τριετία
English (LSJ)
ἡ, period of three years, Plu.CG2; κατὰ τ. Thphr. CP 1.20.4, Arg. ii D.22, cf. Dsc. 1 Prooemia 8, PAmh.2.1co.7 (ii/iii A. D.), etc.; ἐς τ. Luc.Alex.41.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
durée de trois ans.
Étymologie: τριετής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριετία -ας, ἡ [τριέτης] periode van drie jaar.
German (Pape)
ἡ, Zeit von drei Jahren, Sp., wie Plut. Demetr. et Ant. 6.
Russian (Dvoretsky)
τριετία: ἡ трехлетие Dem., Plut., Luc.
English (Strong)
from a compound of τρεῖς and ἔτος; a three years' period (triennium): space of three years.
English (Thayer)
τριετίας, ἡ (τρεῖς and ἔτος), a space of three years: Theophrastus, Plutarch, Artemidorus Daldianus, oneir. 4,1; others.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τριετής
χρονική περίοδος τριών ετών.
Greek (Liddell-Scott)
τριετία: ἡ, χρονικὴ περίοδος τριῶν ἐτῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 20, 4, Ὑπόθεσις Δημοσθ. 589, ἐν τέλ.· (κοινῶς τριέτειαν)· κατὰ τρ. Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐς τρ. Λουκ. Ἀλέξ. 41.
Chinese
原文音譯:triet⋯a 特里-誒提阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:三-年
字義溯源:三年之久,三年的時期,三年;由(τρεῖς / Τρεῖς ταβέρναι)*=三)與(ἔτος)*=年)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 三年(1) 徒20:31