τοῦ

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

French (Bailly abrégé)

gén. sg. masc. et neutre;
1 de l'art. ὁ, ἡ, τό;
2 poét. c. οὗ, du relat. ὅς, ἥ, ὅ;
3 poét. c. τούτου, du démonstr. οὗτος;
4 att. c. τίνος, de τίς interr.

Russian (Dvoretsky)

τοῦ:
1 gen.; 1.1) к ὁ; 1.2) к ὅς; 1.3) (= τούτου) к οὖτος; 1.4) (= τίνος) к τίς;
2 (gen. к τὶς) = τινός.

Greek (Liddell-Scott)

τοῦ: ἀλλά προηγεῖται ὁ σύνδ. μέν, ἐάν ἡ πρώτη πρότασις εἶναι καταφατική, προηγεῖται δὲ οὐ μόνον, ἐάν εἶναι ἀποφατική, ἔνθ’ ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοί ... ἀλλ’ οὐκ Ἀτρείδῃ..., Ἰλ. Λ. 24· οὐ μόνον ἅπαξ, ἀλλὰ πολλάκις, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Α: - ἐν τῇ δευτέρᾳ περιπτώσει πρὸς ἰσχυροποίησιν τῆς ἐναντιώσεως τὸ ἀλλά ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ συνδέσμου καὶ, ὡς Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 13., 2. 7, 6· τὸ ἀλλὰ καί, εὕρηται ὡσαύτως μετὰ τὸ οὐδέν, οὐδείς, κτλ. = ἀλλά τοὐναντίον· Οὐώλφ. Λεπτίν. 460. 2· οὕτω καὶ τὰ οὐχ (ἢ μὴ) ὅτι, οὐχ (ἢ μὴ) ὅπως, ἀκολουθοῦνται ὑπὸ τοῦ ἀλλά..., ἀλλά καί..., = οὐ μόνον, ἀλλά... Ἡ πρώτη πρότασις ὡσαύτως ἰσχυροποιεῖται διὰ διαφόρων μορίων, ὡς τοί, ἤτοι, κτλ., καὶ τὸ ἀλλὰ τῇ προσθήκῃ τοῦ γε ἢ ὅμως. - ἰδιάζουσαι χρήσεις τοῦ ἀλλὰ μετὰ ἁπλῶν προτάσεων:
1) ἐν ὑποθετικοῖς λόγοις ἡ ἀπόδοσις συχνάκις ἀντιτίθεται πρὸς τὴν πρότασιν διὰ τοῦ ἀλλά, ἀλλά καί, ἀλλά περ, = ὅμως, ἀκόμη, τοὐλάχιστον, Ἰλ. Α. 281, Ὀδ. Θ. 154, Μ. 349, κτλ.: οὕτω μετὰ τὸ εἴπερ τε..., ἀκολουθεῖ ἀλλά τε..., Ἰλ. Κ. 226, ἀλλά τε καί..., Ἰλ. Α. 82: ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς μετὰ τὸ εἰ..., ἀλλά..., ἢ ἀλλά ... γε, Πλάτ. Φαίδων 91Β, Γοργ. 470D, κτλ.· εἰ καὶ μετέχουσι..., ἀλλ’ οὐ... Ἀριστ. Πολ. 3.11, 12: - σπανιώτερον μετὰ χρονικοὺς συνδέσμους, ὡς ἐπειδή, Ὀδ. Ξ. 151· ἐπεί, Σοφ. Ο. Κ. 241. 2) μεθ’ Ὅμηρον τὸ ἀλλὰ ἐνίοτε προσάπτεται εἰς ἁπλῆν λέξιν· ἀλλὰ νῦν, ἀλλὰ τῷ χρόνῳ, tandem aliquando: ἀλλὰ πράγματι ἡ χρῆσις αὕτη εἶναι ἐλλειπτικὴ καὶ δύναται νὰ ἐξηγηθῇ ἐκ τῶν λεχθέντων ἐν τῷ προηγ. κεφ., ὡς ἐν Σοφ. Ἠλ. 411, ὦ θεοὶ πατρῷοι, συγγένεσθέ γ’ ἀλλὰ νῦν (ὅ ἐ. εἰ μὴ πρότερον, ἀλλὰ νῦν γε), πρβλ. Ἀντ. 552, Ο.Κ. 1276: - ἡ χρῆσις αὕτη εἶναι λίαν συνήθης παρὰ Τραγ., ἴδε Ἐλμσλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 565, Μήδ. 912: - οὕτως, ἐὰν οὖν ἀλλὰ νῦν γ’ ἔτι, δηλ. ἐὰν οὖν [μὴ ἄλλοτε], ἀλλὰ νῦν γε..., = ἐὰν λοιπὸν τώρα τοὐλάχιστον, Δημ. 37, 19: ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. 3) μετὰ ἄρνησιν ὁ ἀλλὰ ἐνίοτε = ἀλλ’ ἢ (ὃ ἴδε) = εἰμή, μόνον, οὔ τί μοι αἴτιος ἄλλος, ἀλλὰ τοκῆε δύω, οὐδεὶς ἄλλος εἰμή... Ὀδ. Θ.312· οὐδέ τις ἄλλη φαίνετο γαιάων, ἀλλ’ οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα, Μ. 404· ἔπαισεν οὔ τις, ἀλλ’ ἐγώ..., Σοφ. Ο. Τ. 1331· ἡδέα... οὐκ ἔστιν ἀλλὰ τούτοις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10.5, 10· πρβλ. τὸ ἐναντίον γενόμενον ἐν τῇ ἀγγλικῇ λέξει but (ἀλλὰ) = be out = ἐκτός: - οὕτω καί, τάφον, οὔκ ἐν ᾧ κεῖνται, μᾶλλον, ἀλλ’ ἐν ᾧ ἡ δόξα κτλ., οὐχὶ τόσον ἐκεῖνον ἐν ᾧ κεῖνται, ὅσον..., Θουκ. 2. 43· οὐχ ὅπλον τὸ πλεῖον, ἀλλὰ δαπάνης, ὁ αὐτ. 1. 83. 4) μετὰ κλητικὴν ὡς τὸ δέ Ι. 5, Πλάτ. Εὐθύφρ. 3C. ΙΙ. πρὸς ἐναντίωσιν ὁλοκλήρων λόγων καὶ κώλων, Λατ. at: 1) συχνάκις ἐπὶ ταχείας μεταβάσεως ἀπὸ ἑνὸς ὑποκειμένου εἰς ἕτερον, ὡς ἐν Ἰλ. Α. 134, 140 κτλ. οὕτω καὶ ἀλλὰ καὶ ὥς, Α. 116· ἀλλ’ οὐδ’ ὥς..., Ὀδ. Α.6: - μεθ’ Ὅμ. ὡσαύτως καὶ ἐπὶ ταχέως γινομένων ἀποκρίσεων καὶ ἐνστάσεων = μάλιστα, ἀλλά..., καλῶς, πλήν..., πρὸ πάντων ἐπὶ ἀρνήσεως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 402, κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ πάντοτε, Πλάτ. Πρωτ. 330B, Γοργ. 449A. Ὁπόταν πολλαὶ ἐνστάσεις ἀκολουθῶσι μετὰ ταχείας διαδοχῆς, τότε καὶ αἱ ἐρωτήσεις καὶ αἱ ἀποκρίσεις εἰσάγονται διὰ τοῦ ἀλλά, ὡς: πότερον ᾔτουν σέ τι...; ἀλλ’ ἀπῄτουν; ἀλλὰ περὶ παιδικῶν μαχόμενος; ἀλλὰ μεθύων ἐπαρῴνησα; Ξεν. Ἀν. 5. 8, 4. (ὁπότε πάντα πλὴν τοῦ πρώτου ἀλλὰ δύνανται νὰ ἑρμηνευθῶσι διὰ τοῦ ἤ)· οὕτως: ἀλλὰ μήν..., ἀκολουθοῦντος τοῦ ἀλλά, Ἀριστ. Πολ. 3. 16, 4 κἑξ.: - ἐπὶ ζωηρῶν ἀποκρίσεων ὁ Πλάτ. συχνάκις μεταχειρίζεται νὴ τοὺς θεοὺς ἀλλά..., μὰ Δί’ ἀλλά..., Γοργ. 481C., Φίλ. 36Α· πρβλ. Ἀλκ. Ι. 110 B καὶ C καὶ ἀλλ.: - Καὶ ὁ Ὅμηρος ἔχει ἀλλὰ ἐν ἀρχῇ ὁμιλίας ἵνα εἰσαγάγῃ γενικήν τινα ἀντίρρησιν, Ὀδ. Δ. 472, πρβλ. Ξεν. Συμπ. ἐν ἀρχῇ. 2) ὁ ἀλλὰ κεῖται παρ’ Ὁμήρ. ἰδίως μετὰ προστακτ. ἢ ὑποτακτ. πρὸς παραίνεσιν, κατάπεισιν, παρόρμησιν, κτλ., ὡς τὸ Λατ. tandem, ἀλλ’ ἴθι, ἀλλ’ ἄγε, ἀλλ’ ἴωμεν, ἀλλὰ πίθεσθε, Ὅμ.: οὕτως, ἀλλ’ ἕρπεθ’ ὡς τάχιστα, Σοφ. Ο. Κ. 1643· πρβλ. Ἀντ. 1029, κτλ.: ἡ κλητ. ἐνίοτε προηγεῖται τοῦ ἀλλά, ὡς: ὦ Φίντις, ἀλλὰ ζεῦξον, Πινδ. Ο. 6. 37, ἴδε ἀνωτ. Ι. 2. 3) συχνάκις τίθεται ὅπως διακοπῇ ὁμιλία τις καὶ παύσῃ ἀποτόμως· ἀλλὰ ταῦτα μὲν τί δεῖ λέγειν, Σοφ. Φ. 11, πρβλ. 756., Τρ. 467, κτλ. 4) οὐκ ὀλίγαι Ἀττικαὶ φράσεις δύνανται νὰ ὑπαχθῶσιν ἐνταῦθα ὡς ἐλλειπτικαί: οὐ μὴν ἀλλά, οὐ μέν τοι ἀλλά..., = δὲν ἔχει (τὸ πρᾶγμα οὕτως), ἀλλά..., οὐχὶ (οὕτως), ἀλλά..., ὁ ἵππος πίπτει καὶ μικροῦ αὐτὸν ἐξετραχήλισεν· οὐ μὴν [ἐξετραχήλισεν], ἀλλ’ ἐπέμεινεν ὁ Κῦρος = ὅμως δὲν [τὸν ἔρριψεν], ἀλλά..., Ξεν. Κύρ. 1, 4, 8· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 173A: - οὕτως, οὐ γὰρ ἀλλἀ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 58, 498: - ἔτι καὶ μετὰ τὸ δέ, ὑμεῖς δέ μ’ ἀλλὰ παιδὶ συμφονεύσατε, Εὐρ. Ἑκ. 391. III. ὁπόταν συνδυάζηται μετ’ ἄλλων μορίων, ἕκαστον αὐτῶν διατηρεῖ τὴν δύναμιν αὑτοῦ καὶ τὴν σημασίαν, ὡς: 1) ἀλλ’ ἄρα, σχεδόν = ἀλλά, ἐπὶ ταχείας μεταβάσεως, Ἰλ. Ζ. 418, Μ. 320· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ἐν χρήσει, ὅπως εἰσαγάγῃ ἀντίρρησιν θεμελιουμένην ἐπί τινος προηγηθέντος, Πλατ. Ἀπολ. 25Α· ὡσαύτως ἐπὶ ἐρωτήσεων, ἀλλ’ ἆρα...; ὁ αὐτ. Πολ. 381Β. 2) ἀλλ’ οὖν = ἀλλ’ ὅμως, ὁπωσδήποτε, Τρόδ. 3. 140, Σοφ. Ἀντ. 84, κτλ.· ὡσαύτως επὶ ὑποχωρήσεως = τότε λοιπόν, Πλάτ. Πρωτ. 310Α· καὶ ἐν τῇ ἀποδόσει = ὁπωσδήποτε ὅμως· ἀλλ’ οὖν γε, Πλάτ. Φαίδων 91Β, πρβλ. Αἰσχίν. 66. 5. 3) ἀλλὰ γάρ, συχνάκις μετ’ ἄλλων παρεμπιπτουσῶν λέξεων = τῷ Λατ. enimvero, = ἀλλὰ τῇ ἀληθείᾳ, ἀλλὰ πράγματι, βεβαίως, ὡς· ἀλλὰ γὰρ Κρέοντα λεύσσω..., παύσω γόους, ἀλλὰ τοῦτο ἀνωμάλως εἶναι τεθειμένον ἀντί: ἀλλά, Κρεόντα γὰρ λεύσσω, παύσω γόους, Εὐρ. Φοίν. 1307· καὶ οὕτως εὑρίσκομεν τὴν σειρὰν τῶν λέξεων ἐν Σοφ. Φ. 81· πρβλ. Ἐλμσλ. Ἡρακλ. 481, Μήδ. 1035, ἀλλὰ τὸ ῥῆμα τὸ μετὰ τοῦ ἀλλὰ συχνάκις παραλείπεται, Ἡρόδ. 8.8, Αἰσχύλ. Πρ. 941· αὕτη ἡ χρῆσις ἐν ἀποφατικῇ μορφῇ ἀλλ’ οὐ γάρ, εἶναι παλαιοτέρα, Ἰλ. Η. 242, Ὀδ. Ξ. 355, καὶ ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 1409: - ὡσαύτως ἀλλὰ γὰρ δή, ἀλλὰ γάρ τοι, Σοφ. Αἴ. 167, Φ. 81· ἴδε οὐ γὰρ ἀλλά. 4) ἀλλ’ εἰ...; = ἀλλὰ τί θὰ γείνῃ, ἐάν...; Ἰλ. Π. 559. 5) ἀλλ’ ἦ ἐν ἐρωτήσεσιν = Λατ. an vero? ergo? Σοφ. Ἠλ. 879· ἀλλ’ ἦ, τὸ λεγόμενον, κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν; Πλάτ. Γοργ. 447Α, πρβλ. Πρωτ. 309C. Ἐλμσλ. Ἡρακλ. 426, πρβλ. ἀλλ’ ἢ (ἐν τῷ ἄρθρῳ τούτῳ). 6) ἀλλὰ ἀκολουθεῖται ὑπὸ πολλῶν λέξεων, αἵτινες ἁπλῶς ἰσχυροποιοῦσιν αὐτόν· ὡς ἀλλ’ ἤτοι, Ὁμ., ἀλλά τοι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 795, κτλ., ἀλλὰ μέντοι, ἀλλὰ μήν, ἴδε ἐν λ. μήν ΙΙ. 3· ἀλλά ... γε παραχωρητικός, ἀλλ’ ἔμοιγε ... φαίνεται, Πλάτ. Θεαίτ. 157D· οὕτως, ἀλλὰ δή, μάλιστα μετ’ ἄλλων λέξεων παρεμπιπτουσῶν, Σοφ. Αἴ. 1271, Ο. Κ. 586, κτλ.· ἀλλὰ μὲν δὴ καὶ αὐτός, Πλάτ. Θεαίτ. 143Β.

English (Autenrieth)

see (1) ὁ.—(2) τίς.—(3) τὶς.

English (Strong)

properly, the genitive case of ὁ; sometimes used for τούτου; of this person: his.