ἀνεξερεύνητος

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξερεύνητος Medium diacritics: ἀνεξερεύνητος Low diacritics: ανεξερεύνητος Capitals: ΑΝΕΞΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: anexereúnētos Transliteration B: anexereunētos Transliteration C: aneksereynitos Beta Code: a)necereu/nhtos

English (LSJ)

(Hellenistic ἀνεξεραύνητος), ον, not to be searched out, Heraclit.18, Ep.Rom.11.33, D.C.69.14.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): Koiné ἀνεξεραύνητος Ep.Rom.11.33
1 no investigado, γράμμα Origenes Fr.Hom.39 in Ier.2.
2 ininvestigable, insondable τὸ ἀνέλπιστον Heraclit.B 18
de Dios y sus juicios divinos ἀ. τὰ κρίματα αὐτοῦ Ep.Rom.l.c., cf. Dion.Ar.DN M.3.588C
neutr. subst. τὸ ἀ. τῶν ἀβύσσων τοῦ θεοῦ κριμάτων Nil.M.79.89D.

German (Pape)

[Seite 223] nicht auszuspüren, verborgen.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξερεύνητος: NT v.l. = ἀνεξεραύνητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξερεύνητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξερευνήσῃ, Ἡράκλειτ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 437, Δίων Κ. 69. 14. - Ἐπίρρ. -τως Ἀνδρέας Κρήτ. σ. 31.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of ἐξερευνάω; not searched out, i.e. (by implication) inscrutable: unsearchable.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεξερεύνητος, -ον)
αυτός που δεν εξερευνήθηκε ή δεν μπορεί να εξερευνηθεί.

French (New Testament)

ος, ον
qu'on ne peut explorer, inextricable
[ἀ, ἐξερευνάω]

Translations

incomprehensible

Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий