ἀνεκδιήγητος
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
ἀνεκδιήγητον, indescribable, ineffable, 2 Ep.Cor.9.15, Hsch., v.l. in Aristeas99.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no relatado οὐδε ἀ. ἐᾶσαι τὰς συκοφαντίας Ath.Al.Apol.Sec.47.1, cf. Hsch.
2 indescriptible, inenarrable κράτος 1Ep.Clem.61.1, νερτέρων ἀ. κλίματατ 1Ep.Clem.20.5, cf. Rh.3.747, Aristeas 99.
II adv. ἀνεκδιηγήτως = de modo indescriptible, ἀνεκδιηγήτως τῆς τριάδος οὔσης ἐν ταυτότητι δοξολογίας Epiph.Const.Haer.74.12.
German (Pape)
[Seite 221] unbeschreiblich, Sp., auch adv.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l'on ne peut expliquer ou raconter, ineffable.
Étymologie: ἀ, ἐκδιηγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεκδιήγητος: невыразимый, неизреченный NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκδιήγητος: -ον, ἀπερίγραπτος, ἀνέκφραστος, χάρις δὲ τῷ Θεῷ ἐπὶ τῇ ἀνεκδιηγήτῳ αὐτοῦ δωρεᾷ Ἐπιστ. πρὸς Κορ. Β, θ΄, 15, Ἐκκλ.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of ἐκδιηγέομαι; not expounded in full, i.e. indescribable: unspeakable.
English (Thayer)
ἀνεκδιηγητον (alpha privative and ἐκδιηγέομαι, which see), unspeakable, indescribable: δωρεά, to describe and commemorate which words fail. (Only in ecclesiastical writings. (Clement of Rome, 1 Corinthians 20,5 [ET]; 49,4 [ET]; Athenagoras, Theophilus of Antioch, others).)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεκδιήγητος, -ον) εκδιηγούμαι
αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί, απερίγραπτος, ανείπωτος.
Greek Monotonic
ἀνεκδιήγητος: -ον (ἐκδιηγέομαι), απερίγραπτος, ανέκφραστος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐκδιηγέομαι
ineffable, NTest.
Chinese
原文音譯:¢nekdi»ghtoj 安-誒克-笛-誒給拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-出去-經過-帶領的
字義溯源:無法盡言的,難以形容的,說不出來的,說不盡的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἐκδιηγέομαι)=敘述)組成;而 (ἐκδιηγέομαι)又由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(διά)*=通過)及(ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)=引領)組成;其中 (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)出自(ἄγω)*=帶領)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 說不盡的(1) 林後9:15
Translations
ineffable
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol
unspeakable
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని
indescribable
Armenian: աննկարագրելի; Belarusian: неапісальны, невыказны; Bulgarian: неописуем; Catalan: indescriptible; Chinese Mandarin: 無法形容, 无法形容, 不可名狀, 不可名状; Czech: nepopsatelný; Dutch: onbeschrijfelijk; Esperanto: nepriskribebla; Finnish: sanoin kuvaamaton, kuvaamaton; French: indescriptible; Galician: indescritíbel; German: unbeschreiblich; Gothic: 𐌿𐌽𐌿𐍃𐍃𐍀𐌹𐌻𐌻𐍉𐌸𐍃; Greek: ανεκδιήγητος, απερίγραπτος, αχαρακτήριστος, αδιήγητος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀδιεξήγητος, ἀδιήγητος, ἀθέσφατος, ἄλαλος, ἄλεκτος, ἀμύθητος, ἀνεκδιήγητος, ἀνέκλεκτος, ἀνεξήγητος, ἀνερμήνευτος, ἀνωνόμαστος, ἀπερίγραπτος, ἄσπετος, ἀσχημάτιστος, ἄφατος, δυσδιήγητος; Japanese: 言い表わせない; Latin: inenarrabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian Bokmål: ubeskrivelig; Nynorsk: ubeskriveleg; Polish: nieopisany; Portuguese: indescritível; Romanian: indescriptibil, inexprimabil, de nedescris; Russian: неописуемый, несказанный, невыразимый; Spanish: indescriptible; Swedish: obeskrivlig; Turkish: tarifsiz, tarif edilemez; Ukrainian: неописаний, невимовний, несказанний