χολή

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολή Medium diacritics: χολή Low diacritics: χολή Capitals: ΧΟΛΗ
Transliteration A: cholḗ Transliteration B: cholē Transliteration C: choli Beta Code: xolh/

English (LSJ)

ἡ,
A gall, bile, Archil.131, A.Ch.184, E.Fr.682, Th.2.49, etc.; χ. μέλαινα black, i.e. diseased, bile, Hp.Aph.4.23, Pl.Ti.83c (but, = μελαγχολία, Men.Epit.459); ξανθὴ χ. Hp.VM19; πυρρά Gal.15.658; χολὴν ἐμεῖν, βῆξαι, Nicopho 12, Herod.3.70 (prob. l.): prov., πικρῷ πικρὰν κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν S.Fr.854; πικρότερ' αὐτῆς τῆς χ. Alex. 16.12; χολῇ ἀλείφειν, prov. of giving one a disgust for a thing, from the custom of mothers putting gall to the nipple when the child was to be weaned, Diph.74.
2 pl. χολαί, gall-bladder, S.Ant. 1010; called δοχαὶ χολῆς, E.El.828; also in sg., A.Pr.495; χολὴν τῶν ζῴων τὰ μὲν ἔχει τὰ δ' οὐκ ἔχει Arist.HA506a20, cf. PA 677b11.
3 metaph. (mostly in Poets) like χόλος (q.v.), bile, gall, i.e. bitter anger, wrath, Ar.Pax66; ἢ γυναιξὶν οὐκ οἴει χολὴν ἐνεῖναι; Id.Lys.465; οὐδεὶς χολὴν οὐδ' ὀργὴν ἔχων φανήσεται D.25.27; πάνυ ἐστ' ἤδη χ. stirs my bile, makes me sick, Ar.Ra.4; ἐπιζεῖ χ. the bile boils over, Id.Th.468; χολὴν κινεῖν Id.V.403, cf. Pherecr. 69.
II ink of the cuttlefish, Nic.Al.473, Th.561.
III in LXX = Hebr. rôsh (רושׁ or ראשׁ), a poisonous plant, variously called hemlock or poppy (also translated as ἄγρωστις and πικρία), Ps.68(69).22, Je.8.14.
IV serpent's venom, χ. ἀσπίδος ib.Jb.20.14; of the hydra's venom, Apollod.2.5.2, D.S. 4.11.
V bitter drink, Ev.Matt.27.34. (With χολή, χόλος, cf. Lat. fel, ONorse gall, etc., 'bile, gall':—prob. the name is derived from the colour of bile, and is cogn. with Lat. (h) olus, helvus, Germ. gelb 'yellow', perhaps also χλόη.)

German (Pape)

[Seite 1363] ἡ, = χόλος, die Galle; zuerst bei Archiloch. 48; Aesch. Prom. 493 Ch. 182; μετάρσιοι χολαὶ διεσπείροντο Soph. Ant. 997; Thuc. 2, 49; Plat. Rep. VIII, 564 b u. sonst; übrtr., Zorn, Haß, δαίμονος χολῇ βαρείᾳ δυστυχῶς πεπληγμένοι Aesch. Ag. 1645; Widerwillen, πάνυ ἐστί μοι χολή, es ist mir ganz zum Ekel, Ar. Ran. 4; χολὴ ἐπιζεῖ, die Galle läuft über, Th. 468; χολὴν κινεῖν τινι, die Galle Einem aufregen, Vesp. 403; γυναιξὶ ἔνεστι χολή Lys. 465; οὐδεὶς ὑμῶν χολὴν οὐδ' ὀργὴν ἔχων φανήσεται Dem. 25, 27. – Bei Nic. Al. 472 der Saft des Tintenfisches.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 bile, fiel ; fig. colère, haine ; χολὴν ἔχειν, avoir de la bile, être irascible ou irrité : χολὴν ἐμεῖν PLUT vomir sa bile, càd être médisant, tenir de méchants propos ; πάνυ ἐστί μοι χολή AR cela me donne du dégoût, m'est insupportable;
2 vésicule du fiel.
Étymologie: R. Χαρ, Χαλ, briller ; cf. χόλος, χλόη, χλωρός ; lat. fel, cf. fulvus, helvus, gilvus.

Russian (Dvoretsky)

χολή:
1 желчь Trag., Thuc., Plat.: δοχαὶ χολῆς Eur. желчный пузырь;
2 тж. pl. желчный пузырь Aesch., Soph., Arst.;
3 желчь, раздражение, злоба, Aesch., Dem.; ἡ χ. ἐπιζεῖ Arph. злоба кипит; πάνυ ἐστὶ χ. Arph. это очень раздражает; κινεῖν τὴν χολήν Arph. вызывать раздражение; χολὴν ἐμεῖν Plut. изрыгать желчь, т. е. говорить с величайшим гневом;
4 яд (τῆς ὕδρας Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

χολή: ἡ, τὸ γνωστὸν ἐν τῇ τοῦ ἥπατος κύστει ὑγρόν, Ἀρχίλ. 118, Αἰσχύλ. Χο. 182, Σοφ. Ἀποσπ. 733, Εὐρ., Θουκ. 2. 49, κλπ. ἴδε Foës Oec. Hipp.· χ. μέλαινα, μαύρη, δηλ. νοσώδης χολή, Ἱππ. Ἄφορ. 1249, πρβλ. Πλουτ. Τιμ. 83C· ξανθή χ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· πυρρὰ Γαλην.· χολὴν ἐμεῖν Νικοφῶν ἐν «Σειρῆσι» 1· ― παροιμ., πικρὰν χολὴν κλύζουσι φαρμάκῳ πικρῷ Σοφ. Ἀποσπ. 733· ταῦτ’ οὐχὶ πικρότερ’ ἐστὶν αὐτῆς τῆς χολῆς; Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 2. 12· χολῇ ἀλείφειν, παροιμ. ἐπὶ τῶν κινούντων τὴν ἀντιπάθειάν τινος πρός τι, ἐκ τῆς συνηθείας τῶν μητέρων αἵτινες ἤλειφον διὰ χολῆς τὰς θηλὰς τῶν μαστῶν ὅτε ἤθελον νὰ ἀπογαλακτίσωσι τὰ τέκνα, Δίφιλος ἐν «Συνωρίδι», 2. 2) πληθ. χολαί, ἡ χοληδόχος κύστις, Σοφ. Ἀντιγ. 1010· καλεῖται καὶ δοχαὶ χολῆς παρ’ Εὐρ. Ἠλ. 828· τὸ ἑνικ. χολὴ κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Αἰσχύλ. Πρ. 495, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 9, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ π. Ζ. Μορ. 4, 2, 2, ζῷα οὐκ ἔχοντα χολήν, νοοῦνται φανερῶς ζῷα, στερούμενα τῆς χοληδόχου κύστεως, νεώτεροι δὲ ἀνατομικοὶ εὗρον τὰ μνημονευόμενα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοτέλους ζῷα ὡς ἄχολα πράγματι ὡς ὄντα τοιαῦτα, πρβλ. ἐπίχολος. 3) μεταφορ. παρὰ ποιηταῖς, ὡς τὸ χόλος (ὃ ἴδε), Λατ. bilis, πικρία διαθέσεως, ὀργή, θυμός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1660, Ἀριστοφ. Εἰρ. 66· ἢ δοκεῖς γυναιξὶν οὐ χολὴν ἐνεῖναι ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 464· οὐδεὶς χολὴν οὐδ’ ὀργὴν ἔχων φανήσεται Δημ. 778. 8· πάνυ ἐστί μοι χολή, ἀνακινεῖ τὴν ὀργήν μου, μὲ ταράττει, Ἀριστοφ. Ὄρν. 4· χολὴ ἐπιζεῖ, ἀναβράζει, πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου bite tumet jecur, Ἀριστοφ. Θεσμ. 468· χολὴν κινεῖν τινι ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 403, πρβλ. Φερεκράτην ἐν «Κοριαννοῖ» 3. ΙΙ. τὸ μέλαν τῆς σηπίας ὑγρόν, ὁ θόλος, Νικ. Ἄλεξ. 473 Θηρ. 561. ΙΙΙ. οἱ Ἑβδ. διὰ τῆς λέξεως ταύτης μεταφράζουσι τὸ Ἑβρ. rôsh, δηλητηριῶδες φυτόν, διαφόρως ἑρμηνευόμενον, Ψαλμ. ΞΙΙ΄, 22, Ἱερ. Η΄, 14· πρβλ. ῥίζα πικρίας Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιβ΄, 15, (Πρὸς τὰ χολή, χόλος, πρβλ. Λατ. fel· Ἀρχ. Σκανδ. gall, Ἀγγλο-Σαξ. geall-a, Ἀρχ. Γερμ. gall-â (gall)· Σλαυ. zlû-ci· ― πιθανῶς ἡ λέξις παρήχθη ἐκ τοῦ χρώματος τοῦ ὑγροῦ, καὶ χολὴ σχετίζεται πρὸς τὰ χλόη, χλωρός, ὑποπράσινος· ― ἡ σχέσις τοῦ Λατ. bilis εἶναι ἀμφίβολος, ἴδε Κούρτ. ἀρ. 200.)

Spanish

hiel

English (Strong)

feminine of an equivalent perhaps akin to the same as Χλόη (from the greenish hue); "gall" or bile, i.e. (by analogy) poison or an anodyne (wormwood, poppy, etc.): gall.

English (Thayer)

χολῆς, ἡ (equivalent to χόλος, from χέω to pour out (now thought to be connected with χλόη, χλωρός, etc. 'yellowish green'; cf. Curtius, § 200; Vanicek, p. 247)), first found in Archilochus (799-700 B.C.>8th century B.C.), afterward in Aeschylus and following.
1. bile, gall: Sept. B. D., under the word Gall); πικρία); for מְרֵרָה, לַעֲנָה, wormwood, myrrh, on account of σμυρνίζω, 2; (B. D. as above).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. φυσιολ. υγρό που εκκρίνεται από το ήπαρ και οδηγείται διά μέσου τών χοληφόρων οδών στο δωδεκαδάκτυλο, έχει πράσινο ή χρυσοκίτρινο χρώμα και συμβάλλει κυρίως στην πέψη
2. η κύστη που περιέχει αυτό το υγρό, η χοληδόχος κύστη (α. «μού έσπασες τη χολή» β. «ζῷα οὐκ ἔχοντα χολήν» — ζώα που στερούνται χοληδόχου κύστεως, Αριστοτ.)
3. μτφ. πικρία, λύπη ή οργή, θυμός (α. «όσες γλυκάδες και χαρές μάς περιχύν' ο ερχομός, τόσες πικράδες και χολές μάς δίν' ο μαύρος χωρισμός», Βιζυην.
β. «οὐδεὶς χολὴν οὐδ' ὀργὴν ἔχων φανήσεται», Δημοσθ.)
4. φρ. «μέλαινα χολή» — ένας από τους τέσσερεις βασικούς χυμούς που ο Ιπποκράτης και ο Γαληνός θεωρούσαν ότι περιέχεται στον σπλήνα και αποτελεί το αίτιο της μελαγχολίας
νεοελλ.
1. φρ. α) «μέ πότισε χολή» — μέ καταπίκρανε
β) «τα λόγια του στάζουν χολή» — είναι δηκτικότατος
γ) «δεν έχει χολή μέσα του» — δεν έχει θυμό και κακία, είναι ήπιος και καλός
δ) «μού φέρε τη χολή στα μάτια» — μέ εξόργισε, έγινε ανυπόφoρος
ε) «έχυσε τη χολή του» — εκδήλωσε την πικρία ή την κακία του
στ) «έσπασε η χολή του» — κατατρόμαξε
2. παροιμ. α) «έχουν τ' αντρόγυνα χολή, έχουν τ' αδέλφια αμάχη» — μεταξύ συγγενών δεν διαρκεί η έχθρα
β) «αντί του μάννα, χολή» — λέγεται για αχάριστους ανθρώπους
αρχ.
1. το μαύρο υγρό της σουπιάς, το μελάνι
2. (στην Αγία Γραφή) πιθ. είδος δηλητηριώδους φυτού («ἐπότισεν ἡμᾶς ὕδωρ χολῆς», ΠΔ)
3. παροιμ. «χολῇ ἀλείφειν» — λεγόταν για άτομα που κινούν την αντιπάθεια κάποιου για κάτι, επειδή οι μητέρες, όταν ήθελαν να απογαλακτίσουν τα μωρά, άλειβαν τις θηλές τών μαστών με χολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. χόλος και χολή ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ghel- με -σημ. «λάμπω, ακτινοβολώ» και «πράσινος, κίτρινος, γαλάζιος», εντάσσονται δηλαδή στην ευρύτατη αυτή οικογένεια λ., η οποία, με αφετηρία μια σημ. σχετική με τη φρέσκια, πλούσια, ζωηρή βλάστηση, έλαβε και τη σημ. «πράσινος» και στη συνέχεια «ανοιχτός πράσινος, κιτρινωπός» (από όπου και η σημ. «χολή», λόγω του χρώματός της). Στην ίδια ρίζα ανάγονται και οι τ. χλαμυρίς, χλόη, χλωρός (για τα σχετικά με τη σημασιολογική εξέλιξη τών τ. προβλήματα, βλ. λ. χλόη, χλωρός). Οι τ. χόλος και χολή μπορούν να συνδεθούν με τ. τών άλλων ΙΕ γλωσσών —σχηματισμένους από διαφορετικές μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας και με ποικίλα επιθήματα— με σημ. «χολή» και «κιτρινωπός» (πρβλ. αρχ. ισλανδ. gall «χολή, δηλητήριο», αρχ. άνω γερμ. gelo «κιτρινοπράσινος», galla «χολή», γερμ. Galle «χολή», αγγλ. gall «χολή», λατ. fel «χολή», αβεστ. zāra- «χολή»), καθώς και με τ. που χρησιμοποιούνται για τον χρυσό (πρβλ. αρχ. ινδ. hiranya-, αβεστ. zaranya-, αρχ. άνω γερμ. gold, γερμ. Gold, αγγλ. gold). Οι τ. χόλος και χολή πολύ νωρίς διαφοροποιήθηκαν σημασιολογικώς και ο μεν τ. χολή χρησιμοποιήθηκε κυρίως στο ιατρικό λεξιλόγιο, ενώ ο τ. χόλος εξέφρασε τις σημ. της οργής, του θυμού, της αγανάκτησης (για τη χρησιμοποίηση λ. που αναφέρονται σε εσωτερικές λειτουργίες του οργανισμού για να εκφραστούν ψυχολογικές διαθέσεις βλ. λ. μελαγχολία). Τέλος, το ζεύγος χόλος, χολή μαζί με το σιγμόληκτο ουδ. της Λατινικής (h)olus «λάχανο» (για τη σημασιολογική σχέση τών τ. πρβλ. το ομόρριζο χλόη) θα μπορούσε να παραβληθεί με το σχήμα: γόνος, γονή, γένος.
ΠΑΡ. (τών χολή/χόλος): χολικός, χολώδης, χολώ(νω)
αρχ.
χολαῖος, χολήϊος, χόλιον, χολόεις, χολῶ (Ι), χολωτός
νεοελλ.
χολιάζω, χολιάρης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χολαγωγός, χολοδόχος, χολοειδής
αρχ.
χοληγός, χολοβαφής, χολοποιός
νεοελλ.
χολαιμία, χοληστερίνη, χοληφόρος, χολοκύστη, χολόλιθος, χολομανώ, χολοπεπτικός, χολορραγία, χολόρροια, χολοσκά(ζ)ω, χολόσταση, χολοταράζομαι, χολουρία. (Β' συνθετικό) άχολος, οξύχολος, πικρόχολος
αρχ.
ακράχολος, ακρητόχολος, απικρόχολος, γλισχρόχολος, διάχολος, δίχολος, εγκρασίχολος, επίχολος, ζάχολος, κατάχολος, κρυψίχολος, μελάγχολος, ξανθόχολος, περίχολος, υδατόχολος, υπέρχολος, υπόχολος
νεοελλ.
αψίχολος, κακόχολος].

Greek Monotonic

χολή: ἡ,
I. 1. χολή, υγρό χολής, σε Αισχύλ., Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
2. σε πληθ., χολαί, χοληδόχος κύστη, σε Σοφ.· δοχαὶ χολῆς, σε Ευρ.· ομοίως, σε ενικ., σε Αισχύλ.
II. μεταφ., όπως το χόλος, Λατ. bilis, χολή, υγρό χολής, δηλ. πικρός θυμός, οργή, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.· πάνυ ἐστί μοι χολή, αναταράσσεται η χολή μου, με τρελαίνει, ανακατεύομαι, σε Αριστοφ.· χολὴν κινεῖν τινι, στον ίδ.

Middle Liddell

χολη, ἡ,
I. gall, bile, Aesch., Eur., Thuc., etc.
2. pl. χολαί, the gall-bladder, Soph.; called δοχαὶ χολῆς in Eur.;—so in sg., Aesch.
II. metaph., like χόλος, Lat. bilis, bile, gall, i. e. bitter anger, wrath, Aesch., Ar., etc.; πάνυ ἐστί μοι χολή stirs my bile, makes me sick, Ar.; χολὴν κινεῖν τινι Ar.

Frisk Etymology German

χολή: {kholḗ}
Meaning: Galle, auch übertr. (meist poet.) bittrer Haß, Zorn (ion. att.), auch von der Aussonderung des Tintenfisches (Nik.).
Composita: Vereinzelt als Vorderglied, z. B. χοληδόχος Galle aufnehmend, (κύστις) ~ Gallenblase (sp. Mediz.), χολόβαφος (Arist.), auch χολοίβαφος (Nik.; metr., Schwyzer 452 A. 5) ‘in Galle ge- taucht, goldgelb’, wohl auch, obgleich semantisch unklar, χολέδρα f. Dachrinne, Rinne (Eratosth., Ph. Bel.). Oft als Hinterglied, z.B. μελάγχολος schwarze Galle enthaltend (S.) mit -χολίαι pl., -ίη sg. f. "Schwarzgalligkeit", Gallsucht, Schwermut, düsterer Wahnsinn, Melancholie (Hp., Ti. Lokr. u.a.), -χολάω schwermütig, wahnsinnig sein (att.), zur Sache Müri Mus.Helv. 10, 21 ff.; zu ἀκράχολος s. bes.
Derivative: Davon 1. Demin. χόλιον n. (M. Ant.; wohl hypokoristischverächtlich). 2. Adj. χολώδης voll Galle, gallig (Hp., Pl., Arist. usw.), auch zornig (Luk. u.a.; auch auf χόλος beziehbar), -όεις gallig (Nik., Opp.), -ικός ib. (Plu.), -αῖος ib. (Suid.). 3. Verb: χολάω, auch m. ἐκ-, ὑπερ-, voll Galle sein, rasen, zürnen (Hp., Kom., LXX u.a.), χολαίνω ib. (Aesop., v.l.), ἐκχολίζω die Galle entfernen (Gp., v.l.). — Daneben χόλος m. bittrer Haß, Zorn (ep. poet. seit Il., auch Hdt. u. sp. Prosa), ganz vereinzelt Galle (P 203). Davon χολωτός zornig (Hom.; Ammann Μν. χάριν 21 f.), -ιος zürnend (AP). An χολωτός schließt sich eine Reihe Verbalformen: χολωθῆναι, -σασθαι. -σομαι, κεχόλωμαι, -μένος, -σομαι, wozu Präs. χολοῦμαι zornig werden, zürnen, grollen; auch Akt. χολῶσαι, -σέμεν zornig machen, erzürnen (Hom., auch Hes., Pi., Trag.); s. Wackernagel Unt. 130, Chantraine Grannn. hom. 1, 364. — Davon unabhängig in der Sprache der Mediziner, mit Anknüpfung an χολή: χολόομαι, selten -όω, meist mit ἐκ-, ἐπι- (: ἐπίχολος). in Galle übergehen, in Galle verwandeln (Gal., Alex. Aphr. u.a.).
Etymology: Sowohl χολή wie χόλος sind der Form nach primäre Nomina; dazu lat. helus, (h)olus n. Grünzeug, Gemüse wie γονή: γόνος: γένος. Auszugehen ist somit von einem verlorengegangen nen primären Verb, das sich wohl ursprünglich auf die keimende und sprossende Vegetation mit ihrer hellgrünen Farbe bezog (wie ahd. gruoni grün zu gruoen keimen, grünen, lat. vīridis zu vīreō), aber auch von anderen, durch eine ähnliche Farbe gekennzeichneten Gegenständen, z.B. der Galle, gebraucht wurde: aw. zāra- m. (= χόλος?; nicht ganz sicher), germ., z.B. awno. gall n. Galle, Gift, asächs. und ahd. galla f. (urg. *galla-, *gallō(n)-; aus idg. *ĝhol-n-?), aksl. zlьčь, wohl auch lat. fel, fellis n. ib. (-ll- < -ln-?; wegen f- dann dialektisch; anders W.-Hofmann s.v.). Aus diesen konkreten Gebrauchsweisen entstand ein allgemeines Farbenadj. hellgrün, grüngelb, gelblich, das in mehreren Varianten vorliegt, z.B. aind. hári- = aw. zairi- (idg. *ĝheli- od. *ĝholi-), lat. helvus honiggelb = lit. žel̃vas grünlich, gelblich (< *ĝhe-lu̯os), germ., z.B. ahd. gelo gelb (urg. *gelu̯a- < idg. *ĝhelu̯os), awno. gulr ib. (urg. *gula- < idg. *ĝhl̥los) u.a.m. Dazu das Wort für Gold, ebenfalls in wechselnder Form: aind. híraṇya- = aw. zaranya- n., germ., z.B. got. gulþ, ahd. gold n. (urg. *gulþa- < idg. *ĝhl̥-to-), slav., z.B. aksl. zlato, russ. zóloto (idg. *ĝhol-to-). — Weitere Formen, für das Griech. ohne direktes Interesse, mit reicher Lit. bei WP. 1, 624ff. und Pok. 429ff. (mit z.T. ungesichtetem. Material), W.-Hofmann s. fel; dazu noch Specht Ursprung 120 (Theorien über die Stammbildung) und Crepajac KZ 8L 181 ff. (mit ganz hypothetischen oder unannehmbaren Kombinationen). S. auch χλόη und χολέρα.
Page 2,1109-1110

Chinese

原文音譯:col» 何累
詞類次數:名詞(2)
原文字根:膽汁 相當於: (רֹאשׁ‎)
字義溯源:膽*,膽汁,苦膽;或源自(Χλόη)=綠*)比較: (ἀψίνθιον / ἄψινθος)=茵陳
同源字:1) (χολάω)發脾氣 2) (χολή)膽
出現次數:總共(2);太(1);徒(1)
譯字彙編
1) 膽(1) 徒8:23;
2) 苦膽(1) 太27:34

English (Woodhouse)

anger, bile

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EN

In vertebrates, the gallbladder is a small hollow organ where bile is stored and concentrated before it is released into the small intestine. In humans, the pear-shaped gallbladder lies beneath the liver, although the structure and position of the gallbladder can vary significantly among animal species. It receives and stores bile, produced by the liver, via the common hepatic duct, and releases it via the common bile duct into the duodenum, where the bile helps in the digestion of fats.

Mantoulidis Etymological

Παράγεται ἀπό τό χρῶμα τοῦ ὑγροῦ πού εἶναι ὑποπράσινο καί σχετίζεται μέ τά: χλόη, χλωρός. Παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα: χολάς πληθ. χολάδες (=ἐντόσθια), χολέρα, χόλιξ πληθ. χόλικες (=ἔντερα), χολικός, χόλος (=θυμός), χολάω -ῶ (=εἶμαι μελαγχολικός), χολόω -ῶ (=ὀργίζω), χολοῦμαι (=ὀργίζομαι), χολώδης, χολωτός, μελάγχολος, ον < μέλας + χολή.

Léxico de magia

hiel de hombre, como nombre secreto χ. ἀνθρώπου· βύνεως χυλός hiel de hombre es jugo de nabo P XII 424 de animal: cabra χολὴν αἴγειαν μετὰ ὕδατος μεταμείξας σκόρπισον mezcla hiel de cabra con agua y haz una aspersión P VII 150 jabalí φιλτροκατάδεσμος αἰώνιος· χολῆς κάπρου, ἁλὸς ἀμμωνιακοῦ fórmula amorosa de eterna eficacia: hiel de jabalí, sal amónica P VII 191 lechuza λαβὼν δὲ μετὰ ταῦτα νυκτικόρακος χολὴν, ἀπ' αὐτῆς ἐγχρίου πτερῷ ἴβεως τοὺς ὀφθαλμούς σου toma después de esto hiel de una lechuza y úngete los ojos con el ala de un ibis P IV 46 torpedo λαβὼν ᾠὸν κορώνης καὶ κορωνοποδίου βοτάνης χυλὸν καὶ χολὴν νάρκας ποταμίας τρῖψον μετὰ μέλιτος toma un huevo de corneja, jugo de la planta «cuerno de ciervo» y la hiel de un torpedo de río y machácalo con miel P XXXVI 284

Lexicon Thucydideum

bilis, bile, anger, 2.49.3.

Translations

bile

Aklanon: apdo'; Albanian: vrer; Amharic: አሞት; Arabic: صَفْرَاء; Argobba: መራሬ; Armenian: լեղի, մաղձ; Aromanian: heari; Assamese: পিত; Asturian: felén, fiel; Azerbaijani: öd, səfra; Bashkir: үт; Basque: behazun; Belarusian: жоўць; Bulgarian: жлъчка, жлъч; Burmese: သည်းခြေ; Catalan: bilis, fel; Cebuano: apdo; Chinese Mandarin: 膽汁, 胆汁; Chuvash: ват; Crimean Tatar: öt; Czech: žluč; Dalmatian: fial; Danish: galde; Dutch: gal; Esperanto: galo; Estonian: sapp; Faroese: gall; Finnish: sappi; French: bile, fiel; Friulian: fêl; Galician: fel, bile; Ge'ez: ሐሞት; Georgian: ნაღველი; German: Galle; Greek: χολή; Ancient Greek: χολή; Hebrew: מרה; Hindi: पित्त; Hungarian: epe; Icelandic: gall; Indonesian: empedu; Irish: domlas; Italian: fiele; Japanese: 胆汁; Javanese: peru; Kapampangan: atdu; Kazakh: өт; Korean: 쓸개즙; Kurdish Northern Kurdish: zerav; Kyrgyz: өт; Latin: bilis, fel; Latvian: žults; Lithuanian: tulži̇̀s; Macedonian: жолчка; Malay: hempedu; Malayalam: പിത്തം; Mansaka: apdo; Maori: waiate; Mingrelian: ნაღმელი; Mongolian: цөс; Nanai: силтэ; Navajo: łitsoii, atłʼizh; Neapolitan: fèle; Norwegian Bokmål: galle; Nynorsk: galle; Occitan: fèl; Old Church Slavonic: зльчь; Old English: ġealla; Old Turkic: 𐰇𐰓; Olukumi: rírorò; Ossetian: маст; Ottoman Turkish: اود, صفرا; Persian: زرداب, زهره, صفرا; Plautdietsch: Gaul; Polish: żółć; Portuguese: fel, bile, bílis; Romanian: bilă, fiere; Russian: желчь, жёлчь; Sanskrit: अग्नि, पित्त; Serbo-Croatian Cyrillic: жуч; Roman: žuč; Shan: ၼမ်ႉလီ; Sicilian: feli; Slovak: žlč; Slovene: žolč; Sorbian Lower Sorbian: žołc; Upper Sorbian: žołč; Spanish: bilis, hiel; Svan: ნანღველ; Swahili: nyongo; Swedish: galla; Tagalog: apdo; Tamil: பித்தநீர், பிச்சு; Tatar: үт; Tausug: apdu; Telugu: పైత్యరసము; Tetum: horun; Thai: น้ำดี; Tocharian B: pit; Turkish: öd, safra; Ukrainian: жовч; Urdu: پت; Uzbek: oʻt; Venetian: fiel; Vietnamese: mật; Volapük: bil; Welsh: bustl; Western Bukidnon Manobo: epezu; Yiddish: גאַל; Yoruba: òróòro

gallbladder

af: galblaas; arc: ܡܪܪܬܐ; ar: مرارة; arz: مراره; az: öd kisəsi; bg: жлъчен мехур; bn: পিত্তাশয়; bs: žučni mjehur; ca: vesícula biliar; cdo: dāng-nòng; cs: žlučník; cy: coden fustl; da: galdeblære; de: Gallenblase; dv: ފިތް; el: χοληδόχος κύστη; en: gallbladder; eo: gala veziko; es: vesícula biliar; et: sapipõis; eu: behazun xixku; fa: کیسه صفرا; fi: sappirakko; fr: vésicule biliaire; ga: máilín domlais; gl: vesícula biliar; gu: પિત્તાશય; he: כיס המרה; hi: पित्ताशय; hr: žučnjak; hu: epehólyag; hy: լեղապարկ; hyw: լեղուց; id: kantung empedu; is: gallblaðra; it: cistifellea; ja: 胆嚢; jv: kantung empedu; ka: ნაღვლის ბუშტი; kk: өтқап; kn: ಪಿತ್ತಕೋಶ; ko: 쓸개; ku: zeravdank; ky: өт баштыгы; la: vesica biliaris; li: galblaos; lmo: fel; lt: tulžies pūslė; lv: žultspūslis; mk: жолчка; ml: പിത്താശയം; mr: पित्ताशय; ms: pundi hempedu; mt: marrara; nl: galblaas; nn: galleblære; no: galleblære; or: ପିତ୍ତକୋଷ; pl: pęcherzyk żółciowy; ps: تريخی; pt: vesícula biliar; ro: vezică biliară; ru: жёлчный пузырь; sc: buscica de su fele; sh: žučni mjehur; simple: gall bladder; sk: žlčník; sl: žolčnik; sn: chanduru; sr: жучна кеса; su: hampru; sv: gallblåsa; sw: kifuko cha nyongo; ta: பித்தப்பை; te: పిత్తాశయము; th: ถุงน้ำดี; tl: apdo; tr: safra kesesi; tt: үт куыгы; ug: ئۆت خالتىسى; uk: жовчний міхур; uz: safro; vi: túi mật; war: apdo; wuu: 胆囊; yi: גאלבלאז; za: mbei; zh_yue: 膽; zh: 胆囊

anger

Afrikaans: drif, toorn, kwaadheid; Aghwan: 𐔼𐕔𐕒𐕡𐕎; Albanian: inat, zemërim, mëri, mnia; Amharic: ቁጣ; Arabic: غَضَب‎; Egyptian Arabic: نرفزه‎; Argobba: ቁሻ; Armenian: զայրույթ, բարկություն, ջղայինություն; Assamese: খং; Avar: цим; Azerbaijani: hirs, hiddət, qeyz, qəzəb; Bashkir: асыу; Basque: haserre; Belarusian: гнеў, злосць; Bengali: রাগ; Bikol Central: dagit; Bulgarian: гняв, яд; Catalan: ira, còlera, ràbia, enfat, enuig; Cebuano: kasuko, kapungot; Chinese Mandarin: 發怒/发怒, 忿怒, 火氣/火气, 怒氣/怒气; Cornish: anger, coler, sorr; Czech: vztek, hněv, zlost; Danish: vrede; Dutch: boosheid, woede; Esperanto: kolero; Estonian: viha; Ewe: dzibibi, dzikukpɔkpɔ; Finnish: viha, suuttumus; French: colère, ire, courroux, rage, fureur; Galician: cabuxo, oura, carraxe, asaño, refusía, rebinxe; Georgian: ბრაზი, წყრომა; German: Ärger, Zorn, Wut, Groll, Ingrimm, Grimm, Furor, Jähzorn; Greek: οργή, θυμός, τσαντίλα; Ancient Greek: ἀνυπερθεσία, ἀποθηρίωσις, δυσχερασμός, δυσχέρεια, ἐγκότησις, ἐνθύμιον, θυμός, κότος, μελαγχολία, μελαγχολίη, μένος, μηνίαμα, μήνιμα, μῆνις, μήνισμα, ὀργά, ὀργή, παροργισμός, σκυσμός, χολή, χόλος, ὠδυσίη; Haitian Creole: kòlè; Hebrew: כַּעַס‎; Hindi: क्रोध, ग़ुस्सा; Hittite: 𒋼𒀀𒁲𒈪𒅀𒊍; Hungarian: harag, düh; Icelandic: reiði; Ido: iraco; Indonesian: amarah; Irish: fearg; Old Irish: ferg; Italian: ira, rabbia, collera; Japanese: 怒り, 忿怒, 怒気; Kannada: ಕೋಪ; Kazakh: ашу, қаһар, зығырдан, зығыр; Khmer: កំហឹង; Korean: 성, 분노(憤怒); Kurdish Central Kurdish: تووڕەیی‎; Kyrgyz: ачуу, каар; Ladin: sënn; Latgalian: sirdeigums, sirdeiba, dusme, špetneiba; Latin: ira; Latvian: piktums, dusmas; Lithuanian: pyktis; Luxembourgish: Ierger; Macedonian: лутина, гнев; Malay: kemarahan; Malayalam: ദേഷ്യം, കോപം, ക്രോധം; Maori: whakatuma, hīnawanawa, hīkaka; Middle English: anger; Mongolian Cyrillic: уур хилэн; Neapolitan: raggia; Nepali: रिस; Norwegian: sinne; Occitan: ira, colèra, ràbia; Old Church Slavonic Cyrillic: гнѣвъ; Old English: ierre; Old French: ire; Oromo: aarii; Ottoman Turkish: اوفكه‎; Persian: خشم‎, غضب‎; Plautdietsch: Spiet; Polish: złość, gniew, wkurw; Portuguese: raiva, ira; Quechua: phiña; Romanian: furie, mânie, enervare; Russian: гнев, злость, злоба; Sanskrit: कोप, क्रोध, इरस्; Scots: angir; Scottish Gaelic: fearg, corraich; Serbo-Croatian Cyrillic: љутња, гне̑в, гње̑в, гнив; Latin: ljútnja, gnȇv, gnjȇv, gniv; Slovak: hnev, zlosť; Slovene: jeza, gnev; Spanish: ira, enfado, enojo, rabia, cólera; Swedish: ilska; Tagalog: galit; Tajik: хашм, ғазаб; Tamil: கோபம்; Telugu: కోపం; Thai: วิโรธ; Tocharian B: tremi; Turkish: öfke, kızgınlık, hiddet; Ukrainian: гнів, злість; Urdu: غصہ‎; Uyghur: غەزەپ‎; Uzbek: gʻazab; Vietnamese: mối giận, sự tức giận; Welsh: bâr; West Frisian: grime; Yiddish: רוגז‎, רוגזה‎, ירגזון‎

hemlock

ar: شوكران أبقع; azb: خال‌لی بادیان; az: xallı badyan; be: балігалоў плямісты; bg: бучиниш; bn: কনিয়াম ম্যাকুলেটাম; ca: cicuta; cs: bolehlav plamatý; cy: cegiden cegid; da: skarntyde; eo: makula konio; et: täpiline surmaputk; eu: astaperrexil handi; fa: شوکران زهرآلود; fi: myrkkykatko; fr: grande ciguë; ga: moing mhear; gl: cicuta; hi: हेमलाक; hr: kukuta; hu: foltos bürök; hy: գինազոխ բծավոր; io: cikuto; kk: убалдырған; ko: 독당근; ku: giyajehrk; ky: сасык балтыркан; lt: dėmėtoji mauda; ml: ഹെമ്ലോക് പ്ലാന്റ്; myv: тешксэв гуеньпочко; nl: gevlekte scheerling; no: skarntyde; os: такъуындела; pcd: chighu; pl: szczwół plamisty; qu: jama-jama; ru: болиголов пятнистый; scn: cicuta; sk: bolehlav škvrnitý; sl: pikasti mišjak; sq: kakuda; sr: кукута; sv: odört; tr: baldıran; uk: болиголов плямистий; uz: zangpoya; vep: omeghein; vi: sâm độc; zh: 毒参

Albanian: kukutë, magunë; Arabic: شَوْكَرَان‎; Armenian Modern Old Armenian: խինդ; Aromanian: cucutã; Belarusian: балігалоў, омег, амежнік; Bulgarian: бучиниш, мангуна; Catalan: cicuta; Cornish: kegis, kegisen; Czech: bolehlav; Danish: skarntyde; Dutch: scheerling; Finnish: katko, myrkkykatko; French: ciguë; Galician: canafrecha; German: Schierling, Gefleckter Schierling, Fleckenschierling; Greek: κώνειο, κιρκούτα; Ancient Greek: ἀβίωτον, αἴγινος, αἰγόμορον, αἴθουσα, ἀμαύρωσις, ἀμερσίνοον, ἀννησοειδές, ἀπολύουσα, ἄφρον, ἀψευδής, Δαρδανίς, δηϊοῦσα, δολία, ἐλάφιον, ἐνζύμιον, κώνειον, τὸ ἄφρον, χολή; Byzantine: μαγγοῦνα, μαγκοῦνα, μαγγοῦτα, μαγκοῦτα; Hebrew: רֹאשׁ‎; Hungarian: bürök; Italian: cicuta; Japanese: ドクニンジン; Kazakh: убалдырған; Korean: 독당근; Latin: cicūta; Persian: شوکران‎; Polish: szczwół; Portuguese: cicuta; Romanian: cucută; Russian: болиголов, омег; Scottish Gaelic: iteodha; Serbo-Croatian Cyrillic: ку̀кута; Serbo-Croatian Latin: kukuta; Slovene: míšjak; Spanish: cicuta; Turkish Ottoman: بالدران‎; Turkish: baldıran; Ukrainian: болиголов, омег, омежник; Volapük: konid, stenöfakonid, konidavenen