ταχύνω
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
A make quickly, κοιλὴν κάπετον χερσὶ ταχύνατε S.Aj.1404 (anap.); ὡς δύνασαι.. ταχύνας σπεῦσον κοιλὴν κάπετον ib.1164 (anap.); τάδε τοί με σπερχόμενος ταχύνει such are the words by which he urging hastens me, i.e. urges me to hasten, E.Alc.257 (lyr.):—Pass., σελὶς ταχυνομένη quickly written, AP6.227 (Crin.).
II intr., to be quick, make haste, hurry, A.Pers.692, Ch.660, S.OT861, OC219 (lyr.), Ar.Ec.582: in Prose, X.Cyr.8.5.15: c. gen., τοῦ ποιῆσαι LXX Ge.18.7.
2 to be early, ταχύνουσαν ἢ βραδύνουσαν ἀκμὴν προδιαγνῶναι Gal.19.201.
German (Pape)
[Seite 1076] schnell od. eilig machen, beeilen, beschleunigen, – intrans., sich beeilen, eilen; Aesch. Ch. 149; σπερχόμενος ταχύνει, Eur. Alc. 257; Xen. Cyr. 8, 5, 15; Soph. O. C. 219 Ai. 1143; Long. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
1 tr. hâter, accélérer;
2 intr. se hâter, s'empresser.
Étymologie: ταχύς.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύνω: (ῡ)
1 быстро делать, поспешно приготовлять (κάπετον Aesch.);
2 ускорять, торопить: τάδε τοί με σπερχόμενος ταχύνει Eur. так, в своей поспешности, он торопит и меня;
3 спешить, торопиться Aesch., Arph. etc.: πέμψω ταχύνασα Soph. я немедленно пошлю.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύνω: [ῡ], ποιῶ τι ταχέως, ἐπισπεύδω, ἀλλ’ οἱ μὲν κοίλην κάπετον χερσὶ ταχύνατε, σκάψατε ταχέως κοῖλον τάφον, Σοφ. Αἴ. 1404· οὕτως, ὡς δύνασαι... ταχύνας σπεῦσον κοίλην κάπετον αὐτόθι 1164 τοῖα σπερχόμενος ταχύνει, τοιούτους λόγους ἐν σπουδῇ λέγει, Εὐρ. Ἄλκ. 255. ― Παθ., σελὶς ταχυνομένη, ταχέως στρεφομένη, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 227. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ταχύς, ἐνεργῶ ταχέως, σπεύδω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 692, Χο. 660, Σοφ. Ο. Τ. 861, Ο. Κ. 219, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 582· καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 15, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 2.
Greek Monolingual
ΝΑ ταχύς
επισπεύδω, επιταχύνω (α. «τάχυνε το βήμα σου» β. «κάλην τάπετον χερσί ταχύνατε», Σοφ.)
αρχ.
1. (αμτβ.) α) ενεργώ με ταχύτητα, είμαι ταχύς («καὶ τὸ ταχύνειν δὲ ὅπου φθάσαι δέος», Ξεν.)
β) εμφανίζομαι, έρχομαι πρόωρα («ταχύνουσαν ἤ βραδύνουσαν ἀκμήν προδιαγνῶναι», Γαλ.)
2. παθ. ταχύνομαι
μετακινούμαι ή στρέφομαι με ταχύτητα («σελὶς ταχυνομένη», Κριναγ.)
3. φρ. «σπερχόμενός τι ταχύνω» — λέω κάτι βιαστικά (Ευρ.).
Greek Monotonic
τᾰχύνω: [ῡ], μέλ. ταχῠνῶ, αόρ. ἐτάχῡνα (ταχύς)·
I. κάνω κάτι γρήγορα, επισπεύδω, σε Σοφ.· τάδε τοί με σπερχόμενος ταχύνει, αυτά είναι τα λόγια τα οποία στη βιασύνη του λέει σε εμένα, σε Ευρ.
II. αμτβ., είμαι γρήγορος, ενεργώ γρήγορα, βιάζομαι, σπεύδω, σε Αισχύλ., Σοφ., Ξεν.
Middle Liddell
τᾰχύ¯νω, ταχύς
I. to make quickly, Soph.; τοῖα σπερχόμενος ταχύνει such are the words which in his eager haste he speaks, Eur.
II. intr. to be quick, to make haste, speed, hurry, Aesch., Soph., Xen.