σύμπας
English (LSJ)
σύμπασα, σύμπαν, Att. ξύμπας (ξύμπαντα in Od.7.214, 14.198, though the metre does not require it):—
A all together, all at once, mostly (in Hom. always) in plural; υἷας Ἀχαιῶν σύμπαντας Il.1.241, etc.; σύμπασιν δ' ὑμῖν, opp. εἷς ἕκαστος, Sol.11.6; ξύμπαντά τ' εἰπών A.Fr. 350.3; αἱ σ. ἡμέραι Antipho 6.44; σ. τε θεῶν καὶ ἀνθρώπων Pl.Smp. 197e; συμπάντων κεφάλαιον IG12.91.23; in Att. the Art. is usually added in the case of Numerals, πέντ' ἦσαν οἱ ξ. S.OT752, cf. X.An.1.2.9, Pl.Prt. 317c; but also without Art., ξ. ἐγένοντο τετρακισχίλιοι Th.1.107.
II in sg. with collective Nouns, the whole, ὁ σ. στρατός Hdt.7.82; στρατὸς σ. S.Ph.387; στρατῷ ξ. Id.Aj.1055; τῷ σ. στρατῷ Id.Ph. 1257; ξ. λαός ib.1243; πόλις ξύμπασα the state as a whole, Th.2.60, 3.62; ὁ σ. δᾶμος IG12(1).847.15 (Lindus); τὴν σ. Ἑλλάδα Sor.Vit. Hippocr.5; σ. ὁ φόρος IG12.64.8; σ. ἡ πόλις Pl.R. 423d, al.; also with some other Nouns, Χρόνῳ σύμπαντι Pi.O.6.56; αἰῶνα τὸν σύμπαντα E. Hec.757; ἡ σ. (sc. γῆ) S.Fr.411, cf. Ar.Nu.204; ξ. γνώμη the general scope (of a speech), Th.1.22; σ. ἡ ὁδός X.An.7.8.26; σ. ἀρετή, σ. πονηρία, Pl.Lg.630b, Grg.477c; σ. ἀριθμός Id.R.525a; σ. κεφάλαιον IG12.313.148; κεφάλαιον τόκου ξύμπαντος ib.324.101; τὸ σ. πλάτος Sor.1.68, cf. 2.89; but, in Arithm., ὁ σύμπας the sum, Dioph.Polyg. 4 (c. gen., ibid.).—For the Att. position of the Art., v. πᾶς B.
2 τὸ σύμπαν the whole together, the sum of the matter, τὸ σ. εἶπαι Hdt.7.143, cf. Th.7.49; the universe, Isoc.11.12; the whole, opp. τὸ μέρος, Pl. Phdr.246c, Arist.Top.135a22.
b τὸ σύμπαν as adverb, altogether, on the whole, in general, Th.4.63, Isoc.2.17, etc.; so σύμπαντα Pl.Lg. 679e; σύμπαν in all, with numerals, POxy.289.3 (i A.D.), etc. Cf. συνάπας.
French (Bailly abrégé)
πασα, παν;
tout ensemble, tout entier, d'où
I. au plur. tous ensemble : ξύμπαντες τετρακισχίλιοι καὶ μύριοι THC quatorze mille en tout ; πέντ' ἦσαν οἱ ξύμπαντες SOPH ils étaient cinq en tout;
II. au sg.
1 avec un nom collect. ὁ σύμπας στρατός HDT, στρατὸς σύμπας SOPH l'armée toute entière ; ξύμπασα πόλις THC, σύμπασα ἡ πόλις PLAT l'État tout entier;
2 avec un subst. exprimant une idée génér. de lieu, de temps σύμπασα ἡ ὁδός XÉN la route toute entière;
3 avec un nom abstrait ξύμπασα γνώμη THC le sens d'ensemble, le sens général (d'un discours);
4 t. d'arithm. total;
5 subst. τὸ σύμπαν la totalité, l'ensemble HDT, l'univers ISOCR;
6 adv. τὸ ξύμπαν en totalité, en somme THC ; τὸ ξύμπαν εἰπεῖν THC en un mot.
Étymologie: σύν, πᾶς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμπας, σύμπασα, σύμπαν, Att. ξύμπας geheel, alle(n) adj. (ge)heel, helemaal, compleet, volledig; ‘overall', globaal alleen sing., pred.. σύμπασα ἡ πόλις de stad in zijn totaliteit. alleen sing., attr., met direct voorafgaand lidwoord. ὁ σύμπας στρατός het complete leger; ἔχεσθαι ὅτι ἐγγύτατα τῆς ξυμπάσης γνώμης zich zo dicht mogelijk houden aan de globale strekking (van wat er gezegd is) Thuc. 1.22.1. plur. van alle leden van een groep of verzameling alle(n); zonder lidwoord; υἷας Ἀχαιῶν σύμπαντας alle zonen van de Achaiërs te samen Il. 1.241; met telw., met of zonder lidwoord bij elkaar, in totaal:. πέντ’ ἦσαν οἱ ξύμπαντες (van de mannen in het gezelschap) het waren er vijf in totaal Soph. OT 752. subst. τὸ σύμπαν geheel, totaal:. τὸ … σύμπαν εἶπαι ‘om kort te gaan’ Hdt. 7.143.3. adv. acc. n. τὸ σύμπαν alles bij elkaar genomen, over het geheel genomen, in het algemeen, kortom; plur. (τὰ) σύμπαντα in alle opzichten:. σύμπαντα δικαιότεροι in alle opzichten rechtvaardiger Plat. Lg. 679e.
German (Pape)
[ᾱ], σύμπᾱσα, σύμπαν: allesammt, alle zusammen; Ἀχιλλῆος ποθὴ ἵξεται υἷας Ἀχαιῶν σύμπαντας, Il. 1.241, vgl. 2.567; κακὰ πόλλ' ἔρεξεν, ὅσ' οὐ σύμπαντες οἱ ἄλλοι, 22.380; in der Od. 7.214, 14.198, ὅσσα γε δὴ ξύμπαντα, wo ohne Versbedürfnis sich ξ für σ erhalten hat; Folgde, gew. im plur., πέντ' ἦσαν οἱ ξύμπαντες, Soph. O.R. 752, fünf zusammen, auch in Prosa öfter.
Bei kollektivischen Begriffen auch im sing., χρόνῳ σύμπαντι, Pind. Ol. 6.56; στρατός τε σύμπας, Soph. Phil. 387, 1210; Aj. 1034; ξύμπας Ἀχαιῶν λαός, Phil. 1227; αἰών, Eur. Hec. 757; σύμπας στρατός, Her. 7.82; ἀριθμός, Plat. Rep. VII.425a; ἡδονή, Phil. 53b; πόλις, Rep. IV.423d; βίος, 442b, und öfter; ἡ σύμπασα ἀργία, Pol. 3.81.4; τὸ σύμπαν, das Ganze zusammengenommen, die Hauptsache, Her. 7.143; bei den Folgdn auch das Weltall; – τὸ σύμπαν Adverbial, im Ganzen, überhaupt genommen, Thuc. 4.63 Xen. An. 1.5.9 und A.; auch im plur., ξύμπαντα δικαιότεροι, Plat. Legg. III.679c.
[Auch im neutr. scheint α zuweilen lang gebraucht zu sein, s. Draco p. 29.26.]
Russian (Dvoretsky)
σύμπᾱς: σύμπᾶσα, σύμπᾰν весь целиком, в совокупности (στρατός Soph.; πόλις Plat.; ὁδός Xen.): αἰῶνα τὸν ξύμπαντα Eur. в течение всей жизни; πέντ᾽ ἦσαν οἱ ξύμπαντες Soph. всех их было пятеро; ἡ ξύμπασα γνώμη τῶν λεχθέντων Thuc. главное содержание сказанного - см. тж. σύμπαν, σύμπαντα и σύμπασα.
English (Slater)
σύμπας, all, the whole of χρόνῳ σύμπαντι (O. 6.56)
Greek Monolingual
σύμπασα, σύμπαν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμπας, -ασα, -αν, Α
1. όλος μαζί ή όλος συγχρόνως (α. «σύμπασα η κοινωνία καταδίκασε τα βίαια επεισόδια» β. «πέντ' ἦσαν οἱ ξύμπαντες», Σοφ.)
2. συνολικός
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. σύμπαν
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. το όλον, το σύνολο, ιδίως σε αντιδιαστολή προς το μέρος
2. (το ουδ. στον εν. και στον πληθ. ως ουσ.) τὸ σύμπαν και τὰ σύμπαντα
γενικά («καὶ ἅμα σωφρονέστεροι καὶ ξύμπαντα δικαιότεροι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πας (πρβλ. επίπας)].
Greek Monotonic
σύμπᾱς: Αττ. ξύμπας, -πᾶσα, -πᾰν,
I. όλος μαζί, όλος συγχρόνως, ολόκληρος, όλος σ' ένα σώμα, σύσσωμος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· στην Αττ. συχνά προστίθεται το άρθρο στην περίπτωση των αριθμητικών, πέντ' ἦσαν οἱ ξύμπαντες, σε Σοφ.
II. 1. με περιληπτικά ονόματα, σύνολο, όλον, ὁ σύμπας στρατός, σε Ηρόδ.· στρατὸς σύμπας, σε Σοφ.· ξύμπασα πόλις, δηλ. πόλη, πολίτες ως σύνολο, σε Θουκ.· ξύμπασα γνώμη, συνολική έννοια ή σημασία (ενός λόγου), στον ίδ.
2. τὸ σύμπαν, όλον από κοινού, σύνολο ζητήματος, σε Ηρόδ.· τὸξύμπαν εἰπεῖν, σε Θουκ.
III. τὸ σύμπαν, ως επίρρ. συνολικά, στο σύνολο, γενικά, εν γένει, εξ ολοκλήρου, συλλήβδην, στον ίδ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπᾱς: σύμπασα, σύμπαν, Ἀττικ. ξύμπας (ξύμπαντα ἐν Ὀδ. Η. 214, Ξ. 198, ἂν καὶ τὸ μέτρον δὲν ἀπαιτεῖ τοῦτο)· ― ὅλος ὁμοῦ, ἅπας, ὅλος συγχρόνως, ὡς ἓν σῶμα, κατὰ τὸ πλεῖστον (καὶ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε) ἐν τῷ πληθ.· υἷας Ἀχαιῶν σύμπαντας Ἰλ. Α. 241, κτλ.· σύμπασιν δ’ ὑμῖν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἷς ἕκαστος, Σόλων 10. 8, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 128· ξύμπαντά τ’ εἰπὼν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281· ξ. ἡμέραι Ἀντιφῶν 146. 30· ξ. τε θεῶν καὶ ἀνθρώπων Πλάτ. Συμπ. 197Ε· παρὰ τοῖς Ἀττικ. τὸ ἄρθρον συνήθως προστίθεται ἐπὶ ἀριθμητικῶν, οἷον πέντ’ ἦσαν οἱ ξύμπαντες Σοφ. Ο. Τ. 752, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 2, 9, Πλάτ. Πρωτ. 317C· ἀλλὰ καὶ ἄνευ τοῦ ἄρθρου, ξ. ἐγένοντο τετρακισχίλιοι Θουκ. 1. 107. ΙΙ. καθ’ ἑνικὸν μετὰ περιληπτικῶν ὀνομάτων, = ἐν ὅλῳ, τὸ ὅλον, ὁ σ. στρατὸς Ἡρόδ. 7. 82 στρατὸς σ. Σοφ. Φιλ. 387· στρατῷ σ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1055· τῷ σ. στρατῷ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1257· ξ. λαὸς αὐτόθι 1243· ξύμπασα πόλις, δηλ. ὡς ἓν ὅλον, Θουκ. 2. 60, 3. 62· οὕτω, σ. ἡ πόλις Πλάτ. Πολ. 423D, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως μετά τινων ἄλλων ὀνομάτων, χρόνῳ σύμπαντι Πινδ. Ο. 6. 94· αἰῶνα τὸν ξύμπαντα Εὐρ. Ἑκάβ. 757· ἡ ξ. (ἐξυπακ. γῆ) Σοφ. Ἀποσπ. 360, Ἀριστοφ. Νεφ. 204· ξ. γνώμη, ἡ ὅλη ἔννοια (τοῦ λόγου), Θουκ. 1. 22· σ. ἡ ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 7. 8, 25· σ. ἀρετή, σ. πονηρία Πλάτ. Νόμ. 630Β, Γοργ. 477C· σ. ἀριθμὸς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 525Α, κτλ.· ― ἀλλ’ ἐν τῇ Ἀριθμητικῇ, ὁ σύμπας, ― τὸ ὅλον. ― Περὶ τῆς θέσεως τοῦ ἄρθρου παρ’ Ἀττ., ἴδε πᾶς Β. 2) τὸ σύμπαν, τὸ ὅλον ὁμοῦ, τὸ σύνολον τῆς ὑποθέσεως, Ἡρόδ. 7. 143· τὸ ξύμπαν εἰπεῖν Θουκ. 7. 49, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281. 3· ὁ κόσμος ὅλος, Ἰσοκρ. 223Ε· τὸ ὅλον ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέρος, Πλάτ. Φαῖδρ. 246C, Ἀριστ. Τοπ. 5. 5, 9. β) τὸ σύμπαν, ὡς ἐπίρρ., καθόλου, γενικῶς, Θουκ. 4. 63, Ἰσοκρ. 18Β, κτλ.· οὕτω, σύμπαντας Πλάτ. Νόμ. 679Ε. ― Πρβλ. συνάπας.
Middle Liddell
I. all together, all at once, all in a body, Hom., Hdt., Attic; in Attic, the Art. is often added in the case of Numerals, πέντ' ἦσαν οἱ ξύμπαντες Soph.
II. with collective nouns, the whole, ὁ ς. στρατός Hdt.; στρατὸς ς. Soph.; ξύμπασα πόλις the state as a whole, Thuc.; ξ. γνώμη the general scope (of a speech), Thuc.
2. τὸ σύμπαν the whole together, the sum of the matter, Hdt.; τὸ ξύμπαν εἰπεῖν Thuc.
III. τὸ σύμπαν, as adv. altogether, on the whole, in general, Thuc., etc.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
universus, omnis, whole, all, a)
SING. totus, whole, entire oppos. parti, opposed to participle 1.3.2, 2.60.2, 2.65.4, [vulgo et Bekk. commonly and in Bekker's text ἡ ξύμπ.] 3.95.1, 4.72.2, 4.73.4, 4.87.5, 4.124.1,
item likewise 5.6.5. 6.39.1, 6.39.2, 6.90.3, 7.11.3, 7.33.3,
b)
PLUR. universi, simul cuncti, all together, all at once, 1.3.4, 1.82.6, 1.100.3, [coniiciunt they conjecture ξύμπαντες]. 1.107.5, 1.118.2, 1.122.2, 2.64.3, 2.100.2, 3.97.1, 4.44.5, 4.61.1, 4.64.4, 4.87.4, 4.129.3, 5.3.4, 5.68.2, 6.2.3, 6.18.5, 6.32.1, 6.34.4, 6.40.1, 6.65.3, 6.67.3, 6.98.1, 7.28.2, 7.64.2, 7.72.4, 8.42.5,
similiter similarly 8.63.2. 8.100.3, 8.103.1,
c) praeced. artic. ponitur de summa alicuius rei, aut de multitudine in unum collecta, the preceding article is used of the sum of some matter, or of a multitude gathered into one 1.3.3, 1.10.2, 1.22.1, 2.60.6, 2.65.3. 2.78.4, 2.99.6, 3.62.4, 3.67.7, 3.92.2, 4.39.1, 5.26.1, 6.2.1, 6.23.4, 6.25.2, 6.33.3, 6.41.2, 6.43.1, 6.83.2, 6.89.6, 6.90.3, 6.102.4, 7.24.2, 7.30.2, 7.42.5, 7.56.4, 7.64.2, 7.71.7, 7.75.5, 7.80.2, 7.87.4, 8.7.1, 8.26.3, 8.45.3, 8.72.1, 8.96.4,
omnino, entirely, absolutely, 1.145.1, 3.68.4, 3.92.4, 3.116.2, 4.63.2, 4.64.3, 6.37.2, 6.67.2, 7.77.7,
idem, the same 1.36.3, 8.91.1,
ut omnia paucis absolvam, to sum up everything briefly, 1.138.3. 7.49.3.