σύμψυχος
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
σύμψυχον, of one mind, at unity, Ep.Phil.2.2; united in soul, τῇ γῇ Polem.Call.54.
German (Pape)
[Seite 994] einmütig, τινί; Polemo 2, 54; N.T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
uni de sentiments.
Étymologie: σύν, ψυχή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμψυχος -ον [σύν, ψυχή] eensgezind.
Russian (Dvoretsky)
σύμψῡχος: единодушный NT.
English (Strong)
from σύν and ψυχή; co-spirited, i.e. similar in sentiment: like-minded.
English (Thayer)
(T WH συνψυχος (cf. σύν, II. at the end)), συμψυχον (σύν and ψυχή), of one mind (Vulg. unanimis): of one accord, Philippians 2:2. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμψυχος, -ον, ΝΜΑ, και σύψυχος Ν
νεοελλ.-μσν.
αύτανδρος («το καράβι βούλιαξε σύψυχο»)
αρχ.
1. αυτός που έχει το ίδιο φρόνημα με κάποιον άλλον («ἵνα τὸ αὐτὸ φρονῆτε, τὴν αὐτὴν άγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῦν
τες», ΚΔ)
2. ο ενωμένος κατά την ψυχή.
επίρρ...
σύψυχα Ν
κατά τρόπο σύμψυχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ἔμ-ψυχος, κατά-ψυχος].
Greek Monotonic
σύμψῡχος: -ον (ψυχή), αυτός που έχει την ίδια άποψη με κάποιον, που βρίσκεται σε ομοψυχία μαζί του, ομόφρων, ομόθυμος, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
σύμψῡχος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ψυχήν, τὸ αὐτὸ φρόνημα, τὸ αὐτὸ πνεῦμα, Ἐπιστ. πρ. Φιλ. βʹ, 2.
Middle Liddell
σύμ-ψῡχος, ον, ψυχή
of one mind, at unity, NTest.
Chinese
原文音譯:sÚmyucoj 沁-普需何士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:共同-涼爽
字義溯源:同魂的,一致,和諧,有一樣心思;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ψυχή)=呼吸,氣息)組成, (ψυχή)出自(594*=呼氣,活著)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 同心(1) 腓2:2