ἀμέριμνος
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἀμέριμνον,
A free from care, unconcerned, Men.1083; βίος AP9.359 (Posidipp. or Pl.Com.); ἀ. ὕπνον εὕδεις Eranos 13.87. Adv. ἀμερίμνως = without cares, Vett. Val.355.6, Hdn.4.5.7, IG14.1839: Comp. ἀμεριμνότερον, ἔχειν PLips.105 (i A. D.).
II Pass., uncared for, S.Aj.1207.
III οἰνοχοεῖ κρήνης ἐξ ἀμεριμνοτέρης, either causing less care, i.e. more easily attained, of the fount of inspiration, or possibly less celebrated, AP11.24 (Antip.).
IV ἀμέριμνον, τό, = ἀείζωον μέγα (tree aeonium, tree houseleek, Irish rose, Sempervivum arboreum, Aeonium arboreum), Plin.HN 25.160.
Spanish (DGE)
-ον
I 1pas. desatendido, abandonado κεῖμαι δ' ἀμέριμνος S.Ai.1207.
2 act. despreocupado, tranquilo, confiado gener. de pers., en uso pred. c. εἰμί y otros verbos οὔτε γὰρ ὁ ἐκτὸς ὢν αὐτοῦ (sc. κακοῦ) ἀ. ἐστιν ni el que carece de mal está tranquilo S.E.M.11.117, οὐκ ἀ. ἔσσεαι AP 9.359 (Posidipp.Epigr. o Pl.Com.), cf. PFay.117.22 (II a.C.), LXX Sap.6.15, Herm.Mand.5.2.3, οὔτε τὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἄνθος ἐστὶν ἀ. la flor de sus ojos no está carente de inquietud Ach.Tat.3.7.3
•sin la cópula ἐδραία ἡ καρδία αὐτοῦ, ἀ. ἐν κυρίῳ firme (está) su corazón, confiado en el señor Sm.Ps.111.7, οἱ κατερεφῆ μέτωπα ἔχοντες αὐθάδεις, οἱ δὲ πάνυ τεταμένα ἀμέριμνοι Adam.2.26
•c. otros verbos κα<ρ>τερχέσθωσαν οὖν ἀμ[έ]ριμνοι BGU 372.2.16 (II d.C.), ταραχθήσεσθε, ἀμέριμνοι Sm.Is.32.11, cf. tb. ὑμᾶς ἀμερίμνους ποιήσομεν os resolveremos los problemas, Eu.Matt.28.14, de un caracol νέμετ' ἀμέριμνος τοὺς κακοὺς φεύγων ἀεί vive tranquilo porque puede huir siempre de los malos (con su casa a cuestas), Men.Comp.2.143 (c. var. = Philem.114K.)
•en uso no predicativo ὅταν τις ἡμῶν ἀμέριμνον ἔχῃ τὸν βίον Men.Comp.2.12 (= Philem.121A), cf. ἐς σώφρονα καὶ ἀ. βίον Hdn.2.4.2 τὸν ... ἀμέριμνον αἰώνιον ὕπνον εὕδεις Eranos 13.1913.87
•subst. τὸ ἀμέριμνον = despreocupación, tranquilidad τὸ ἀμέριμνον καὶ τὸ ἄλυπον Plu.2.101b, τὸ ἀνενόχλητόν τε καὶ ἀμέριμνον Hdn.5.7.2, cf. tb. PCair.Isidor.94.15 (IV a.C.).
3 que hace despreocupado, alegre Αὔσονα Βάκχον οἰνοχοεῖ κρήνης ἐξ ἀμεριμνοτέρης nos escancia un Baco de Ausonia de una fuente (de inspiración) más alegre, AP 11.24 (Antip.).
II subst. bot. siempreviva arbórea, Sempervivum arboreum L. sunt qui ... uocant ... amerimnon Plin.HN 25.160.
III adv. ἀμερίμνως = despreocupada, confiadamente τὸν βίον ... διευθῦναι Vett.Val.355.6, ἔλιπε ψυχήν IUrb.Rom.1628.11 (II/III a.C.), βιοῦν Hdn.4.5.7, διατρείβειν SB 9897.re.13 (II a.C.), cf. tb. Sm.Ie.32.37.
German (Pape)
[Seite 122] 1) unbeachtet, Soph. Ai. 1186. – 2) sorglos, Pall. 11 (IX, 165); oft Herodian., z. B. βίος 2, 4, 3; τὸ ἀμ., Sorglosigkeit, 1, 6, 26; ἀμ. βίον ζῆν Philem. Stob. Floril. 97, 19; ἀμεριμνοτέρη κρήνη Ant. Th. 1 (XI, 24), die weniger Mühe macht. – Adv., βιοῦν Herodian. 4, 5, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne prend aucun soin de, qui n'a aucun souci de;
NT: libéré de l'anxiété.
Étymologie: ἀ, μέριμνα.
Russian (Dvoretsky)
ἀμέριμνος:
1 оставленный без внимания, лишенный попечения, брошенный (κεῖμαι ἀ. Soph.);
2 свободный от забот, беззаботный (ἀνήρ, Ζεύς Anth.);
3 не причиняющий забот или освобождающий от забот (κρήνη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέριμνος: -ον, ὁ ἐλεύθερος ἀπὸ μερίμνης, ἄφροντις, ἀδιάφορος πρός τι, Μενάνδ. Ἄδηλ. 20· βίος Ἀνθ. Π. 9. 359. ― Ἐπίρρ. -νως Ἡρωδιαν. 4. 5, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 6254. 11. ΙΙ. παθ., περὶ οὗ οὐδεὶς μεριμνᾷ, παρημελημένος, Σοφ. Αἴ. 1207. ΙΙΙ. ὁ ἀποδιώκων τὰς μερίμνας, Ἀνθ. Π. 11. 24: ― ἀμέριμνον, τό, ὄνομα φυτοῦ, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 25. 13.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and μέριμνα; not anxious: without care(-fulness), secure.
English (Thayer)
(μέριμνα), free from anxiety, free from care: Herodian, 2,4, 3; 3,7, 11; Anth. 9,309, 5; (in passive sense, Sophocles Ajax 1206).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμέριμνος, -ον)
αυτός που δεν έχει μέριμνες, φροντίδες, ο ξένοιαστος
αρχ.
1. αυτός, για τον οποίο δεν μεριμνά κανείς, ο παραμελημένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμέριμνον
η αμεριμνησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + μέριμνα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεριμνῶ
αρχ.-μσν.
ἀμεριμνία
νεοελλ.
αμεριμνοσύνη.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμεριμνομέριμνος].
Greek Monotonic
ἀμέριμνος: -ον (μέριμνα),
I.απαλλαγμένος από έγνοιες, φροντίδες, αμέριμνος, ξέγνοιαστος, σε Ανθ.
II. Παθ., αφρόντιστος, παραμελημένος, σε Σοφ.
III. αυτός που διώχνει τις έγνοιες και τις φροντίδες, σε Ανθ.
Middle Liddell
μέριμνα
I. free from care, unconcerned, Anth.
II. pass. uncared for, unheeded, Soph.
III. driving away care, Anth.
Chinese
原文音譯:¢mšrimnoj 阿-姆淋挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-分-提醒的
字義溯源:無掛慮的,無憂慮的,無事;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(μέριμνα)=掛念)組成;其中 (μέριμνα)出自(μερίζω)=分開), (μερίζω)出自(μέρος)=份或分享),而 (μέρος)又出自(μείζων)X*=分得的份)
出現次數:總共(2);太(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 無所掛慮(1) 林前7:32;
2) 無事(1) 太28:14