται ὁ ἀόρ. β΄ -ελέγην Ἀριστοφ. Σφ. 1107, Ἐκκλ. 116, Θουκ., κλπ., ἀλλ’ ἐνίοτε παρ’ Ἡροδ. 7. 173., 9. 27· ― πρκμ. -είλεγμαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 294, Θουκ. 3. 94, κτλ., (ὡσαύτως εὔχρηστος ἐν μέσ. σημασίᾳ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 1, Ὑπερείδ. σ. 14 Schneidew., Δημ. 1351. 10)· -λέλεγμαι Ἡρόδ. 7. 26., 9. 41, σπάν. παρ’ Ἀττ., οἷον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 58. ― Φέρω εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, συναθροίζω, συνάγω, κτέατα Ἰλ. Σ. 301· ξύλα Σοφ. Ἀποσπ. 218· τὰ ὀστέα, τὸν λιβανωτὸν Ἡρόδ. 1. 68., 3. 107· σ. σφίσι φερνὰς ὁ αὐτ. 1. 93· βίον ἄνευ πόνου Εὐρ. Ἠλ. 81· ἐράνους Δημ. 574. 12· ἔρανον παρὰ φίλων Ἀντιφῶν 117. 9, Ξεν.· ― σ. μονῳδίας μέλη, συνθέτω ἢ μᾶλλον συναρμόζω ἐκ πολλῶν ἀποσπασμάτων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 849, 1297, πρβλ. 398· ῥήματα καὶ λόγους Δημ. 328. 11· σ. ὕβρεις αὐτοῦ ὁ αὐτ. 522. 12· ἀπολ., ὁ μὲν γὰρ αὑτῷ συλλέγει, συλλέγει δι’ ἑαυτόν, Μέναδρ. ἐν «Κόλακι» 6· περιϊόντα συλλέγειν, (δηλ. πληροφορίας), Δημ. 525. 23. ― Μέσ., συλλέγω δι’ ἐμαυτόν, πρὸς χρῆσίν μου, ὅπλα τε πάντα λάρνακ’ ἐς ἀργυρέην συλλέξατο Ἰλ. Σ. 413, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1327, Πλάτ., κλπ. ― Παθ., αἷμα συλλέγεταί τινι ἐπὶ τοὺς τιτθούς, συνάγεται, συσσωρεύεται, Ἱππ. 1056G· ἁμαρτήματα... συνειλεγμένα Δημ. 131. 5, κτλ. 2) σ. σθένος, συλλέγω τὰς δυνάμεις μου, Εὐρ. Φοίν. 850· οὕτω, ἐκ τῆς ἀσθενείας σ. ἑαυτὸν Πλάτ. Εἰρ. 370Ε. ― Παθ., ψυχὴν εἰς αὐτὴν συλλέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 83Α. 3) παθ., ἔρχομαι ὁμοῦ, γίνομαι συνήθης, ἡ πολυλογία σ. αὐτῷ Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, συγκαλῶ, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἑταίρους συλλέξομαι Ὀδ. Β. 292, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 8, κτλ. ― Παθ., συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μάλιστα ἐν τῷ ἀορ. β΄, Ἡρόδ. 1. 81., 7. 8, 1, κτλ.· ἐκεῖσε σ’ Ἀνδοκ. 17. 25· εἰς ταὐτὸ σ. Πλάτ. Νόμ. 961Α· συλλέγεσθαι ὡς ἐμὲ Λυσίας 170, 3. 2) συναθροίζω, στασιώτας Ἡρόδ. 1. 59 συλλέγων τ’ ἐγχωρίους Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 303· χορὸν Ἀντιφῶν 142. 34· ἐκκλησίαν Ξεν. Ἑλλην. 3. 3, 8· σ. στρατόν, συνάγω στράτευμα, στρατολογῶ, Λατιν. conscribere, Θουκ. 4. 77, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 6, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 477.

Middle Liddell

fut. -λέξω aor1 συνέλεξα perf. -είλοχα Mid., fut. -λέξομαι aor1 -ελεξάμην Pass., fut. -λεγήσομαι aor1 -ελέχθην aor2 -ελέγην perf. -είλεγμαι
I. to collect, gather, Il., Hdt., Attic: —ς. μέλη to compile, scrape together tunes, Ar.; ς. ὕβρεις αὐτοῦ to compile a list of them, Dem.:—Mid. to collect for oneself, for one's own use, Il., etc.
2. ς. σθένος to collect one's powers, make a rally, Eur.:—Pass. to be collected, of the mind, Plat.
3. Pass. to come together, become customary, Xen.
II. of persons, to call together, Eur.:—so in Mid., Od., etc.: —Pass. to come together, assemble, Hdt., Attic
2. to collect, get together, στασιώτας Hdt.; ς. στρατόν to levy an army, Lat. conscribere, Thuc.

Chinese

原文音譯:sullšgw 需而-累哥
詞類次數:動詞(8)
原文字根:共同-提出
字義溯源:收集,收聚,摘,採集,薅,薅出來,挑出來;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(λέγω / εἴρω)*=陳述,提出)組成。參讀 (ἀθροίζω)同義字
出現次數:總共(8);太(7);路(1)
譯字彙編
1) 薅出來(3) 太13:28; 太13:30; 太13:40;
2) 人們⋯摘(1) 路6:44;
3) 他們收聚(1) 太13:48;
4) 薅(1) 太13:29;
5) 摘(1) 太7:16;
6) 挑出來(1) 太13:41

Lexicon Thucydideum

colligere, to gather together, collect, 1.115.4, 3.111.1, 4.7.1, 4.77.1, 6.46.3, 6.71.1, 7.7.2, 7.36.1, 8.67.1, 8.67.3, 8.97.1, [praeterea vulgo moreover in the common texts 8.67.2, ubi nunc where now ξυνέκλῃσαν.]
PASS. 2.3.3, 2.10.3, 2.13.1, 2.18.3, 3.15.2, 3.72.3, 3.94.3, 3.101.1, 4.25.3, 4.70.1, 4.91.1, 5.57.2, 6.9.1, 6.30.1, 6.32.2, 6.66.3, 6.98.1, 7.26.1, 7.58.4, 7.59.1, 8.14.2, 8.49.1, 8.66.1, 8.87.3, 8.93.1, 94,
MED. idem, the same 6.71.2.