ἀνά
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
English (LSJ)
[ᾰνᾰ], Aeol., Thess., Arc., Cypr. ὀν, Prep. governing gen., dat., and acc. By apocope ἀνά becomes ἄν before dentals, as ἂν τὸν ὀδελόν; ἄγ before gutturals, as ἂγ γύαλα; ἄμ before labials, as ἂμ βωμοῖσι, ἂμ πέτραις, etc.;
A ἀμπεπλεγμένας IG5(2).514.10 (Arc.).
A WITH GEN., three times in Od., in phrase ἀνὰ νηὸς βαίνειν go on board ship, 2.416, 9.177, 15.284; ἂν τοῦ τοίχου, τᾶς ὁδοῦ, τοῦ ῥοειδίου, IG14.352i40, ii 15,83 (Halaesa).
B WITH DAT., on, upon, without any notion of motion, Ep., Lyr., and Trag. (only lyr.), ἀνὰ σκήπτρῳ upon the sceptre, Il.1.15, Pi.P. 1.6; ἂμ βωμοῖσι Il.8.441; ἀνὰ σκολόπεσσι 18.177; ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ 15.152; ἀνὰ ὤμῳ upon the shoulder, Od.11.128; ἀν ἵπποις, i.e. in a chariot, Pi.O.1.41; ἂμ πέτραις A.Supp.351 (lyr.); ἀνά τε ναυσὶν καὶ σὺν ὅπλοις E.IA754; ἂγ Κόσσῳ GDI1365 (Epirus).
C WITH ACCUS., the comm. usage, implying motion upwards:
I of place, up, from bottom to top, up along, κίον' ἀν' ὑψηλὴν ἐρύσαι Od.22.176; ἀνὰ μέλαθρον up to, ib.239; [φλὲψ] ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς αὐχέν' ἱκάνει Il.13.547; ἀνὰ τὸν ποταμόν Hdt.2.96; ἂν ῥόον up-stream, GDI5016.11 (Gortyn); κρῆς ἂν τὸν ὀδελὸν ἐμπεπαρμένον Ar.Ach.796 (Megarian); simply, along, ἂν τὼς ὄρως Tab.Heracl.2.32.
2 up and down, throughout, ἀνὰ δῶμα Il.1.570; ἀνὰ στρατόν, ἄστυ, ὅμιλον, ib.384, Od.8.173, etc.; ἂγ γύαλα A.Supp.550 (lyr.); ἀνὰ πᾶσαν τὴν Μηδικήν, ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα, Hdt.1.96, 2.135, etc.; ὀν τὸ μέσσον Alc. 18.3; ἀνὰ τὸ σκοτεινόν in the darkness, Th.3.22.
3 metaph., ἀνὰ θυμὸν φρονέειν, ἀνὰ στόμα ἔχειν, to have continually in the mind, in the mouth, Il.2.36,250; ἀν' Αἰγυπτίους ἄνδρας among them, Od.14.286; ἀνὰ πρώτους εἶναι to be among the first, Hdt.9.86.
II of time, throughout, ἀνὰ νύκτα all night through, Il.14.80; ἀνὰ τὰς προτέρας ἡμέρας Hdt.7.223; ἀνὰ τὸν πόλεμον 8.123; ἀνὰ χρόνον in course of time, 1.173, 2.151, 5.27; ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖνα (i.e. in the south) S.OC1247.
2 distributively, ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν day by day, Hdt.2.37,130, etc.; ἀνὰ πᾶν ἔτος 1.136, etc.; ἀνὰ πάντα ἔτεα 8.65: also ἀνὰ πρεσβύτᾱτα in order of age, Test.Epict.4.28.
III distributively with Numerals, κρέα εἴκοσιν ἀν' ἡμιωβολιαῖα 20 pieces of meat at half an obol each, Ar.Ra.554; τῶν ἀν' ὀκτὼ τὠβολοῦ that sell 8 for the obol, Timocl. 18; ἀνὰ πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας [they marched] at the rate of 5 parasangs a day, X.An.4.6.4; ἔστησαν ἀνὰ ἑκατόν μάλιστα ὥσπερ χοροί they stood in bodies of about 100 men each. ib.5.4.12; κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα companies at the rate of 50 in each, Ev.Luc.9.14; ἔλαβον ἀνὰ δηνάριον a denarius apiece, Ev. Matt.20.10; in doctor's prescriptions, ἀνὰ ὀβολὼ β Sor.1.63, etc.: also ἀνὰ δύο ἥμισυ ζῳδίων amounting to 2 1/2 signs, Autol.1.10; multiplied by, PPetr.3p.198.
IV Phrases: ἀνὰ κράτος up to the full strength, i.e. vigorously, ἀνὰ κράτος φεύγειν, ἀπομάχεσθαι, X.Cyr.4.2.30, 5.3.12; ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον and ἀνὰ λόγον proportionately, Pl.Phd. 110d; especially in math. sense, Id.Ti.37a, Arist.APo.85a38, etc.; ἀνὰ μέσον in the midst, Antiph.13, Men.531.19; ἀνὰ μέρος by turns, Arist.Pol.1287n17.
D WITH NOM. of Numerals, etc., distributively, Apoc.21.21, v.l. in Sor.1.11, 12, cf. Orib.Fr.50,54.
E WITHOUT CASE as adverb, thereupon, Hom. and other Poets:—and with the notion of spreading all over a space, throughout, all over, μέλανες δ' ἀνὰ βότρυες ἦσαν all over there were clusters, Il.18.562, cf. Od.24.343:—but ἀνά often looks like an Adv. in Hom., where really it is only parted from its Verb by tmesis, ἀνὰ δ' ἔσχετο; ἀνὰ δ' ὦρτο (for ἀνῶρτο δέ) ; ἀνὰ τεύχε' ἀείρας (for τεύχεα ἀναείρας), etc.
F IN COMPOS.
1 as in C. 1, up to, upwards, up, opp. κατά, as ἀναβαίνω, ἀναβλέπω, ἀναιρέω, ἀνίστημι: poet. sometimes doubled, ἀν' ὀρσοθύρην ἀναβαίνειν Od.22.132.
2 hence flows the sense of increase or strengthening, as in ἀνακρίνω; though it cannot always be translated, as in Homer's ἀνείρομαι:—in this case opp. ὑπό.
3 from the notion throughout (E), comes that of repetition and improvement, as in ἀναβλαστάνω, ἀναβιόω, ἀναγεννάω.
4 the notion of back, backwards, in ἀναχωρέω, ἀνανεύω, etc., seems to come from such phrases as ἀνὰ ῥόον up, i.e. against, the stream.
G ἄνα, written with anastr. as adverb, up! arise! ἀλλ' ἄνα Il.6.331, Od.18.13:—in this sense the ult. is never elided; cf. ἀλλ' ἄνα, εἰ μέμονάς γε Il.9.247; ἀλλ' ἄνα ἐξ ἑδράνων S.Aj.194.
2 apocop. ἄν after ὤρνυτο, ὦρτο, and up stood.. arose, Il.3.268, 23.837, etc.
3 when used as preposition ἀνά never suffers anastrophe.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): lesb. ὄν Alc.208a3
• Grafía: c. apócope ἄν: ἂν στόμα Od.5.456; puede presentar asimilaciones: ante labial, como prep. y preverbio en Hom., h.Hom., Hes., trág. y dialectos dór., ἂμ πεδίον Il.5.87, ἂμ βωμοῖσι Il.8.441; ante velar en el Epiro ἀγ Κόσσῳ GDI 1365 (Epiro); como adverbio puede sufrir retrotracción del acento ἄνα Il.6.331
• Prosodia: [ᾰνᾰ]
• Morfología: [en tes., arcad. y chipr. sólo aparece como preverbio ὀν-, ὐν-: ὀνέθηκε IChS 265.1, ὐνέθυσε IG 5(2).554 (Arcadia)]
A c. valor adverbial, c. acento
I c. acento inicial, indicando movimiento hacia arriba ἀλλ' ἄνα ¡arriba!, Il.6.331, 9.247, ἀλλ' ἄνα ἐξ ἑδράνων S.Ai.193
•apocopado ἂν δ' tras verbos como ὄρνυμι o βαίνω: ὦρτο ... ἂν δὲ Λεοντῆος ... μένος ... ἂν δ' Αἴας Il.23.837, ὄρνυτο ... ἂν δ' Ὀδυσσεύς Il.3.268, con tmesis ἂν δ' αὐτὸς ἔβαινε Il.17.541.
II 1por allí, por todas partes μέλανες δ' ἀνὰ βότρυες ἦσαν Il.18.562, ἔνθα δ' ἀνὰ σταφυλαὶ παντοῖαι ἔασιν Od.24.343.
2 en época tardía ἀνά distributivo (v. B 2, 3) se usa con valor adverbial ἀνὰ εἷς ἕκαστος τῶν πυλώνων ἦν ἐξ ... cada una de las puertas era de ..., Apoc.21.21.
B como prep. c. ac.
I c. el sent. determinado por el verbo y el régimen
1 con verbos que de por sí o unidos al régimen indican movimiento ‘hacia arriba’ arriba, subiendo hacia arriba κίον' ἀν' ὑψηλὴν ἐρύσαι subirlo encima de una columna, Od.22.176, (φλέψ) ἥ τ' ἀνὰ νῶτα θέουσα Il.13.547, ἀνὰ μὲν τὸν ποταμὸν οὐ δύναται πλέειν Hdt.2.96, ἂν ῥόον ... ὕδωρ ῥεῖ ICr.4.182.10 (Gortina II a.C.)
•simpl. hacia ἡ ἀνὰ ἀπηλιώτην οἰκία la (parte de la) casa que da al este, BGU 719.7
•ref. a la boca o nariz saliendo (hacia arriba) por, por θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῖνάς θ' Od.5.456, αὐτίκα δ' αὐλὸς ἀνὰ ῥῖνας παχὺς ἦλθεν αἵματος Od.22.18, fig. ἐν δ' ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα por la boca se me salta el corazón dentro del pecho, Il.22.452
•c. verbos de ‘poner’ c. movimiento previo implícito de abajo a arriba arriba de, sobre, en θῆκεν ἀνὰ μυρίκην Il.10.466, αὐτὴ δ' αἰθαλόεντος ἀνὰ μεγάροιο μέλαθρον ἕζετ' ἀναΐξασα Od.22.239.
2 c. verbos de movimiento, explícito o implícito, indicando el régimen dirección horizontal a lo largo de ὅσα κυματοειδῶς ἀνὰ τὴν πορείαν πλάζεται de los gusanos, Democr.B 126, ἂν τὼς ὄρως TEracl.2.32
•si el régimen es colectivo, o indica espacio amplio a lo largo de, por, a través de Ἀτρείδης δ' ἀν' ὅμιλον ἐφοίτα θηρὶ ἐοικώς Il.3.449, τὰ δ' ἐπῷχετο κῆλα θεοῖο ... ἀνὰ στρατόν Il.1.384, ἐρχόμενον δ' ἀνὰ ἄστυ andando por la ciudad, Od.8.173, θῦνε γὰρ ἂμ πεδίον Il.5.87, ἄμμε δ' ὂν τὸ μέσσον νᾶϊ φορήμμεθα en tanto que nosotros por el medio nos vemos arrastrados por la nave Alc.208a.3, ἂν λειμῶνα κατὰ σκότος ἠλάσκουσιν Emp.B 121.4, καθ' Ἑλλάδα γῆν στρωφώμενος ἠδ' ἀνὰ νήσους (pero cf. 4) Thgn.247, ἃ μὲν ἀν' ὄρχως φοιτῇ una (zorra) va y viene por los liños del viñedo Theoc.1.48, εἶσιν Ἀπόλλων Δῆλον ἀν' ἠγαθέην A.R.1.308, ἔτρεχον ... ἀνὰ δρυμά Nonn.D.21.190
•fig. ὅρμηνεν δ' ἀνὰ θυμὸν ὅπως παύσειε comenzó a pensar en su ánimo cómo pondría término ..., Il.21.137, cf. 24.680, τοῦ δ' ὠρίνετο θυμός, ἀνὰ ῥῖνας δέ οἱ ἤδη δριμὺ μένος προύτυψε se le conmovió el ánimo, le salió por las narices un ímpetu violento, Od.24.318.
3 c. los mismos regímenes, c. perf. de verbos de movimiento y c. verbos de reposo u oración nominal pura por, en ὄχθησαν δ' ἀνὰ δῶμα Il.1.570, εἰρήνη δ' ἀνὰ γῆν κουροτρόφος Hes.Op.228, πάντ' ἀν' οἶκον βορβόρῳ πεφυρμένα todo en su casa lleno está de basura Semon.8.3, ἅρμοζον στρατὸν ... ἀνὰ Σπάρταν Pi.N.8.12, βωμὸς δ' ἄνθεσιν ἄν τὸ μέσον πάντῃ πεπύκασται Xenoph.1.11, θῖνα δ' ἀνὰ πρασόεσσαν en la playa llena de algas Opp.H.1.107, οὐδέ τις ἦν ἀχόρευτος ἀνὰ πτόλιν Nonn.D.22.121, rarísimo en prosa ἀνὰ τὸ πεδίον ἐσκεδασμένων dispersos por la llanura Th.4.72, ἀνὰ τὸ σκοτεινὸν οὐ προϊδόντων αὐτῶν no viéndolos ellos previamente en medio de la oscuridad Th.3.22
•fig. οὐκ ἂν βασιλῆας ἀνὰ στόμ' ἔχων ἀγορεύοις no gastes palabras poniendo a los reyes en tu boca, Il.2.250.
4 c. verbos de movimiento y reposo y régimen plural por entre, entre φόβηθεν νῆας ἀνὰ γλαφυράς huyeron por entre las cóncavas naves, Il.12.471, πολλὰ δ' ἄγειρα χρήματ' ἀν' Αἰγυπτίους ἄνδρας reuní mucha riqueza entre los egipcios, Od.14.286, μαρνάμενος ... ἀνὰ κρατερὰς ὑσμίνας Hes.Th.663, εὖθ' ὅ γ' ἀνὰ προμάχους σεύαιθ' cuando se lanzaba por entre la vanguardia Mimn.13.6, περᾷ ... Λύδια τ' ἂν γύαλα A.Supp.550, ἀνὰ δρύας εἰλαπινάζειν Nonn.D.22.121
•fig. τοὺς μὲν ... ἀνὰ χεῖρας εἶχε tuvo a estos como amigos Plb.21.6.5.
II c. el sent. determinado por el régimen
1 ref. al tiempo durante, en ἀνὰ νύκτα Il.14.80, ἀνὰ νύκτα καὶ ἠῶ Musae.192, ὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν μίαν ἔργον ἀν' ἁμέραν Pi.O.9.85, ἀνὰ τὰς προτέρας ἡμέρας Hdt.7.223, ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖν' al mediodía S.OC 1247, ἀνὰ δὲ τὸν ἄλλον χρόνον προθυέτω IEryth.205.28 (IV a.C.), ἀνὰ χρόνον con el tiempo Hdt.1.173, ἀνὰ τὸν πόλεμον durante la guerra Hdt.8.123.
2 ἀνὰ μέσον intermedio como adj. ὧν ἔστιν ἀνὰ μέσον τι Arist.Metaph.1061a21, οὐδὲ τῶν ἀνὰ μέσον οὐδὲν οἷόν τε κατηγορεῖσθαι καθ' ἑνός Arist.Metaph.1063b19, ἀντιφάσεως δ' οὐδὲν ἀνὰ μέσον Arist.Metaph.1069a4
•ἀνὰ μέσον rigiendo gen. aparece frec. en gr. tardío (cf. gr. moderno ἀνάμεσα) en medio de, entre ἀνὰ μέσον τῆς Κοίλης Συρίας D.S.1.30.4, ἀνὰ μέσον τῶν ὁρίων Δεκαπόλεως Eu.Marc.7.31, pero cf. σὺ εἶ τὸ θεῖον, δ ἔβρεξεν ὁ θεὸς ἀνὰ μέσον Σωδόμων καὶ Γομώρων tu eres el azufre que Dios llovió sobre Sodoma y Gomorra, PMag.36.302, στήσω τὴν διαθήκην μου ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον σοῦ LXX Ge.17.7, ἀνὰ μέσον δικαίου LXX Ma.3.18, οὕτως ἀδελφιδός μου ἀνὰ μέσον τῶν υἱῶν LXX Ca.2.3, ἐπέσπειρεν ζιζάνια ἀνὰ μέσον τοῦ σίτου Eu.Matt.13.25, τὸ ἀρνίον τὸ ἀνὰ μέσον τοῦ θρόνου Apoc.7.17, ἀνὰ μέσον αὐτῶν ἀνὰ δύο παρθένοι Herm.Sim.9.2.3.
3 distributivo cada ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην cada día, diariamente Hdt.2.37, ἀνὰ πᾶν ἔτος cada año, anualmente Hdt.1.136, cf. 2.132
•c. numerales a, cada, por κρέα ... εἴκοσιν ἀν' ἡμιωβολαῖα veinte trozos de carne a medio óbolo cada uno Poll.9.64 (como lectura de Ar.Ra.554), ἀνὰ πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας a cinco parasangas por día X.An.4.6.4, ἀνὰ πέντε εἰς ἑκατέραν ἀνὰ δύο δὲ καὶ ἥμισυ κατὰ μέτωπον a cinco (mandamientos) en cada (tabla) y a dos y medio por cara I.AI 3.138, κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ... ἀνὰ πεντήκοντα hazlos sentar en grupos de cincuenta, Eu.Luc.194, ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο los envió de dos en dos, Eu.Luc.10.1, μήτε ἀνὰ δύο χιτῶνας ἔχειν y no tengáis dos túnicas cada uno, Eu.Luc.93, ἓν καθ' ἓν ἔχων ἀνὰ πτέρυγας ἓξ teniendo cada uno seis alas, Apoc.4.8, ὑδρίαι ἓξ ... ἀνὰ μετρητάς δύο ἢ τρεῖς seis tinajas ... cada una de dos o tres metretas, Eu.Io.2.6, ἔλαβον τὸ ἀνὰ δηνάριον recibieron un denario cada uno, Eu.Matt.20.9, ἀνὰ σίκλους ... ἑξακοσίους I.AI 8.179, εἰς ἐργάτας ῑ ἀν(ὰ) δεκόβολον para diez obreros a un óbolo cada uno, PCair.Zen.111.11 (III a.C.), πεπρᾶσθαι δι' ἐμοῦ ἀνὰ δραχμὰς πέντε POxy.819 (I a.C.), καὶ δίδι αὐτῇ ἀνὰ ἓν ἓν SB 7660.31 (I a.C.), οἴνου κεράμια η ἀνὰ φ ̑Δ ocho tinajas de vino a quinientas dracmas cada una: 4000 dracmas, PMich.200re.26 (II a.C.), ἐτιμάθη· κριθαὶ ἂν:Z>:, σπυροί ἂν: SEG 9.11.8 (Cirene)
•c. verbos de dividir por ἆρον ἀνά κε divide por 25, PRyl.27.1
•op. ἐπί (multiplicado) por, PRyl.27.3.
4 según, por ἀνὰ πρεσβύτατα por antigüedad, según la edad, IG 12(3).330.135 (Tera III a.C.), esp. en frases formularias ἀνὰ λόγον proporcionalmente Pl.Phd.110d, en mat., Pl.Ti.37a, Arist.APo.85a38
•ἀνὰ μέρος por turno ἄρχειν ἢ ἄρχεσθαι ... καὶ τὸ ἀνὰ μέρος ... ὡσαύτως Arist.Pol.1287a17, ἀνα μέρος ᾄδειν Plb.4.20.10, 1Ep.Cor.14.27
•fig. en la fórmula ἀνὰ κράτος con todas sus fuerzas ἔφευγον δή καὶ ... ἀνὰ κράτος X.Cyr.4.2.30, ἀπομάχοιτο ... ἀνὰ κράτος X.Cyr.5.3.12.
C c. dat. sobre, encima c. verbos no de mov. στέμματ' ἔχων ... χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ Il.1.15, 1.374, εὗδε πατὴρ ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ Il.14.352, εὕδει δ' ἀνά σκάπτῳ Διὸς αἰετὸς Pi.P.1.6, εὗρον δ' εὐρύοπα Κρονίδην ἀνὰ Γαργάρῳ Il.15.152, ἂμ πέτρῃσι ... καθίζων Od.5.156, ἀθηρηλοιγὸν εχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ Od.11.128, 23.275, ἅρματα δ' ἂμ βωμοῖσι τίθει Il.8.441, κεφαλὴν ... πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι ταμόνθ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς Il.18.177, ἂμ πέτραις ἡλιβάτοις A.Supp.351, ἀγ Κόσσῳ GDI 1365 (Epiro)
•c. verb. de mov. ἀν' ἵπποις ... ποτὶ δῶμα Διός μεταβᾶσαι en el carro te condujo a la morada de Zeus Pi.O.1.41, ἥξει ... ἀνά τε ναυσίν E.IA 75.4.
D c. gen.
1 sobre, en c. verb. de mov. ἂν ... νηὸς βαῖν' Od.2.416, cf. 9.177, 15.284, ἂν τοῦ τοίχου IG 14.352.40, ἂν τᾶς ὁδοῦ IG 14.352.2.15, cf. 2.83, 1.4, 1.17 (Halesa).
2 de ἀνὰ κριθῆς ἄρουραι γ 3 aruras (sembradas) de cebada, BGU 20.13.
• Etimología: Cf. av. ana ‘a lo largo de’; prob. en lat. an-helare y dentro del gr. en el adv. ἄνω, que quizá alterne c. ἀνά en mic., cf. por ej. a-no-qa-si-ja. La vacilación ἀν-/ὀν- implica *°n-.
German (Pape)
[Seite 178] apokopirt ἄν, vor einem Lippenlaut ἄμ, vgl. diese Artikel. Es erscheint
French (Bailly abrégé)
1 adv. en haut : μέλανες ἀνὰ βότρυες ἦσαν IL en haut étaient des grappes de noir raisin ; pléon. ἀνὰ δ' ἀνίστατο IL il se leva;
2 prép. en haut de, gén. : ἀνὰ νηός OD monter sur un vaisseau, s'embarquer ; dat. : au haut de, sur : ἀνὰ σκήπτρῳ IL sur le sceptre ; ἀνὰ ναυσίν EUR sur des vaisseaux ; acc. : Κενταύρων ἀν' ὄρος EUR sur la montagne des Centaures, càd sur le Pélion ; de bas en haut, en remontant : ἀνὰ ποταμὸν πλεῖν HDT remonter un fleuve ; en gén. par, à travers : ἀνὰ δῶμα IL à travers le palais (de Zeus) ; avec idée de temps ἀνὰ νύκτα IL pendant la nuit ; ἀνὰ τὸν πόλεμον HDT pendant la guerre ; au sens distributif ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην HDT chaque jour ; ἀνὰ πᾶν ἔτος HDT chaque année ; ἀνὰ πέντε παρασάγγας XÉN par étapes de cinq parasanges ; ἀνὰ ἑκατὸν ἄνδρας XÉN par groupes de cent hommes ; avec un nom abstrait ἀνὰ κράτος XÉN de toute sa force.
Étymologie: cf. av., v-pers. ana « le long de », got. ana « contre ».
Russian (Dvoretsky)
ἀνά:
I (ᾰᾰ), эп. тж. ἀν adv.
1 наверху, сверху (μέλανες ἀ. βότρυες ἦσαν Hom.);
2 вверх: ἀν δ᾽ Ὀδυσεὺς ἀνίστατο Hom. Одиссей поднялся.
ἀνά: II эп. тж. ἀν
1 (без анастрофы) praep. cum gen. вверх на (ἀ. νηὸς βαίνειν Hom.);
2 praep. cum dat. наверху, на (ἥκειν ἀ. ναυσί Eur.): ἀ. ἡμιόνοις Pind. на запряженной мулами колеснице;
3 praep. cum acc.; 3.1) наверху, на (Κενταύρων ἀ. ὄρος Eur.): τίν᾽ ἀ. χἐρα ἔβα; Eur. кто принес его?; 3.2) вверх на (ἀναβαινειν ἀ. ὀρσοθύρην Hom.); 3.3) вверх по (ἀ. ποταμὸν πλεῖν Her.); 3.4) в глубине, в: ἀ. δῶμα Διός Hom. во дворце Зевса; ἀ. θυμόν Hom. в душе, мысленно; ἀ. στόμα ἔχειν τινά Hom. без умолку говорить о ком-л.; 3.5) на (всем) протяжении; по; через, сквозь; в: ἀ. δῆμον πτωχεύειν Hom. ходить по миру, побираться; ἀ. πᾶσαν τὴν γῆν Xen. по всей земле; ἀ. τὴν Ἑλλάδα Her. во (всей) Греции; ἀ. τὸ σκοτεινόν Thuc. в темноте; 3.6) между, среди, в числе (ἀ. πρώτους εἶναι Her.); 3.7) в продолжение, в течение (ἀ. νύκτα Hom.; ἀ. τὸν πόλεμον Her.): ἀ. χρόνον Her. затем, впоследствии, со временем; 3.8) в знач. приставки еже-, каждый (ἀ. πᾶσαν ἡμέρην Her.; ἀ. πᾶν ἔτος Her. или ἀ. ἕκαστον ἔτος Plat.); 3.9) распределительно по: ἀ. πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας Xen. по пяти парасангов в день; εἴκοσιν ἀ. Arph. по двадцати; ἀ. μέρος Arst. по частям; 3.10) по, сообразно: ἀ. κράτος Xen. в меру силы, т. е. изо всех сил; ἀ. λόγον Plat. соответственно, относительно; 3.11) редко приблизительно, около (ἀ. διηκόσια στάδια Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνά: [ᾰνᾰ], πρόθεσις συντασσ. μετὰ γεν., δοτ καὶ αἰτ., ἀλλὰ μετὰ γεν. καὶ δοτ. μόνον ἐν τῇ Ἐπ. καὶ Δωρ. ποιήσει. Κατ’ ἀποκοπὴν ἡ ἀνὰ γίνεται ἂν πρὸ τῶν ὀδοντοφώνων, ὡς, ἀνδαίω· ἃγ πρὸ οὐρανισκοφώνων, ὡς ἂγ γύαλα, καὶ ἂμ πρὸ χειλοφώνων· ὡς, ἂμ βωμοῖσι, ἂμ πέτραις, ἀμμένω, κτλ. (Ἡ ῥιζ. σημασία εἶναι ἐπί, ἐπάνω, ἀντιτίθεται τῇ κατά. Ἐκ της √ΑΝ παράγεται καὶ τὸ ἄνω· πρβλ. Ζενδ. ana (ἐπάνω), Ὀσκ. καὶ Ὀμβρ. a n, πρβλ. Λατ. anhelo· Γοτθ. una). A. ΜΕΤΑ ΓΕΝ., μόνον ἐν Ὀδ., ἐν τῇ φράσει ἂν δ’ ἄρα… νηὸς βαῖνε, ἀνέβαινεν εἰς τὸ πλοῖον, Β. 416· ἀνὰ νηὸς ἔβην Ι. 177· ἂν δὲ… νηὸς ἐβήσετο Ο. 284· - ταῦτα ἑρμηνεύουσί τινες, οὐχὶ πολὺ ὀρθῶς, ὡς τμῆσιν. Β. ΜΕΤΑ ΔΟΤ., = ἐπί, ἐπάνω ἄνευ ἐννοίας τινὸς κινήσεως, μόνον ἐν Ἐπ. καὶ λυρ. ποιήσει καὶ ἑπομένως ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἀνὰ σκήπτρῳ, ἐπὶ τοῦ σκήπτρου, Ἰλ. Α. 15, Πινδ. Π. 1. 10· ἂμ βωμοῖσι Ἰλ. Θ. 441· ἀνὰ σκολόπεσσι Σ. 177· ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ Ο. 152· ἀνὰ ὤμῳ, ἐπὶ τοῦ ὤμου, Ὀδ. Λ. 127· ἂν ἵπποις Πινδ. Ο. 8. 67· ἂμ πέτραις Αἰσχυλ. Ἱκ. 350· ἀνά τε ναυσὶ καὶ σὺν ὅπλοις Εὐρ. Ι. Α. 754. Γ. ΜΕΤ’ ΑΙΤΙΑΤ., ἥτις εἶναι ἡ κοινὴ χρῆσις καὶ ἐκφράζει ἢ ὑπονοεῖ κίνησιν πρὸς τὰ ἄνω. Ι. ἐπὶ τόπου, ἐπάνω εἰς, κάτωθεν πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὴν κορυφήν, ἀνὰ κίονα Ὀδ. Χ. 176· ἀνὰ μέλαθρον, ἐπάνω εἰς... αὐτόθι 239· [φλὲψ] ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς αὐχέν’ ἱκάνει Ἰλ. Ν. 547· ἀνὰ τὸν ποταμὸν Ἡρόδ. 2. 96: - οὕτως ἀνὰ δῶμα, ἐπάνω καὶ κάτω ἐν τῇ οἰκίᾳ, καθ’ ὅλην τὴν οἰκίαν, Ἰλ. Α. 570· ἀνὰ στρατόν, ἄστυ, ὅμιλον αὐτόθι 384, Ὀδ. Θ. 173, κτλ., ἂγ γύαλα Αἰσχυλ. Ἱκ. 550: - Εἰς τοῦτο δυνάμεθα νὰ ἀναφέρωμεν τὸ ἀνὰ στόμα, ἀνὰ θυμὸν ἔχειν, ἔχειν ἀδιαλείπτως ἐν τῷ στὸματι, ἐν τῷ νῷ, Ἰλ. Β. 36, 250· ἀν’ Αἰγυπτίους ἄνδρας, μεταξὺ αὐτῶν, Ὀδ. Ξ. 286· οὕτως, ἀνὰ πᾶσαν τὴν Μηδικήν, ἀνὰ τὴν Ελλάδα Ἡροδ. 1. 96., 2. 135, κτλ.· ἀνὰ τοὺς πρώτους εἶναι, ἐν τοῖς πρώτοις, μεταξὺ τῶν πρώτων, ὁ αὐτ. 1. 86. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, δηλοῖ ἔκτασιν ἢ διάρκειαν χρονικήν, ἀνὰ νύκτα, δι’ ὅλης τῆς νυκτός, Ἰλ. Ξ. 80: ὁ Ἡροδ. συχνάκις ἔχει ἀνὰ πᾶσαν τὴν ἡμέραν, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν (οὐχὶ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν, περὶ οὗ κατωτέρω)· ἀνὰ τὸν πόλεμον ὁ αὐτ. 8. 123· ἀνὰ χρόνον, κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ χρόνου, ὁ αὐτὸς 1. 173., 2. 151, πρβλ. 5. 27· ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖν’ Σοφ. Ο. Κ. 1247. 2). μετὰ ἐννοίας διανεμήσεως ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν, κάθε ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 37, 130. κτλ.· ἀνὰ πᾶν ἔτος ὁ αὐτὸς 1. 136, κτλ.· ἢ, ἀνὰ πάντα ἔτεα ὁ αὐτ. 8. 65. ΙΙΙ. μετὰ τῶν ἀριθμητικῶν σημαίνει διανομὴν ἢ μερισμόν, κρέα εἴκοσιν ἀν’ ἡμιωβολιαῖα, δηλ. 20 τεμάχια κρέατος πρὸς ἥμισυν ὀβολὸν ἕκαστον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 554· τῶν ἀν’ ὀκτὼ τὠβολοῦ, ἐκ τῶν πωλουμένων ὀκτὼ «’ς τὸν ὀβολόν» Τιμοκλῆς ἐν «Καυνίοις» 1, ὡσαύτως, ἀνὰ πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας, [ὥδευσαν] πέντε παρασάγγας τὴν ἡμέραν, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 4· ἔστη σαν ἀνὰ ἑκατόν, ἐστάθησαν ἀνὰ ἑκατόν, ὁ αὐτ. 5. 4, 12· κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα, ὁμίλους ἀνὰ 50, Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 14· ἔλαβον ἀνὰ δηνάριον, ἕκαστος ἓν δηνάριον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 10· ἀνὰ δύο χιτῶνας, ἕκαστος δύο, Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 3. IV. ἀνὰ κράτος, μέχρι τοῦ ἀνωτάτου βαθμοῦ τῆς ἰσχύος, μὲ ὅλην τὴν δύναμιν (κατὰ πολὺ ὅμ. τῷ κατὰ κράτος)· ἀνὰ κράτος φεύγειν, ἀπομάχεσθαι Ξεν. Κύρ. 4. 2, 30., 5. 3, 12· ἀνὰ λόγον, κατ’ ἀναλογίαν, ἀναλόγως, Πλάτ. Φαίδων 110D, καὶ ἀλλ.· ἀνὰ μέσον, ἐν τῷ μέσῳ, «ἀνάμεσα», Ἀντιφάν. ἐν «Ἀδώνιδι» 2, Μενάνδ. Ἄδηλ. 2. 19· ἀνὰ μέρος, ἀντίθ. πρὸς τὸ πάντες, Ἀριστ. Πολ. 4. 15, 17, καὶ ἀλλ. V. ἀνὰ τὸ σκοτεινόν, ἐν τῷ σκότει, Θουκ. 3. 22. Δ. ΑΝΕΥ ΠΤΩΣΕΩΣ ΤΙΝΟΣ, ὡς ἐπίρρ., ἐπ’ αὐτοῦ, ἐπάνω εἰς αὐτό, ἐκεῖ-ἐπάνω, Ὅμ. καὶ ἄλλοι Ποιητ.: - καὶ μετὰ τῆς ἐννοίας τῆς ἐξαπλώσεως ἢ ἐπεκτάσεως ἐπὶ τῆς ὅλης ἐπιφανείας μέρους τινός, καθ’ ὅλην τὴν ἔκτασιν, παντελῶς, ὁλοκλήρως· μέλανες δ’ ἀνὰ βότρυες ἦσαν, ἐπάνω δὲ καθ’ ὅλην τὴν ἔκτασιν ἦσαν «τσαμπιὰ» ἀπὸ μαῦρα σταφύλια, Ἰλ. Σ. 562, πρβλ. Ὀδ. Ω. 343: - ἀλλ’ ἡ ἀνὰ πολλάκις φαίνεται ὡς ἐπίρρημα παρ’ Ὁμήρῳ, ἐν ᾧ πράγματι εἶναι μόνον κεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ ἑαυτῆς ῥήματος κατὰ τμῆσιν, ἀνὰ δ’ ἴσχεο (ἀντὶ ἀνίσχεο δὲ = ἀνέχου δέ)· ἀνὰ δ’ ὦρτο (ἀντὶ ἀνῶρτο δέ)· ἀνὰ τεύχε’ ἀείρας (ἀντὶ τεύχε’ ἀναείρας), κτλ. Ε. ΕΝ ΣΥΝΘΕΣΕΙ: 1) ὡς ἐν Γ. Ι, ἐπάνω εἰς, πρὸς τὰ ἐπάνω, ἄνω, ἀντιθέτως πρὸς τὴν κατά· ὡς ἐν τοῖς ῥήμασιν, ἀναβαίνω, ἀναβλέπω, ἀναιρέω, ἀνίστημι: ποιητικῶς ἐνίοτε τίθεται διπλοῦν, ὡς, ἀν’ ὀρσοθύρην ἀναβαίνειν Ὀδ. Χ. 132. 2) ἐντεῦθεν πηγάζει ἡ ἔννοια τῆς αὐξήσεως ἢ ἐνισχύσεως, ὡς ἐν τῷ ἀνακρίνω· ἂν καὶ δὲν δύναται πάντοτε νὰ ἑρμηνευθῇ, ὡς ἐν τῷ Ὁμηρικῷ ἀνείρομαι: - ἐπὶ τοιαύτης σημασίας εἶναι ἀντίθετον τῇ ὑπό, sub. 3) ἐκ τῆς ἐννοίας ὁλοκλήρως, παντελῶς (Δ) πηγάζει ἡ τῆς ἐπαναλήψεως καὶ βελτιώσεως ἢ προόδου, ὡς ἐν τοῖς ἀναβλαστάνω, ἀναγινώσκω. 4) ἡ ἔννοια τοῦ ὀπίσω ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω, τῆς ὀπισθοχωρήσεως, ἐν τοῖς ἀναχωρέω, ἀνανεύω, κτλ., φαίνεται ὅτι πηγάζει ἐκ φράσεων οἵα ἡ ἀνὰ ῥόον, πρὸς τὰ ἐπάνω, δηλ. ἐναντίον τοῦ ῥεύματος, Λατ. re-, retro-. Ζ. ἄνα, γεγραμμένον κατ’ ἀναστροφήν. κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀνάστηθι = ἔγειραι! ἐγέρθητι! «σήκω»· ἀλλ’ ἄνα Ἰλ. Ζ. 331, Ὀδ. Σ. 13· ἀντὶ ἀνάστητε, ὡς, ἄνα γε μὰν δόμοι (οὕτω Βλωμφ. ἀντὶ ἄναγε μὰν) Αἰσχύλ. Χο. 963: - ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ἡ λήγουσα οὐδέποτε ἐκθλίβεται, ὡς βλέπομεν ἐν Ἰλ. Ι. 247: ἀλλ’ ἄνα, εἰ μέμονας Σοφ. Αἴ. 194: ἀλλ’ ἄνα ἐξ ἑδράνων. 2) τὸ ἀποκεκομμένον ἂν ἀείποτε κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀνέστη, = ἠγέρθη, ἐσηκώθη, Ἰλ. Γ. 268, Ψ. 837, κτλ. 3) ὅταν εἶναι ἐν χρήσει ὡς πρόθεσις ἡ ἀνὰ οὐδέποτε πάσχει ἀναστροφήν, δηλ. δὲν γίνεται ἄνα (ἂν καὶ ὁ Ἕρμαννος εἰς Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 1143 ὑποστηρίζει τὸ ἐναντίον).
English (Autenrieth)
by apocope ἄν (ἀν), before labials ἄμ (ἀμ): up, opp. κατά.—I. adv., ἄνα (with anastrophe), hortative, up! quick! Il. 18.178, Od. 18.13; up there, thereon, μέλανες δ' ἀνὰ βότρυες ἦσαν, Il. 18.562; back, ἀνά τ' ἔδραὐ ὀπίσσω, Il. 5.599, ἀνὰ δ ἴσχεο, ‘hold up,’ ‘refrain,’ Il. 7.110. The use with verbs ‘in tmesi’ is of course adverbial; likewise when a subst, occurs in a case that defines the adv. (thus showing the transition to a true preposition), ἂν δ' ἄρα Τηλέμαχος νηὸς βαῖνε (νηός local or part. gen.), Od. 2.416.—II. prep., (1) w. gen., only ἀνὰ νηὸς ἔβην, Od. 9.177, see the remark on Od. 2.416 above.—(2) w. dat., up on, upon, Il. 1.15, Il. 15.152, ἀνά τ' ἀλλήλῃσιν ἔχονται, hold on (close up) ‘to’ one another, Od. 24.8.—(3) w. acc., up to, up through, Il. 10.466, Od. 22.132, Il. 22.452; of motion, ἀνά generally denotes vague direction (up and down, ‘up through,’ ‘throughout’), ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ὤχετο κῆλα θεοῖο, Il. 1.53, whereas κατά rather indicates motion toward a definite point or end (Il. 1.483, 484); with the idea of motion less prominent, Il. 13.117, 270; of time, ἀνὰ νύκτα, Il. 14.80; βασιλῆας ἀνὰ στόμ' ἔχων, ‘bandying their names up and down,’ Il. 2.250 ; ἀνὰ θῦμὸν φρονεῖν, ὁρμαίνειν, θαμβεῖν, ὀίεσθαι, Il. 2.36, Od. 2.156, Od. 4.638; ἀν' ἶθύν, ‘straight forward,’ Il. 21.303; following the governed word, νειὸν ἀν(ά), ‘up and down’ the field, Od. 13.32.
English (Slater)
ἀνά (ἄν in apocope before δ, χ, κ, ν, τ; ἀγ before κ Πα. 7. 12 v.l.; ἄμ before π.) A prep c. acc.
1 of place
a in, throughout ἀν' Ἑλλάδα (P. 2.60) δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Tiersch: δωδεκαδρομον, -ων codd.) (P. 5.33) τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα (P. 11.52) Ποσειδάνιον ἂν τέμενος (N. 6.41) δάπεδον ἂν τόδε (N. 7.83) οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι (N. 8.12) ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ γαῖαν ἀνὰ σφετέραν (I. 2.27) εὐανθἔ ἀπέπνευσας ἁλικίαν προμάχων ἀν' ὅμιλον (I. 7.35) Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (Hermann: ἀνάπος codex) (I. 8.63) [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον (Pae. 2.97) [ἂν Ζεάθου πόλιν (coni. Wil.: καὶ Ζ. Π.) Πα. . .] ἂν δὲ Ῥόδον κατῴκισθεν fr. 119. 1.
b upon, along εἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν (I. 5.23) ἐλαύνεις ἀν' ἀμβροτ[ (Pae. 3.16) ]ἰόντι τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν[ (Π̆{5}: ἂν Π̆.) Πα. . 12. ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται (sc. κύων.) *fr. 107a. 4* πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον ἦλθεν fr. 172. 4.
c dub. ἢ πόντου κενέωσιν λτ;γτ; ἂμ πέδον (Hermann: ἀλλὰ codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.16)
2 of time, in the course of, during ὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν μίαν ἔργον ἀν ἁμέραν (O. 9.85) ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (N. 3.49) Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας, ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς (ἂν = κε Σ cum ἔκρινας coniunxit) (N. 9.35) B prep. c. dat., upon χρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις (O. 1.41) ἀν' ἵπποις χρυσέαις (O. 8.51) ἀν' ἵπποισι δὲ τέτρασιν (O. 10.69) ἀνὰ βωμῷ θεᾶς (O. 13.75) εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός (P. 1.6) ἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ προτροπάδαν Πελίας ἵκετο (P. 4.94) θοαῖς ἂν ναυσὶ (N. 7.29) ἐπικράνοισι γὰρ ἂν κιόνων fr. 6b. d. ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7. ἀλ]λοτρίαις ἀν' ἵπποις Πα. 7B. 12. C in tmesis ἀνὰ δ' ἔπαλτ v. ἀναπάλλω (O. 13.71) ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις v. ἀναρπάζω (P. 4.34) ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε v. ἀνασχίζω (ἀναβωλακίας iunctim codd.) (P. 4.228) ἀνὰ δ' ἱστία τεῖνον v. ἀνατείνω (N. 5.51) ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν v. ἀνόρνυμι (N. 9.8) ἀνὰ δ' ἔλυσεν v. ἀναλύω (N. 10.90) ἀνὰ δ' ἄγαγον (Er. Schmid: ἀν δ codd.) v. ἀνάγω (I. 6.62) ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε v. ἀναείρω (Pae. 20.10)
English (Strong)
a primary preposition and adverb; properly, up; but (by extension) used (distributively) severally, or (locally) at (etc.): and, apiece, by, each, every (man), in, through. In compounds (as a prefix) it often means (by implication) repetition, intensity, reversal, etc.
English (Thayer)
preposition, properly, upward, up (cf. the adverb ἄνω, opposed to κατά and κάτω), denoting motion from a lower place to a higher (cf. Winer's Grammar, 398 (372) n.); rare in the N.T. and only with the accusative
1. in the expressions ἀνά μέσον (or jointly ἀναμέσον (so Rst Tr in into the midst, in the midst, amidst, among, between — with the genitive of place, μέσος, 2at the end); of person, ἀνά μέσον τοῦ (Fritzsche, τῶν) πλησίον αὐτοῦ; cf. Winer's Grammar, § 27,1at the end (Buttmann, 332 (285)) (Sept. for בֲּתוך, Diodorus 2,4 ἀνά μέσον τῶν χειλέων (see μέσος, 2)); ἀνά μέρος (Vulg. per partes), in turn, one after another, in succession: Rec.st writes ἀναμέρος) (Polybius 4,20, 10 ἀνά μέρος ᾄδειν).
2. joined to numerals, it has a distributive force (Winer's Grammar, 398 (372); Buttmann, 331 f (285)): ἀνά μετρητάς δύο ἤ τρεῖς two or three metretae apiece); ἔλαβον ἀνά δηνάριον they received each a denarius); Tr brackets; WH omits ἀνά; ἀνά δύο (WH ἀνά δύο (δύο)) two by two); L T Tr WH κατά); (Winer's Grammar, 398 (372). It is used adverbially in ἀνά εἷς ἕκαστος, like ἀνά τέσσαρες, Plutarch, Aem. 32; cf. Winer's Grammar, 249 (234); (Buttmann, 30 (26))).
3. Prefixed to verbs ἀνά signifies,
a. upward, up, up to (Latin ad, German auf), as in ἀνακρούειν, ἀναβαίνειν, ἀναβάλλειν, ἀνακράζειν, etc.
b. it corresponds to the Latin ad (German an), to (indicating the goal), as in ἀναγγέλλειν (others would refer this to d.), ἀνάπτειν.
c. it denotes repetition, renewal, equivalent to denuo, anew, over again, as in ἀναγεννᾶν.
d. it corresponds to the Latin re, retro, back, backward, as in ἀνακάμπτειν, ἀναχωρεῖν, etc. Cf. Winer's De verb. comp. Part iii., p. 3 f
Greek Monotonic
ἀνά: [ᾰνᾰ], πρόθ. συντασσομένη με γεν., δοτ. και αιτ. Ριζική σημασία: πάνω, πάνω σε, αντίθ. προς το κατά.
Α. ΜΕ ΓΕΝ., ἀνὰ νηός, πάνω σε πλοίο, σε Ομήρ. Οδ. Β. ΜΕ ΔΟΤ., πάνω, πάνω σε, ἀνὰ σκήπτρῳ, πάνω στο σκήπτρο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀνὰ ὤμῳ, πάνω στον ώμο, σε Ομήρ. Οδ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ., γενικά εννοώντας κίνηση προς τα πάνω.
I. λέγεται για τόπο· πάνω, πάνω σε, ἀνὰ τὸν ποταμόν, σε Ηρόδ.· ἀνὰ δῶμα, άνω και κάτω στο σπίτι, μέσα και έξω από αυτό, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἀνὰ στρατόν, ἄστυ, ὅμιλον, σε Όμηρ.· ἀνὰ στόμα ἔχειν, έχω συνεχώς μέσα στο στόμα, στον ίδ.
II. λέγεται για χρόνο· κατά τη διάρκεια, ἀνὰ νύκτα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀνὰ τὸν πόλεμον, σε Ηρόδ.· ἀνὰ χρόνον, στο πέρασμα του χρόνου, στον ίδ.· ἀνὰ πᾶσαν τὴν ἡμέραν, στον ίδ.· αλλά, ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν, με επιμεριστική σημασία, μέρα με τη μέρα, στον ίδ.
III. επιμεριστικώς επίσης με αριθμητικά, ἀνὰ πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας, (βημάτισαν) στο ρυθμό των πέντε παρασάγγων την ημέρα, σε Ξεν.· κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα, ομάδες στην ποσότητα των πενήντα η καθεμιά, σε Καινή Διαθήκη· ἔλαβαν ἀνὰ δηνάριον, ένα δηνάριο ο καθένας, στο ίδ.
IV. ἀνὰ κράτος, μέχρι τη τελική (ολόκληρη ή μέγιστη) δύναμη, με όλη τη δύναμη, ἀνὰ κράτος φεύγει, ἀπομάχεσθαι, σε Ξεν.· ἀνὰ λόγον, σε αναλογία, σε Πλάτ. Δ. ΧΩΡΙΣ ΠΤΩΣΗ, ως επίρρ.,
1. πάνω σε αυτό, εκεί πάνω, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. παντού, μέλανες δ' ἀνὰ βότρυες ἦσαν, παντού υπήρχαν σταφύλια, σε Ομήρ. Ιλ. Ε. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.,
1. προς τα πάνω, πάνω, όπως στο ἀναβαίνω, ἀνίστημι.
2. με τη σημασία της αύξησης ή ολοκλήρωσης, όπως στο ἀνακρίνω.
3. ξανά, όπως το ἀναβλαστάνω, ἀναγεννάω.
4. πίσω, προς τα πίσω, όπισθεν, ἀναχωρέω. ΣΤ. 1. Το ἄνα από αναστροφ. αντί ἀνάστηθι, σήκω! εγέρσου! ἀλλ' ἄνα, σε Όμηρ.
2. το ἄν συγκεκ. αντί ἀνέστη, σηκώθηκε, αναστήθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv., prep.
Meaning: up along (Il.)
Other forms: with elision and apocope ἄν, ἀν;
Dialectal forms: Myc. anakee /an-agehen/ inf.; perhaps ano, ano, in anoqasia etc. ἄνα stand up (Il.). Lesb. Thess., Arc. Cypr. ὀν. (Cf. Ruijgh, Lingua 25 (1970) 309.)
Derivatives: Adverb ἄνω, with ἄνωθεν, ἀνωτέρω, ἀνωτάτω; on the -ω s. Schwyzer 550.
Origin: IE [Indo-European] [39] *h₂en- up, on high
Etymology: Old adverb, seen in Iranian and Germanic: Av. ana, OPers. anā on, along; Goth. ana, OHG. an(a), OE. on on. Perhaps in Lat. an-hēlāre, an-testārī and in Arm. am-barnam raise etc. Doubtful Skt. ánu along (< *enu?), s. Wackernagel Symb. phil. Danielsson 389f. - On the use of ἀνά DELG, Schwyzer-Debrunner 439ff.
Middle Liddell
prep. governing gen., dat., and acc. Radic. sense, up, upon, opp. to κατά.
A. WITH GEN., ἀνὰ νηός on board ship, Od.
B. WITH DAT., on, upon, ἀνὰ σκήπτρωι upon the sceptre, Il.; ἀνὰ ὤμωι upon the shoulder, Od.
C. WITH ACC., the comm. usage, implying motion upwards:
I. of place, up to, up along, ἀνὰ τὸν ποταμόν Hdt.; ἀνὰ δῶμα up and down the house, throughout it, Il.; so, ἀνὰ στρατόν, ἄστυ, ὅμιλον Hom.; ἀνὰ στόμα ἔχειν to have continually in the mouth, Hom.
II. of time, throughout, ἀνὰ νύκτα Il.; ἀνὰ τὸν πόλεμον Hdt.; ἀνὰ χρόνον in course of time, Hdt.; ἀνὰ πᾶσαν τὴν ἡμέραν Hdt.; but, ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν, distributively, day by day, Hdt.
III. distributively also with Numerals, ἀνὰ πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας [they marched] at the rate of 5 parasangs a day, Xen.; κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα companies at the rate of 50 in each, NTest.; ἔλαβον ἀνὰ δηνάριον a denarius apiece, NTest.
IV. ἀνὰ κράτος up to the full strength, with all might, ἀνὰ κράτος φεύγειν, ἀπομάχεσθαι Xen.; ἀνὰ λόγον in proportion, Plat.
D. WITHOUT CASE as adv. thereupon, Hom., etc.
2. all over, μέλανες δ' ἀνὰ βότρυες ἦσαν all over there were clusters, Il. [E.] IN COMPOS.,
1. upwards, up, as ἀναβαίνω, ἀνίστημι.
2. with a sense of increase or completeness, as ἀνακρίνω.
3. again, as ἀναβλαστάνω, ἀναγινώσκω.
4. back, backwards, ἀναχωρέω.
F. ἄνα by anastr. for ἀνάστηθι, up! arise! ἀλλ' ἄνα Hom.
2. ἄν apocop. for ἀνέστη, he stood up, Il.
Frisk Etymology German
ἀνά: (ion. att.)
{aná}
Forms: durch Elision und Apokope ἄν, ἀν; lesb. thess., ark. kypr. ὀν hinauf, entlang.
Meaning: Adverb, Präposition und Präverb,
Etymology: Altes Adverb, auch im Iranischen und Germanischen zu belegen: aw. ana, apers. anā ‘auf — hin, längs'; got. ana, ahd. an(a), ags. on an. Außerdem vielleicht in lat. an-hēlāre, an-testārī und in arm. am-baṙnam erheben u. ä. Dagegen ist aind. ánu entlang wahrscheinlich fernzuhalten, s. Wackernagel Symb. phil. Danielsson 389f.; vgl. ἄνευ. Näheres über den Gebrauch Schwyzer-Debrunner 439ff. — Neben ἀνά steht ἄνω, gewöhnlich Adverb, selten Präposition ‘hinauf, (nach) oben’; davon ἄνωθεν, ἀνωτέρω, ἀνωτάτω. Zum auslautenden -ω s. Schwyzer 550.
Page 1,100-101
Chinese
原文音譯:¢n£ 安那
詞類次數:介,副(15)
原文字根:向上
字義溯源:上*,上到,各個,回復,在其中,到其中,依順序地,輪流,每,各
出現次數:總共(14);太(3);可(1);路(3);約(2);林前(2);啓(3)
譯字彙編:
1) 各(3) 太20:10; 啓4:8; 啓21:21;
2) 在(2) 太13:25; 啓7:17;
3) 我要升上(1) 約20:17;
4) 當(1) 林前6:5;
5) 每口(1) 約2:6;
6) 個別(1) 林前14:27;
7) 每排(1) 路9:14;
8) 各人(1) 太20:9;
9) 從(1) 可7:31;
10) 每一個人(1) 路9:3;
11) 兩個(1) 路10:1