σός

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σός Medium diacritics: σός Low diacritics: σος Capitals: ΣΟΣ
Transliteration A: sós Transliteration B: sos Transliteration C: sos Beta Code: so/s

English (LSJ)

σή, σόν, possessive Adj. of 2 pers. sg. (σύ), the alternative Ep. and Dor. form being τεός (q.v.),
A thy, your, thine, Il.8.420, etc.; Ep.gen. σοῖο Od.15.511; σ. δέμας, σ. ἔργον, λέχος σ., etc., A.Pr.146(lyr.), 635,557 (lyr.), etc.: σ. ἑταῖρος a friend of yours, Pl.Ly.204a, etc.: with the Art., τὸ σὸν γέρας Il.1.185, cf. 207, al., and so freq. in Att., δέμ·ας τὸ σ., τὸ σ. κάρα, etc., A.Pr.1019, Ag.1615, etc. (but never so when it serves as predicate, οὐ σ. τόδ' ἐστὶ τοὔργον S.El.296; πάτερ, σός εἰμι Id.Ant. 635); σ. ἔργον c. inf., 'tis thy business to... ἔργον ἤδη σ. τὰ λοίφ' ὑπηρετεῖν Id.Ph.15; σόν [ἐστι] alone, σ. δ' αὖ τὸ σιγᾶν A.Th.232, cf. S.El.1470; σὴ μὲν ἐγώ, σὰ δὲ πάντα thine am I, thine are all things, Call.Del.219.
2 without a Subst., thine, εἰ ἐτεόν γε σός εἰμι thy son, Od.9.529, cf. E.Hel.226 (lyr.); σὺ μὲν ἀπάγου τὴν σ. X.Cyr.3.1.37; οἱ σ. thy kinsfolk, people, S.OT1448, etc.: also sg., your agent or servant, PFay.123.5 (i/ii A.D.): τὸ σ. what concerns thee, thy interest, advantage, S.El.251, Aj.1313; thy words, thy purpose, ib.99,1401, etc.; τὰ σ. thy property, ἐπὶ σοῖσι καθήμενος Od.2.369, cf. X.Mem.2.3.12, Ev.Luc.6.30; εὖ φρονῶ τὰ σ. thy interests, S.Aj.491; καὶ σὲ καὶ τὰ σ. Id.El.522, etc.
3 with a gen. added, τὰ σ' αὐτῆς ἔργα Il.6.490; τὰ σ' αὐτοῦ κήδε (α) Od.14.185; σῷ δ' αὐτοῦ κράατι 22.218; τοῖς σοῖσιν αὐτοῦ S.OT416; τὸ σὸν μόνης δώρημα Id.Tr.775; τὸν σ. τοῦ πρέσβεως [ὀφθαλμόν] Ar.Ach.93.
II objective, of or for thee, σῇ ποθῇ Il.19.321; σ. τε πόθος σ. τε μήδεα Od.11.202; σῇ προμηθίᾳ S.OC332; προνοίᾳ τῇ τε σ. κἀμῇ E.Andr.660; εὐνοίᾳ τῇ σ. Pl.Grg. 486a.

French (Bailly abrégé)

σή, σόν;
adj. possess. de la 2ᵉ pers. du sg.
ton, ta tes ; le tien, la tienne :
1 τὸ σὸν κάρα ta tête ; qqf sans art. : σὸν δέμας ESCHL ton corps ; accompagné d'un gén. déterm. : τὰ σ' αὐτῆς ἔργα IL tes propres affaires ; σῷ δ' αὐτῆς κράατι OD à ta propre tête ; subst. • οἱ σοί ATT les tiens, tes parents, tes amis ; sans subst. : εἰ ἐτεόν γε σός OD si vraiment je suis ton fils ; • τὸ σόν ce qui te concerne, ton intérêt ; ou tes desseins, ton projet ; • τὰ σά tes biens, tes propriétés ; ou tes intérêts;
2 σὸς πόθος OD le regret que tu inspires ; σῇ προμηθίᾳ SOPH par les soins qu'il prend de toi.
Étymologie: σύ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σός σή σόν, ep. en Dor. τεός [~ σύ] pron. poss. van de 2e pers. sing., ep. gen. σοῖο. jouw, van jou, uw, van u:; σὸς ἑταῖρος een makker van jou Plat. Lys. 204; οὐ σὸν τόδ’ ἐστὶ τοὔργον; is dit niet joúw werk? Soph. El. 296; met lidw..; τὸ σὸν κάρα úw hoofd Aeschl. Ag. 1615; ὁ σὸς ὁνώνυμος οὗτος jouw naamgenoot daar Plat. Tht. 147c; met gen. poss..; τὰ σ (α)’ αὐτῆς ἔργα uw eigen werkzaamheden Il. 6.490; σῷ … αὐτοῦ κράατι met uw eigen hoofd Od. 22.218; subst..; οἱ σοί de jouwen (van familie, vrienden, bekenden, volgelingen), εἰ ἐτεόν γε σός εἰμι als ik echt van u ben (uw zoon) Od. 9.529; ἡ σή uw vrouw Xen. Cyr. 3.1.37; τὸ σόν het jouwe of uwe, met verwijzing af te leiden uit de context: jouw of uw belang; uw uitspraak Soph. Ai. 99; uw voorstel Soph. Ai. 1401; plur.. τὰ σά uw bezittingen, maar ook uw belangen Soph. Ai. 491. met waarde van een gen. obj. voor jou of u, naar jou of u:. σός … πόθος verlangen naar u Od. 11.202; σῇ προμηθίᾳ uit zorg voor u Soph. OC 332; εὐνοίᾳ τῇ σῇ uit welwillendheid naar u Plat. Grg. 486a.

German (Pape)

σή, σόν, Possessivum zu σύ, dein, der deinige; Hom. und Folgde überall; σοῖο, Il. 24.486, Od. 15.511, 19.358, sonst σοῦ, welchesbei Hom. nie der gen. des Personalpronomens ist. Auch objektiv, σὸς πόθος, Sehnsucht nach dir, Od. 11.202. – In Att. Prosa mit dem Artikel, wenn schon Erwähntes oder sonst Bekanntes bezeichnet wird, sonst ohne Artikel, ὁ σὸς φίλος dein Freund, σὸς φίλος ein Freund von dir; bei Att. Dichtern ist der Gebrauch freier; τὸ σὸν κάρα Aesch. Ch. 489; πατρὸς τοῦ σοῦ 905; σῶν ὕπερ στένω πόνων Aesch. Prom. 66; λέχος σόν 556; ὄμμα σόν Soph. O.C. 245; πάτερ, σός εἰμι Ant. 635; οὐ σὸν τόδ' ἐστὶ τοὔργον El. 288. – Altepisch und dor. τεός.

Russian (Dvoretsky)

σός: σή, σόν [σύ] pron. pass. твой (часто с пропуском существительного): εἰ ἐτεόν γε σός εἰμι Hom. если я действительно твой сын; σός εἰμι Soph. я (весь) в твоей власти; ἡ σή Xen. твоя жена; οἱ σοί Soph. твои близкие; τὸ σόν и τὰ σά Soph. твои интересы, твоя польза; ἐπιμελεῖσθαι τῶν σῶν Xen. заботиться о твоих делах; ἐπὶ σοῖσι καθήμενος Hom. оставаясь при твоем имуществе или у себя дома; иногда со знач. gen. obj.: σῇ ποθῇ Hom. от тоски по тебе; εὐνοίᾳ τῇ σῇ Plat. из расположения к тебе.

Greek (Liddell-Scott)

σός: -ή, -όν, κτητικὴ ἀντωνυμία τοῦ β΄ ἑνικ. προσώπου (σύ), οἱ δὲ παλαιότεροι τύποι αὐτῆς Ἐπικ. καὶ Δωρικ. εἶναι τεὸς (ὃ ἴδε), ἰδικός σου, Λατ. tuus, tua, tuum, Ὅμ., κλπ.· Ἐπικ. γεν., σοῖο Ὀδ. Ο. 511· σὸν δέμας, σὸν ἔργον, λέχος σόν, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 146, 635, κ. ἀλλ.· σὸς ἑταῖρος, φίλος ἰδικός σου, Πλάτ. Λῦσ. 204Α, κτλ.· ― παρ’ Ἀττικ. συχν. μετὰ τοῦ ἄρθρου, δέμας τὸ σόν, τὸ σὸν κάρα, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 1019, Ἀγ. 1615, κ. ἀλλ.· (ἀλλ’ οὐδέποτε ὁσάκις χρησιμεύει ὡς κατηγορούμενον, οὐ σὸν τόδ’ ἐστὶ τοὖργον Σοφ. Ἠλ. 296· πάτερ, σός εἰμι Ἀντ. 635)· σὸν ἔργον, μετ’ ἀπαρεμφ., εἶναι «ἰδική σου δουλειὰ» νά.., ἔργον ἤδη σὸν τὰ λοίφ’ ὑπηρετεῖν Σοφ. Φιλ. 15· οὕτω, σόν [ἐστι] μόνον καθ’ ἑαυτό, σὸν δ’ αὖ τὸ σιγᾶν Αἰσχύλ. Θήβ. 232, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1470· ― σὴ μὲν ἐγώ, σὰ δὲ πάντα, ἐγὼ εἶμαι ἰδική σου καὶ ὅλα τὰ πράγματά μου, Καλλ. εἰς Δῆλ. 219. 2) ἄνευ οὐσιαστικοῦ, ἰδικός σου, εἰ ἐτεόν γε σός εἰμι, υἱός σου, Ὀδ. Ι. 529, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 226· σὺ μὲν ἀπάγου τὴν σὴν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 37·― οἱ σοί, οἱ συγγενεῖς σου, οἱ ἄνθρωποί σου, Σοφ. Ο.Τ. 416, 1448, κτλ.· ― τὸ σόν, τὰ κατὰ σέ, τὰ συμφέροντά σου, ἡ ὠφέλειά σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 251, Αἴ. 1313· οἱ λόγοι σου, ὁ σκοπός σου, αὐτόθι 99,1401, κτλ.· ― τὰ σά, ἡ περιουσία σου (ἢ «ἡ δουλειά σου», πρβλ. «κάθου ‘ς ταὐγά σου», Πανταζίδ. Ὁμ. Λεξ. ἐν λέξ.), ἐπὶ σοῖσι καθήμενος Ὀδ. Β. 369, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 12· εὖ φρονῶ τὰ σά, τὰ συμφέροντά σου, Σοφ. Αἴ. 491· καὶ σὲ καὶ τὰ σὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 522, κτλ. 3) μετὰ προσδιοριστ. γενικῆς, τὰ σ’ αὐτῆς ἔργα Ἰλ. Ζ. 490· σῷ δ’ αὐτῆς κράατι Ὀδ. Χ. 218· σὸν μόνης δώρημα Σοφ. Τρ. 775· τὸν σὸν τοῦ πρέσβεως [ὀφθαλμὸν] Ἀριστοφ. Ἀχ. 93. 4) ἧττον συχνὸν ἐν παρενθέσει μετ’ ἄλλου ἐπιθέτου, ὁ σὸς ὁμώνυμος οὗτος Πλάτ. Θεαίτ. 147C. II.ἀντικειμενικῶς, ὁ διὰ σέ, περὶ σοῦ, σῇ ποθῇ Ἰλ. Τ. 321· σός τε πόθος σά τε μήδεα Ὀδ. Λ. 202· σῇ προμηθίᾳ Σοφ. Ο.Κ. 332· προνοίᾳ τῇ τε σῇ κἀμῇ Εὐρ. Ἀνδρ. 660· εὐνοίᾳ τῇ σῇ Πλάτ. Γοργ. 486Α.

English (Autenrieth)

gen. σοῖο: thy, thine, usually without article, with art., Il. 1.185, Il. 6.457; neut. as subst., ἐπὶ σοῖσι, ‘thy possessions,’ Od. 2.369; σὁς πόθος, σὴ ποθή, longingfor thee,’ Il. 19.321, Od. 11.202.

English (Slater)

σός (σός, σόν; σάν, σαῖς: v. τεός.)
   1 your
   a of the victor, σὸς πατήρ (N. 4.14) προπάτωρ σὸς (Boeckh: ὁ σὸς codd.) (N. 4.90)
   b of a personified place or city τὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα (O. 5.4) ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος μέγα τοι κλέος αἰεί, ᾧτινι σὸν γέρας ἕσπετ ἀγλαόν (O. 8.11) σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον (O. 9.17) [Ἄβδ]ηρε, καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν [σᾷ] βᾳ πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (supp. Bury: εὐ]δίᾳ Fraccaroli) Πα. 2. 1. ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον (sc. Αἴγινα) (Pae. 6.133)
   c of gods κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ (Zeus?) fr. 35. τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, σαυτὰ codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens: alii alia coni.: sc. Πάν) fr. 97. cf. a hero σόν τε, Περικλύμεν' εὐρυβία (sc. κλέος) (P. 4.175)
   d in direct speech “σὸν δ' ἄνθος ἥβας ἄρτι κυμαίνει” (P. 4.158)

English (Strong)

from σύ; thine: thine (own), thy (friend).

English (Thayer)

σῇ, σόν, possessive pronoun of the 2nd person; from Homer down; thy, thine: Tr marginal reading WH marginal reading read the personal σου); οἱ σοι namely, μαθηταί, οἱ σοι, thy kinsfolk, thy friends, τό σόν, what is thine, τά σά (A. V. thy goods; cf. Winer's Grammar, 592 (551)), Winer's Grammar, § 22,7ff; B. 115ff (101ff).)

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ, και δωρ. τ. τεός, -ή, -όν, και βοιωτ. τ. αρσ. τιός και τ. ουδ. σούν, Α
(κτητ. αντων. β' προσ.) αυτός που ανήκει σε σένα, δικός σου («σὸς ἑταῖρος», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι για σένα ή από σένα (α. «εὐνοίᾳ... τῇ σῇ», Πλάτ.
β. «σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.)
2. φρ. α) «σὸν ἔργον»
(συν με απρμφ.) είναι δική σου δουλειά να... β) «οἱ σοί» — οι άνθρωποι σου, οι συγγενείς σου
γ) «τὸ σόν»
i) τα συμφέροντά σου
ii) οι λόγοι σου, ο σκοπός σου
δ) «σὴ μὲν ἐγώ, σὰ δὲ πάντα» — εγώ είμαι δική σου και όλα τα πράγματά μου είναι δικά σου
ε) «τὰ σά»
i) η περιουσία σου
ii) η δουλειά σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η κτητ. αντων. σός / τεός μαζί με τα αντίστοιχα λατ. tuus (< tuos < tuwos < tewos) και αρχ. ινδ. t(u)va- ανάγονται στον ΙΕ τ. t(e)wos (πρβλ. δωρ. τεός < τεFός, ενώ ιων.-αττ. σός < τFός). Στην ιων.-αττ. το αρχικό tw- έχει συριστικοποιηθεί (tw- > σσ-> σ-)
βλ. και λ. εσύ].

Greek Monotonic

σός: -ή, -όν, κτητικό επίθ. της προσωπ. αντων. σύ· παλαιότερος τύπος τεός·
I. 1. δικός σου, αυτός που ανήκει σε σένα, Λατ. tuus, tua, tuum, σε Όμηρ. κ.λπ.· Επικ. γεν. σοῖο· στην Αττ. συχνά με άρθρο, δέμας τὸ σόν, τὸ σὸν κάρα· σὸν ἔργον, με απαρ., είναι δική σου δουλειά να..., σε Σοφ.· ομοίως, σόν (ἐστι), μόνο του, σε Αισχύλ.· οἱ σοί, οι συγγενείς σου, οι άνθρωποί σου, σε Σοφ.· τὸσόν, αυτό που σε αφορά, το συμφέρον σου, τα λόγια σου, ο σκοπός σου, στον ίδ.· τὰ σά, η περιουσία σου, σε Ομήρ. Οδ.· τα συμφέροντά σου, σε Σοφ.
2. με την προσθήκη γεν., τὰ σ' αὐτῆς ἔργα, σε Ομήρ. Ιλ.· σὸν μόνης δώρημα, σε Σοφ.
II. αντικειμεν., ο προοριζόμενος για σένα, σῇ ποθῇ, σε Ομήρ. Ιλ.· σός τε πόθος σά τε μήδεα, σε Ομήρ. Οδ.· σῇ προμηθίᾳ, σε Σοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: possessive pron.
Meaning: tuus
Other forms: Dor. a. o. τεός
See also: s. σύ.

Middle Liddell

σός, ή, όν [possessive adj. of pers. Pron. σύ, the earlier form being τεός
I. thy, thine, of thee, Lat. tuus, tua, tuum, Hom., etc.; epic gen. σοῖο;— in Attic often with the Art., δέμας τὸ σόν, τὸ σὸν κάρα:—σὸν ἔργον, c. inf., 'tis thy business to . ., Soph.; so, σόν [ἐστι] alone, Aesch.:— οἱ σοί thy kinsfolk, people, Soph.:— τὸ σόν what concerns thee, thy interest, words, purpose, Soph.:— τὰ σά thy property, Od.; thy interests, Soph.
2. with a gen. added, τὰ σ' αὐτῆς ἔργα Il.; σὸν μόνης δώρημα Soph.
II. objective, for thee, σῇ ποθῇ Il.; σός τε πόθος σά τε μήδεα Od.; σῇ προμηθίᾳ Soph.

Frisk Etymology German

σός: {sós}
Forms: dor. u. a. τεός
Grammar: Possessivpron.
Meaning: tuus,
See also: s. σύ.
Page 2,754

Chinese

原文音譯:sÒj 所士
詞類次數:代名詞(27)
原文字根:你的
字義溯源:你的,你,你自己的,你的親屬;源自(σύ)*=你)。 (σός)為(σύ)=你)的所有格
出現次數:總共(22);太(8);可(1);路(3);約(5);徒(3);林前(2)
譯字彙編
1) 你的(17) 太7:22; 太7:22; 太7:22; 太13:27; 太20:14; 太24:3; 路6:30; 路15:31; 路22:42; 約4:42; 約17:10; 約17:10; 約17:17; 約18:35; 徒24:3; 徒24:4; 林前8:11;
2) 你(3) 太9:5; 徒5:4; 林前14:16;
3) 你的親屬(1) 可5:19;
4) 你自己的(1) 太7:3

English (Woodhouse)

thy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)