τεταρταῖος

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεταρταῖος Medium diacritics: τεταρταῖος Low diacritics: τεταρταίος Capitals: ΤΕΤΑΡΤΑΙΟΣ
Transliteration A: tetartaîos Transliteration B: tetartaios Transliteration C: tetartaios Beta Code: tetartai=os

English (LSJ)

Aeol. τετόρταιος Theoc.30.2, α, ον,
A on the fourth day, τ. γενέσθαι to be four days dead, Hdt.2.89; ἀφικνεῖσθαι τεταρταίους Pl.R. 616b.
2 τ. πυρετός quartan fever, Id.Ti. 86a; ῥῖγος POxy.1151.37(v A.D.); so without πυρετός, Hp.Aph.2.25, POxy.1088.38 (i A.D.), etc.; πυρετῷ καὶ τεταρταίῳ IG3.1424; τ. πονεῖσθαι to have fits every four days, Hp.Judic.36; ἑπτὰ τεταρταίῳ μῆνας ἔκαμνε πυρί Call.Aet.3.1.17; λύτρα τεταρταίοιο δυσαλγέος οὕνεκα παῦσαν Rev.Bibl.14.295 (Lycia).
II τεταρταίη, = ἡ τετάρτη, the fourth day, Arat.806.
2 quartan fever, Orph.L.635.

German (Pape)

[Seite 1096] viertägig, am vierten Tage; ἀφικνεῖσθαι τεταρταίους, Plat. Rep. X, 616 b; τεταρταῖος ὤν, Pol. 3, 52, 2; Plut. Mar. 8; bes. πυρετός, Plat. Tim. 86 a. – Auch = der vierte, Pallad. 42 (IX, 173).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui se produit le quatrième jour.
Étymologie: τετάρτη, τέταρτος.

Russian (Dvoretsky)

τεταρταῖος:
1 происходящий на четвертый день: ἀφικνεῖσθαι τεταρταίους Plat. прибыть на четвертый день; τεταρταῖον γενέσθαι Her. пролежать четыре дня; τ. πυρετός Plat. квартана (лихорадка четырехдневной периодичности);
2 четвертый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τεταρταῖος: -α, -ον, τεσσάρων ἡμερῶν, ἐπεὰν τριταῖοι ἢ τεταρταῖοι γένωνται, ὅταν γίνωσι τριῶν ἢ τεσσάρων ἡμερῶν (δηλ. οἱ πρὸς ταρίχευσιν νεκροί), Ἡρόδ. 2. 89· κατὰ τὴν τετάρτην ἡμέραν, ἀφικνεῖσθαι τεταρταίους Πλάτ. Πολ. 616Β. 2) τ. πυρετός, ἐπανερχόμενος κατὰ πᾶσαν τετάρτην ἡμέραν, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 86Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 916. 10· οὕτως ἄνευ τοῦ πυρετός, Ἱππ. Ἀφ. 1245, κλπ.· τ. πονεῖσθαι, καταλαμβάνεσθαι ὑπὸ παροξυσμῶν κατὰ πᾶσαν τετάρτην ἡμέραν, ὁ αὐτ. 54F. ΙΙ. τεταρταίη, = ἡ τετάρτη, δηλ. ἡμέρα, Ἄρατ. 806.

English (Strong)

from τέσσαρες; pertaining to the fourth day: four days.

English (Thayer)

τεταρταια, τεταρταιον (τέταρτος), an ordinal numeral, used in answer to the question on what day? one who does or suffers a thing till the fourth day or on the fourth day: τεταρταῖος ἐστιν, i. e. he has been four days in the tomb, or it is the fourth day since he was buried (A. V. he hath been dead four days), ἤδη γάρ ἦσαν πεμπταιοι, already five days dead, Xenophon, an. 6,4 (2), 9).

Greek Monolingual

-α, -ο / τεταρταῖος, αία, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. και δωρ. τ. αρσ. τετόρταιος, Α
1. αυτός που γίνεται κάθε τέσσερεις μέρες («τεταρταῖον ρῖγος», πάπ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο τεταρταίος
(στη νεοελλ. με ή χωρίς τη λ. πυρετός) ιατρ. μορφή ελονοσίας που εκδηλώνεται με πυρετικούς παροξυσμούς κάθε τέταρτη ημέρα, οπότε, συντελείται η σχιζογονία του ελοπαρασίτου
αρχ.
1. αυτός που πράττει, που ενεργεί ή που γίνεται, που συμβαίνει την τέταρτη μέρα (α. «ἀφικνεῖσθαι τεταρταίους», Πλάτ.
β. «ἐπεὰν τριταῖαι ἤ τεταρταῖαι γένωντας», Ηρόδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τεταρταίη
η τέταρτη ημέρα
3. φρ. «τεταρταίῳ πονεῖσθαι» — το να καταλαμβάνεται κανείς από πυρετικούς παροξυσμούς κάθε τέταρτη μέρα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος + κατάλ. -αῖος. Ο τ. τετορταῖος, με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -ρ- ως -ορ- στην αιολ. διάλ. (πρβλ. τέτορες, βλ. λ. τέσσερεις)].

Greek Monotonic

τεταρταῖος: -α, -ον,
1. τεσσάρων ημερών, τεταρταῖος γενέσθαι, είμαι τέσσερις ημέρες νεκρός, σε Ηρόδ.· ἀφικνεῖσθαι τεταρταίους, σε Πλάτ.
2. τεταρταῖος πυρετός, πυρετός που διαρκεί τέσσερις ημέρες, στον ίδ.

Middle Liddell

τεταρταῖος, η, ον
1. on the fourth day, τ. γενέσθαι to be four days dead, Hdt.; ἀφικνεῖσθαι τεταρταίους Plat.
2. τ. πυρετός a quartan fever, Plat.

Chinese

原文音譯:tetarta⋯oj 帖他而台哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:四(小的)
字義溯源:關於第四天,四天,第四天;源自 (τέσσαρες)*=四
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 四天(1) 約11:39