ἀντίκειμαι

From LSJ

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίκειμαι Medium diacritics: ἀντίκειμαι Low diacritics: αντίκειμαι Capitals: ΑΝΤΙΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: antíkeimai Transliteration B: antikeimai Transliteration C: antikeimai Beta Code: a)nti/keimai

English (LSJ)

3pl.
A ἀντικέαται Archyt. ap. Stob.2.2.4, used as Pass. of ἀντιτίθημι:—to be set over against, correspond with, τιμὰ ἀγαθοῖσιν ἀ. is held out to them as a fitting reward, Pi.I.7(6).26:—ἀντικείμενος, ὁ, name of a bandage, Sor.Fasc.12.515C.
II to be opposite to, of places, τινός Hp.Aeër.4; τινί Str.2.5.15; of things, to be opposite or be opposed, πρὸς ἄλληλα Pl.Sph.258b; ἀντικείμενος κατὰ διάμετρον = in a circle, Arist.Cael.277a23, al. Adv. ἀντικειμένως, συνέστηκεν PA654a11.
2 to be opposed, in various ways, Cat.11b17, Metaph.1055a38, al.; in Logic, αἱ ἀντικειμέναι προτάσεις APr.63b24, al. Adv. ἀντικειμένως Metaph.1054b15, etc.; propositions are opposed either contradictorily (ἀντιφατικῶς) or contrarily (ἐναντίως), Int.17b16; ἀντικείμενα defined as ὧν τὸ ἕτερον τοῦ ἑτέρου ἀποφάσει πλεονάζει Stoic.2.70, cf. 82, al.
3 Rhet., ἀντικειμένη [λέξις] antithetical, Arist.Rh.1409b35; ἀντικειμένως εἰπεῖν ib.1401a5, cf. 1410b29; ἀντικείμενα κῶλα Demetr.Eloc.22.
III resist, be adverse, ἀντικείσομαι τοῖς ἀντικειμένοις σοι LXX Ex.23.22, cf. Is.66.6, al., Ev.Luc.13.17, al.; to be hurtful, τοῖς σώμασι Procop.Gaz.Ep.27.

Spanish (DGE)

• Morfología: [dór. 3.a plu. pres. ἀντικέαται Archyt.Fr.Sp.6 (p.569), jón. ἀντικέονται Hp.Aër.4]
I en sent. fís. c. suj. de cosas
1 local estar situado enfrente, estar enfrente c. gen. ὁκόσαι δ' ἀντικέονται τουτέων cuantas (ciudades) están situadas frente a esos (vientos) Hp.Aër.4
prep. y ac. τὰ σκέλη πρὸς τοὺς βραχίονας ἀντίκειται las piernas están dispuestas en posición opuesta a los brazos Arist.HA 493b23, τὸ πρόσθιον καὶ τὸ ἀντικείμενον lo de delante y su opuesto e.d. detrás Arist.Cael.284b22
c. dat. τούτῳ ... ἀντίκειται frente a ese (monte) está situado Plb.10.10.9, I.BI 4.454, 5.70, τούτοις Str.2.5.15
part. subst. ὁ ἀντικείμενος n. de cierto vendaje, Sor.Fasc.169.16.
2 fís. moverse en dirección contraria κίνησις ἀντικειμένη Arist.Ph.264b16, φορὰ ... ἑκατέρα ἑκατέρᾳ ἀντικειμένη Epicur.Ep.[2] 60.10.
3 geom. ser o estar opuesto ἀ. κατὰ διάμετρον estar opuesto diametralmente Arist.Cael.277a23, τοῦ ἄξονος τοῦ ἐν τῷ ἀντικειμένῳ τμήματι Archim.Eratosth.10, τὰς ... ἀντικειμένας πλευράς Papp.1096.22
subst. αἱ ἀντικείμεναι las dos ramas de una hipérbola, Apollon.Perg.Con.1.14, cf. 3.6, 11, Papp.674.23.
II en sent. conceptual, c. suj. y régimen de abstr.
1 de significados y conceptos c. dat. oponerse, ser contrario δύο λόγοι ἀντικείμενοι ἀλλήλοις dos tesis contrarias Protag.B 6a, τὸ ἀντικείμενον τούτῳ ... λέγει dice lo contrario a esto Epicur.Fr.[29.29] 6, cf. [31.17] 2, τραπεὶς γὰρ ἐπὶ τὴν ἀντικειμένην προαίρεσιν τῇ πρόσθεν Plb.7.11.11, ἀντικείμεναι προτάσεις premisas opuestas Arist.APr.63b24
de proposiciones geométricas τοῦτο τὸ θεώρημα ἀντίκειται μὲν τῷ ὀγδόῳ, ἀντιστρέφει δὲ τῷ πρὸ αὐτοῦ ese teorema es opuesto al octavo y recíproco del anterior Procl.in Euc.344.14, cf. 337.2, gram. de significados, A.D.Pron.61.24, Synt.105.9, del género, A.D.Pron.31.19, cf. 32.1, a una regla, Hdn.Philet.75.4, cf. An.Ox.3.251, μηδὲ ... ἕτερον γράμμα θέσθαι ἀντικείμενον εἰς κατάλυσιν τούτου y no poner ni una letra distinta que sirva para desvirtuar este (documento) PMonac.8.29 (VI d.C.).
2 de los contrarios oponerse τῷ ἄρρενι τὸ θῆλυ Arist.GA 768a26, τῷ ἐλεεῖν ... νεμεσᾶν Arist.Rh.1386b9, τἀληθὲς καὶ τὸ μὴ ἀληθὲς Phld.Rh.1.285, ταῦτα (τὸ πνεῦμα καὶ ἡ σάρξ) ... ἀλλήλοις ἀντίκειται Ep.Gal.5.17, ἀντικειμένων ἀντίθεσις Pl.Sph.258b, παρὰ τὰς ἀντικειμένας ταύταις αἰτίας Epicur.Ep.[3] 111.10, cf. Plu.2.952b, τὰς δ' ἀντικειμένας ἀρετὰς συνεργεῖν Phld.Oec.p.68, Περὶ ἀντικειμένων Sobre los contrarios tít. de Archyt.B 9.4, cf. Epicur.Fr.[36.11] 3, Archyt.Fr.Sp.2 (1, p.569)
sobre sus tipos de oposición, cf. λέγεται δὲ ἕτερον ἑτέρῳ ἀντικεῖσθαι τετραχῶς Arist.Cat.11b17, ἀντικείμενα ... ὡς μὲν τὰ πρός τι οἷον τὸ διπλάσιον τῷ ἡμίσει, ὡς δὲ τὰ ἐναντία οἷον τὸ κακὸν τῷ ἀγαθῷ, ὡς δὲ κατὰ στέρησιν καὶ ἕξιν οἷον τυφλότης καὶ ὄψις, ὡς δὲ κατάφασις καὶ ἀπόφασις οἷον κάθηται οὐ κάθηται Arist.Cat.11b19, cf. Int.17b16, Chrysipp.Stoic.2.53-58, 70, 72
de un género ὁρᾶν δὲ καὶ εἰ τοῦ ἀντικειμένου τὸ ἀντικείμενον γένος Arist.Top.125a25, cf. 27
como objeto teórico de conocimiento científico, Arist.Top.109b17, μιᾶς (ἐπιστήμης) τἀντικείμενα θεωρῆσαι Arist.Metaph.1004a9, cf. 11, de An.402b15, τὰ γὰρ ἀντικείμενα μόνα οὐκ ἐνδέχεται ἅμα ὑπάρχειν Arist.Metaph.1055b38.
3 ret. abs. contener antítesis ἀντικειμένη λέξις Arist.Rh.1409b35
ser antitético κῶλα Demetr.Eloc.22.
III en sent. conceptual, c. suj. de abstr. y régimen de pers. corresponder τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν Pi.I.7.26.
IV c. suj. de pers. y cosas
1 c. suj. de pers. oponerse, manifestarse contrario u hostil c. dat. ἐκείνῳ τε ὁ Μίλων ἀντέκειτο D.C.39.8.3, cf. Eu.Luc.13.17, 21.15
esp. en part. adversario Μενέδημον ἀντικείμενον ἡμῖν UPZ 69.6 (II a.C.), LXX Ex.23.22, Es.9.2
del diablo ὁ ἀντικείμενος el Enemigo 1Ep.Clem.51.1, Mart.Pol.17.1, Clem.Al.Paed.1.8.65
del Anticristo, 1Ep.Thess.2.4.
2 ser dañino, ser malo τοῖς σώμασι Procop.Gaz.Ep.74, εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται 1Ep.Ti.1.10
abs. ser desfavorable ἀντικειμένῳ καιρῷ Zoilus 12.

German (Pape)

[Seite 253] (s. κεῖμαι), gegenüberliegen, im eigtl. Sinne, Εὐρώπῃ Herod. 6, 2, 4. – Überh. perf. pass. zu ἀντιτίθημι, w. m. vgl., τιμὰ ἀγαθοῖς Pind. I. 6, 26, Ehre ist der Lohn für ihre Taten; bes. = entgegengesetzt sein, πρὸς ἄλληλα Plat. Soph. 258 b; ἀλλήλοις Plut. u. Arist., der es auch mit dem gen. vrbdt, Polit. 4, 14; ἀντικειμένη λέξις, aus sich entgegengesetzten Satzgliedern bestehend; τὰ ἀντικείμενα, die beiden Glieder eines Gegensatzes, Rhett.

French (Bailly abrégé)

1 être situé en face de, τινι;
2 se correspondre : ἀντικειμένη λέξις ARSTT membre de phrase avec antithèse;
NT: s'opposer ; résister.
Étymologie: ἀντί, κεῖμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίκειμαι:
1 лежать впереди, т. е. предстоять, предназначаться (τιμὰ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται Pind.);
2 быть противоположным, противостоять (πρός τι Soph.; παντὶ λόγῳ λόγος ἴσος ἀντίκειται Sext.): τὰ ἀντικείμενα κατὰ διάμετρον Arst. диаметрально противоположные вещи.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίκειμαι: ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ ἀντιτίθημι, εἶμαι τεθειμένος ἀπέναντι, κεῖμαι ἀπέναντι, ἀντιστοιχῶ, τιμὰ δ’ ἀγαθοῖσιν ἀντ., ἐπιφυλάσσεται δι’ αὐτοὺς ὡς ἐμπρέπουσα ἀμοιβή, Πινδ. Ι. 7 (6). 36. ΙΙ. κεῖμαι ἀπέναντι, ἐπὶ τόπων, τινὸς Ἱππ. π. Ἀέρ. 282· τινὶ Στράβ. 120· ἐπὶ πραγμάτων, κεῖμαι ἀπέναντιἐναντίον τινός, καὶ τῆς τοῦ ὄντος πρὸς ἄλληλα ἀντικειμένων ἀντίθεσις Πλάτ. Σοφ. 258Β· ἐπὶ κύκλου, ἀντικείμενα κατὰ διάμετρον, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 8, 11, καὶ ἀλλαχοῦ. 2) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., ἐπὶ προτάσεων, ἀντίκειμαι, Κατηγ. 10, Μεταφ. 4. 10, 1, καὶ ἀλλαχοῦ· τὰ ἀντικείμενα, τὰ ἀντίθετα, Ἀν. Πρ. 2. 15, καὶ ἀλλαχοῦ· ἀντικειμένως, ἐν ἀντιθέσει, λέγεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 5. Αἱ προτάσεις ἀντίκεινται πρὸς ἀλλήλας ἢ ἀντιφατικῶς, ἢ ἐναντίως, περὶ Ἑρμ. 7· πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 8, 6, καὶ ἀλλαχοῦ. 3) ἐν τῇ Ρητ., ἀντικειμένη λέξις, ἡ ἀντιθετική, Ρητ. 3. 9, 7· ἀντικειμένως εἰπεῖν αὐτόθι 2. 24, 2, πρβλ. 3. 10, 5. ΙΙΙ. ἀντιτάσσομαι, ἀνθίσταμαι, εἶμαι ἐναντίος, ἀντικείσομαι τοῖς ἀντικειμένοις σοι Ἑβδ. (Ἔξ. κγ΄, 22, πρβλ. Ἡσ. ξϛ΄, 6, καὶ ἀλλαχοῦ).

English (Slater)

ἀντῐκειμαι be established as recompense τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται (I. 7.26)

English (Strong)

from ἀντί and κεῖμαι; to lie opposite, i.e. be adverse (figuratively, repugnant) to: adversary, be contrary, oppose.

English (Thayer)

1. to be set over against, lie opposite to, in a local sense (Hippocrates de aë Revelation, p. 282Foes. (191Chart.); Strabo 7,7, 5); Herodian, 6,2, 4 (2Bekker); 3,15, 17 (8 Bekker); (cf. Aristotle, de caelo 1,8, p. 277{a}, 23)).
2. to oppose, be adverse to, withstand: τίνι, ὁ) ἀντικείμενος, an adversary, (Tittmann 2:9): Sophocles' Lexicon, under the word).)

Greek Monolingual

(AM ἀντίκειμαι)
βρίσκομαι σε αντίθεση, αντιβαίνω προς κάτι
νεοελλ.
(το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) βλ. αντικείμενο.
αρχ.
(ως παθ. του ἀντιτίθημι)
1. είμαι τοποθετημένος απέναντι
2. αντιστοιχώ
3. (για τόπους) κείμαι απέναντι
4. (για πράγματα) κείμαι απέναντι ή εναντίον κάποιου
5. αντιτάσσομαι, αντιστέκομαι
6. είμαι βλαβερός, επιζήμιος
7. (στη ρητορ.) «ἀντικείμενη λέξις» — αντιθετική.

Greek Monotonic

ἀντίκειμαι: μέλ. -κείσομαι, χρησιμ. ως Παθ. του ἀντιτίθημι, τοποθετούμαι έναντι, στέκομαι αντίκρυ, σε Πλάτ. — επίρρ. μτχ. ἀντικειμένως, μέσω αντίθεσης, αντιπαραβολής, σε Αριστ.

Middle Liddell

[used as pass. of ἀντιτίθημι
to be set over against, lie opposite, Plat.: adv. part. ἀντικειμένως, by way of opposition, Arist.

Chinese

原文音譯:¢nt⋯keimai 安提-咳買
詞類次數:動詞(8)
原文字根:交換-臥 相當於: (אָיַב‎)
字義溯源:對立,對抗,抵擋,反對,相敵,敵對,敵人;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(κεῖμαι)*=躺,放)組成。這動詞意為:相敵;變為動名詞時,就譯為:敵人。保羅曾用這字來描述,我們的肉體與靈彼此相爭,相敵(ἀντίκειμαι)),就使我們不能作我們所願意作的( 加5:17)
出現次數:總共(8);路(2);林前(1);加(1);腓(1);帖後(1);提前(2)
譯字彙編
1) 敵人(3) 路21:15; 腓1:28; 提前5:14;
2) 敵對(1) 提前1:10;
3) 是敵對的(1) 帖後2:4;
4) 反對的人(1) 林前16:9;
5) 反對(1) 路13:17;
6) 相敵(1) 加5:17