ἀπέχω
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
fut. ἀφέξω, and (Od.19.572) ἀποσχήσω: aor. ἀπέσχον:—
A keep off or away from, αἴ κεν τυδέος υἱὸν ἀπόσχη Ἰλίου ἱρῆς Il.6.96,277; ἑκὰς νήσων ἀπέχων εὐεργέα νῆα Od.15.33; κληῖδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν the collarbone parts the neck from the shoulders, Il.22.324; Εὐβοίης ἀπέχειν.. αἶγας Orac. ap. Hdt.8.20, cf. 22; ἄπεχε τῆς βοὸς τὸν ταῦρον A.Ag.1125 (lyr.), cf. Pr.687 (lyr.).
2 c. dat. pers., τοι.. χεῖρας ἀφέξω Od.20.263.
3 with a Prep., ἀ. φρένα περισσῶν παρὰ φωτῶν E.Ba.427 (lyr.); ῥῖνα ἀπὸ κάκκης Ar.Pax162.
4 c.acc. only, keep off or keep away, σκοτεινὸν ἀ. ψόγον Pi.N.7.61; ἀ. φάσγανον E.Or.1519.
5 οὐδὲν ἀπέχει c. inf., nothing hinders, debars one from doing, Pl. Cra.407b, Plu.2.433a.
II Med., κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι = hold one's hands off from, hold one's hands away from.., Od.22.316; κυάμων ἄπο χεῖρας ἔχεσθε Emp.141; ἀθανάτων ἀ. χεῖρας A.Eu.350 (lyr.), cf. Supp. 756, Pl.Smp. 213d, 214d:—but mostly,
2 ἀπέχεσθαί τινος hold oneself off a thing, abstain or desist from it, πολέμου Il.8.35, al.; βοῶν Od. 12.321; οὐδὲ.. σευ ἀφέξομαι will not keep my hands off thee, ib.19.489; Δεκελέης abstain from ravaging D., Hdt.0.73, cf.1.66, 4.118, al., Th. 1.20, etc.; keep away from, πόλεως X.HG7.3.10: in pf. Pass., μηδὲ τῶν μικρῶν ἀπεσχημένον D.27.47; ἀγορᾶς ἀπεσχ. Arist.Pol.1278a25.
3 c. inf., ἀπέχεσθαι μὴ στρατεῦσαι = abstain from marching, Th.5.25; λαμβάνειν ἀπέσχετο Philem.94.3; ἀπέχεσθαι τοῦ ποιεῖν X.Mem.4.2.3; οὐκ ἀ. τὸ μὴ οὐ ποιεῖν Id.Cyr.1.6.32, Pl.R. 354b: also c. part., Jul.Or.1.43d.
4 abs., refrain oneself, D.21.61.
III intr. in Act., to be away from or be far from, c. gen. loci, τῶν Ἐπιπολῶν ἓξ ἢ ἑπτὰ σταδίους Th.6.97; ἀ.ἀπὸ Βαβυλῶνος, etc., Hdt.1.179,cf.3.26,al.; ἀπὸ θαλάττης.. δώδεκα δδὸν ἡμερῶν ἀ. Euphro11.3; ἀ. παμπόλλων ἡμερῶν ὁδόν X.Cyr.1.1.3; τὸ μέσον ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀ. Pl.Prm.145b; πλεῖστον ἀ. κατὰ τόπον Arist.Mete.363a31; a). τὴν ἡμίσειαν διάμετρον Id. Cael.293b30, etc.
b project, extend, Id.GA781a11; τὰ ἀπέχοντα = prominent parts, PA 655a32.
c ἀποσχὼν τεσσαράκοντα μάλιστα σταδίους μὴ φθάσαι ἐλθών failing to arrive in time by... Th.5.3.
2 of actions, to be far from, ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος οὐδὲν ἔλασσον were just as far from the discovery, Hdt.1.67; τοσοῦτον ἀπέχω τοῦ ποιεῖν τι ὥστε.. Isoc.6.70; τοσούτῳ πλέον ἡμῶν ἀπέχεις τοῦ πιστὰ λέγειν ὅσον.. ib.11.32; ἀπέχει τοῦ μὴ μετ' ὀργῆς [πράττειν] D.21.41; πλεῖστον ἀ. τινός to be as far as possible from doing, X.Mem.1.2.62; but τοσοῦτ' ἀπέχει τῶν χορηγῶν so far is it from the thoughts of.., D.21.59.
3 generally, to be far removed from, πολιτείας, μοναρχίας, Arist.Pol.1289b2, 1293a17; τοῦ μέσου Id.EN1109a10.
4 differ from, οὐδέν τι ἀπεῖχε γαμετῆς γυναικός Hdn.1.16.4.
5 διαφύσιες.. ᾗσιν οὐδὲν ἀπέχει ἀγγεῖα εἶναι nothing is wanting, Hp.de Arte 10.
IV have in full or receive in full, τὴν ἀπόκρισιν Aeschin.2.50; τὸ χρέος ἀ. receive payment in full, Call.Epigr.55; χάριτας ib.51; ἀπέχω in receipts, BGU612.2 (i A.D.), etc.; ἀ. τὸν μισθόν Plu.Sol.22, Ev.Matt.6.2, al.; καρπὸν ἀ. τῶν πονηθέντων Plu.Them.17; ἀ. τὸ μέτεριον Id.2.124e.
2 impers., ἀπέχει = it suffices, it is enough, Ev.Marc.14.41, cf. Anacreont.15.33.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. part. arcad. ἀπεχομίνος SMSR 13.58.20 (Mantinea V a.C.); fut. ἀφεξόμεθα Il.8.35, ἀφέξω Od.20.263, pero ἀποσχήσω Od.19.572; aor. ἀπέσχα SB 8014.22 (III d.C.)]
A tr.
I 1c. ac. de animados y cosas y gen. separativo mantener lejos, apartar Τυδέος υἱὸν ... Ἰλίου ἱρῆς Il.6.96, 277, ἑκὰς νήσων ... νῆα Od.15.33, ὕβριν ... ἀλλήλων Hes.Op.135, ἄπεχε τῆς βοὸς τὸν ταῦρον A.A.1125, Εὐβοίης ... αἶγας Orác. en Hdt.8.20, τῶν ναυμαχιέων αὐτούς (τοὺς Ἴωνας) Hdt.8.22
•c. ac. y giro c. prep. φρένα τε περισσῶν παρὰ φωτῶν E.Ba.427, ἀπὸ κάκκης τὴν ῥῖν' Ar.Pax 162
•c. ac. y dat. τοὶ ... χεῖρας ἀφέξω apartaré de tí mis manos, Od.20.263
•c. ac. sólo apartar, mantener lejos σκοτεινὸν ... ψόγον Pi.N.7.61, φάσγανον E.Or.1519
•tb. en v. med., c. tm. κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι Od.22.316, κυάμων ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι Emp.B 141
•separar κληῗδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσι Il.22.324.
2 c. ac. sólo retener εἴ κ' ἄνεμοί γε κακὰς ἀπέχωσιν ἀήτας Hes.Op.645.
3 c. inf. impedir οὐδὲν ἀπέχει ... βούλεσθαι προσειπεῖν Pl.Cra.407b, cf. Plu.2.433a.
II c. compl. dir. de cosas recibidas recibir τὴν ἀπόκρισιν Aeschin.2.50, τὸ χρέος Call.Epigr.54, χάριτας Call.Epigr.50, τὸν μισθόν Plu.Sol.22, Eu.Matt.6.2, τὸν καρπόν Plu.Them.17, σαλάριον PMich.603.22 (II d.C.), τὴν εὐχήν Aesop.28.1
•en recibos, a veces c. indicación del origen ἀπέχω he recibido, recibí παρ' ὑμῶν τὸν φόρον BGU 612.2 (I d.C.), παρά σου τὸ ἐκφόριον BGU 2038.3, παρ' αὐτῶν ... τρισχιλίας δραχμάς BGU 2047.4.
B intr.
I en v. med.
1 mantenerse alejado o apartado, apartarse c. gen. o gen. c. prep. πολέμου Il.8.35, τῆς ἡμετέρας πόλεως X.HG 7.3.10, ἀγορᾶς Arist.Pol.1278a25, ἀπὸ παντὸς κακοῦ LXX Ib.2.3.
2 abstenerse de (tocar, comer) c. gen. βοῶν Od.12.321, τοῦ συμβουλεύειν X.Mem.4.2.3, ἀκαλήφης Arist.Fr.194
•c. inf. μὴ ... στρατεῦσαι Th.5.25, οὐκ ἀπείχοντο οὐδ' ἀπὸ τῶν φίλων τὸ μὴ οὐ πλεονεκτεῖν αὐτῶν πειρᾶσθαι no se abstenían de intentar sacar ganancia incluso de sus propios amigos X.Cyr.1.6.32, τὸ μὴ οὐκ ἐπὶ τοῦτο ἐλθεῖν ἀπ' ἐκείνου Pl.R.354b
•c. part. οὐκ ἀπέσχοντο ... βασκαίνοντες Iul.Or.1.43d
•abs. abstenerse D.21.61.
3 abstenerse de hacer daño, respetar σεῦ Od.19.489, Δεκελέης abstenerse de arrasar Decelea Hdt.9.73, Ἀρκάδων Hdt.1.66, τῶν αἰχμαλώτων ἀ. γυναικῶν respetar a las cautivas Plu.2.97d
•esp. en part. y neg. que no respeta μηδὲ τῶν μικρῶν ἀπεσχημένον D.27.47, οὔτε ἑαυτοῦ οὔτε τῶν ἄλλων ἀπεχόμενος Arist.EN 1128a35.
II en v. act.
1 c. gen. de lugar distar τῶν Ἐπιπολῶν ἓξ ἢ ἑπτὰ σταδίους Th.6.97, ὀκτὼ ἡμερέων ὁδὸν ἀπὸ Βαβυλῶνος Hdt.1.179, ἀπὸ θαλάττης ... ὁδὸν ... δώδεχ' ἡμερῶν Euphro 11.3, παμπόλλων ἡμερῶν ὁδόν X.Cyr.1.1.3, τῆς ἠπείρου ... σταδίους πεντήκοντα D.C.39.50.2, τὸ ... μέσον ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀπέχει Pl.Prm.145b
•fig. estar alejado, estar a gran distancia τὴν τυραννίδα ... πλεῖστον ἀπέχειν πολιτείας Arist.Pol.1289b2, τῆς μοναρχίας Arist.Pol.1293a17, τοῦ μέσου Arist.EN 1109a10.
2 fig. c. gen. de n. de acción o inf. subst. estar lejos de ἀπείχου τῆς ἐξευρέσιος οὐδὲν ἔλασσον Hdt.1.67, ὧν ἐκεῖνος ... πλεῖστον ἀπεῖχεν X.Mem.1.2.63, τοῦ μὴ μετ' ὀργῆς (πράττειν) ἀ. D.21.41
•frec. en constr. consecutivas τοσοῦτον δ' ἀ. τοῦ ποιῆσαί τι ... ὥστε ... Isoc.6.70, τοσοῦτον ἀπέσχον τοῦ ῥέπειν ... ὥστε ... Plb.1.31.5, cf. τοσοῦτ' ἀπέχει τῶν χορηγῶν tan lejos está de la intención de los coregos D.21.59, en correlaciones τοσούτῳ ... ἀ. τοῦ πιστὰ λέγειν, ὅσον ἐγώ ... Isoc.11.32.
3 c. dat. faltar (διαφύσιες) ... ὁτίοισιν οὐδὲν ἀπέχει ἀγγεῖα εἶναι (divisiones) a las que nada falta para ser vasos Hp.de Arte 10.
4 c. gen. ser diferente de, diferenciarse de οὐδέν τι ἀπεῖχε γαμετῆς γυναικός Hdn.1.16.4.
III 1c. idea de mov. irse lejos ἐς κόρακας ἄπεχε que se vaya a los cuervos Archil.300.21.
2 impers. ἀπέχει basta, Anacreont.16.33, Eu.Marc.14.41.
• Diccionario Micénico: a-pe-e-ke (?).
German (Pape)
[Seite 289] (s. ἔχω), 1) abhalten, entfernt halten, ἑκὰς νήσων ἀπέχειν νῆα Od. 15, 33; οὐδ' ὅ γε πρὶν λοιμοῖο βαρείας χεῖρας ἀφέξει, alte v.l. Iliad. 1, 97, nach Scholl. Did. wahrscheinlich Zenodots Lesart; Aristarch u. andere alte Ausgaben hatten Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἀπώσει; τινά τινος, Einen von etwas fern halten, abwehren, αἴ κεν Τυδέος υἱὸν ἀπόσχῃ Ἰλίου Il. 6, 96; vgl. Aesch. Ag. 1096; χεῖρας πἀντων ἀφέξω σοι Od. 20, 263; τοῖο πᾶσαν ἀεικείην ἄπεχε χροΐ Il. 24, 19; ἥ μ' Ὀδυσῆος οἴκου ἀποσχήσει, mich vom Hause entfernen wird, Od. 19, 572; Iliad. 22, 324 ᾗ κληῖδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν, trennen; pass., τῶν ἱερῶν τὰ ἐκ τῆς χώρης γενόμενα ἀπέχεται, wird ausgeschlossen vom Opfer, Her. 1, 160. Selten so bei Att. S. Plat. Cratyl. 407 b; ῥῖνα ἀπὸ κάκκης Ar. Pax 162. So φθόνον, proeul habere, Pind. N. 7, 61; οὐδὲν ἀπέχει, es steht nichts im Wege, es hindert nichts, es ist natürlich, Hippocr.; Plut. Dion. 23 ὧν οὐδὲν ἀπέχει καὶ τὸν ἄριστον μετασχεῖν; vgl. Orac. def. 41. Gew. – 2) intrans., entfernt sein, τινός, von einem Orte; die Entfernung steht im acc., τό γε μέσον ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀπέσχεν Plat. Parmen. 145 b; bes. bei Historikern, wo auch oft der gen. fehlt; eigthmt. Thuc. 5, 3 ἀποσχὼν τεσσαράκοντα στάδια μὴ φθάσαι, sc. es fehlten 40 Stadien, daß er eher als die Anderen kam; mit ἀπό, ἑτέρα ἀφ' ἑτέρας σταδίους ἑκατὸν ἀπεῖχε Plat. Critia 178 d; αἱ ὄχθαι – ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τρία πλέθρα Xen. An. 4, 3, 5. Übertr. auf andere Dinge, ὧν ἐκεῖνος πλεῖστον πάντων ἀνθρώπων ἀπέσχεν Mem. 1, 2, 62; οὐδὲν ἀπεῖχε γαμετῆς γυναικός Hedn. 1, 16. 9, unterschied sich gar nicht von der rechtmäßigen Frau. Bes. τοσοῦτο ἀπέχειν, wie tantum abest, worauf häufig ὥστε folgt, z. B. τῆς αὐτονομίας Isocr. 4, 101; τοῦ λαβεῖν Dem. 24, 3; τοῦ βοηθεῖν Pol. 5, 74. – 3) weghaben, dahinhaben, παρὰ σοῦ τὴν χάριν ἀπέχω πάλαι com. Mein. IV, 679; ἀπέχετε τὴν ἀπόκρισιν, da habt ihre eure Antwort, Aesch. 2, 50; μισθόν, schuldigen Lohn, N.T.; Plut.; ähnl. χρέος Callim. ep. 22 (VI, 147); κῦδος ὀφειλόμενον Ep. ad. 390 (IX, 115); Hesych. Erkl. ἐξαρκεῖ, ἀπόχρη, bezieht sich auf Anacr. 15, 33; vgl. Marc. 14, 41. – Med., 1) entfernt halten, für sich, Od. 22, 316 κακῶν ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθαι, Bekk. ἄπο; ἀπεσχῆσθαι τὼ χεῖρε τῆς μητρός Dem. 25, 54; vgl. Plat. Conv. 214 d; ohne χεῖρας, schonen, οὐδὲ τροφοῦ οὔσης σεῦ ἀφέξομαι Od. 19, 489; φίλων Xen. An. 2, 6, 10; Hell. 5, 2, 6. – 2) sich entfernt halten, absol., τότ' ἂν οὔ τοι ἀποσχέσθαι φίλον ἦεν Od. 9, 211; τῆς Ἑλλάδος Xen. An. 6, 4, 14; πόλεως Hell. 7, 3, 10; sich einer Sache enthalten, πολέμου Il. 8, 35; δηιοτῆτος 12, 248; ἀλλήλων ἀπέχονται εὐνῆς καὶ φιλότητος Iliad. 14, 206. 305; βοῶν Od. 12, 321. 328; οἴνου Ar. Nub. 417; ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν Plat. Phaed. 82 c 83 b; τῶν τῆς πατρίδος Pol. 10, 25; mit dem inf., τοῦ λέγειν Xen. Mem. 1, 2, 34; ohne Art. Ages. 11, 7; μὴ στρατεῦσαι Thuc. 5, 251 bes. merke man: οὐκ ἀπεσχόμην τὸ μὴ οὐκ ἀπελθεῖν, fast: ich mußte fortgehen, Plat. Rep. I, 354 b; οὐκ ἀπείχοντο ἀπὸ τῶν φίλων τὸ μὴ οὐχὶ πλεονεκτεῖν παρ' αὐτῶν Xen. Cyr. 1, 6, 32.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀπεῖχον, f. ἀφέξω, ao. ἀπέσχον;
I. tr. 1 tenir éloigné : ἀπ. νῆα νήσων OD retenir un vaisseau loin des îles ; éloigner : Τυδέος υἱὸν ἀπ. Ἰλίου IL éloigner d'Ilion le fils de Tydée ; τᾶς βοὸς τὸν ταῦρον ESCHL éloigner le taureau de la génisse ; ἀπ. τινί τι écarter de qqn (une menace, un danger, etc.) ; protéger qqn contre qch ; οὐδὲν ἀπέχει avec l'inf. rien n'empêche de;
2 tenir de la main de qqn, recevoir : μισθόν un salaire ; καρπόν recueillir le fruit de;
II. intr. être distant, éloigné de, gén. ou avec ἀπό ; fig. être éloigné : τοῦ λέγειν, τοῦ ποιεῖν ISOCR de dire, de faire;
Moy. ἀπέχομαι (f. ἀφέξομαι, ao.2 ἀπεσχόμην, pf. ἀπέσχημαι);
1 tr. tenir éloigné, éloigner : ἀθανάτων ἀπ. χεῖρας ESCHL tenir ses mains éloignées des immortels, se garder de toucher aux immortels;
2 intr. se tenir éloigné de, s'abstenir : πολέμου IL de combattre ; τινος OD épargner qqn ; ἀπ. τοῦ et l'inf., μή et l'inf., τὸ μή et l'inf. : s'abstenir de;
NT: impers. ◊ ἀπέχει NT il suffit.
Étymologie: ἀπό, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπέχω: эп. тж. ἀπίσχω (fut. ἀφήξω и ἀποσχήσω, aor. 2 ἀπέσχον) тж. med.
1 держать вдали, удерживать, не допускать (τινά или τί τινος Hom., Aesch.): ἀπέχεσθαι ἀπὸ τῶν ἱρῶν Her. не допускаться к принесению в жертву; ἄπεχε φάσγανον Eur. убери меч; οὐδὲν ἀπέχει Plat., Plut. ничто не мешает; χεῖράς τινος ἀ. τινί Hom. не давать кому-л. прикоснуться к кому-л., но: ἀπέσχεσθαι χεῖράς τινος Aesch. не прикасаться к кому-л.;
2 med. воздерживаться, удерживаться, тж. отказываться (πολέμου Hom.; εὐνῆς HH; βαναύσων ἔργων Arst.; οἴνου Arph.; τροφῆς, ἡδονῶν Plut.; τοῦ ποιεῖν τι Xen., (τοῦ) μὴ ποιεῖν τι Thuc., Dem. и τὸ μὴ ποιεῖν τι Xen., Plat.);
3 med. оставлять нетронутым, щадить (τινος Her., Xen., Plut.);
4 отделять, отграничивать (αὐχένα ἀπ᾽ ὤμων Hom.);
5 быть удаленным, отстоять (ἒξ σταδίους τινός Thuc.; πολλῶν ἡμερῶν ὁδον Xen.): ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀ. Plat. находиться на равном расстоянии от оконечностей;
6 перен. быть далеким, не быть причастным (τοῦ ποιῆσαί τι Isocr.; med. γεωμετρίας Plat.);
7 разниться, отличаться (πάντων ἀνθρώπων Xen.);
8 получать сполна (ἀπόκρισιν Aeschin.; καρπὸν τῶν πονηθέντων Plut.): ἀπέχει NT довольно, кончено.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέχω: μέλλ. ἀφέξω καὶ (ἐν Ὀδ. Τ. 572) ἀποσχήσω: ἀόρ. ἀπέσχον: - κρατῶ μακράν, ἀπομακρύνω, ἀποκρούω, αἴ κεν Τυδέος υἱὸν ἀπόσχῃ Ἰλίου ἱρῆς «ἀποστήσῃ» (μετάφρ. Γαζῆ) Ἰλ. Ζ. 96, 277· νήσων ἀπέχειν εὐεργέα νῆα Ὀδ. Ο. 33· Εὐβοίης ἀπέχειν... αἶγας Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 20, πρβλ. 22· ἄπεχε τῆς βοὸς τὸν ταῦρον Αἰσχύλ. Ἀγ. (1094) πρβλ. Πρ. 687. 2) μετὰ δοτ. προσ., κερτομίας δέ τοι αὐτὸς ἐγὼ καὶ χεῖρας ἀφέξω πάντων μνηστήρων Ὀδ. Υ. 263, πρβλ. Spitzn Ἰλ. Α. 97. 3) μετὰ προθ., κληῖδες ἀπ’ ὤμων αὐχέν’ ἔχουσιν (ἐν τμήσει), «διείργουσι τὸν αὐχένα ἀπὸ τῶν ὤμων» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 324· οὕτως, ἀπ. παρά τινος Εὐρ. Βάκχ. 427. 4) μετ’ αἰτιατ. μόνον, τηρῶ μακράν, σκοτεινὸν ἀπ. ψόγον Πινδ. Ν. 7. 89· ἀπ. φάσγανον Εὐρ. Ὀρ. 1519. 5) οὐδὲν ἀπέχει μετ’ ἀπαρεμ. οὐδὲν ἐμποδίζει, οὐδὲν κωλύει τινὰ νὰ πράξῃ τι, Πλάτ. Κρατ. 407Β, Πλούτ. 2. 433Α. ΙΙ. Μέσ., κακῶν ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθαι (ἐν τμήσει), ἔχειν τὰς χεῖρας μακρὰν τῶν κακῶν, «κακῶν ἀπέχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 316· κυάμων ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθε (ἐν τμήσει) = ἀπέχεσθαι Ἐμπεδ. 451· ἀθανάτων δ’ ἀπέχειν χεῖρας, τῶν ἀθανάτων εἶναι καθῆκον νὰ ἔχωσι τὰς χεῖρας αὐτῶν μακρὰν ἡμῶν, ἀλλ’ ὁ σχολ. ἑρμηνεύει: «μὴ πλησιάζειν ἡμᾶς τοῖς θεοῖς». Αἰσχύλ. Εὐμ. 350, πρβλ. Ἱκ. 756, Πλάτ. Συμπ. 213D, 214D: ἀλλὰ πρὸ πάντων. 2) ἀπέχεσθαί τινος, τηρῶ ἐμαυτὸν μακρὰν ἀπό τινος, ἀπέχομαι ἢ ἀπομακρύνομαι αὐτοῦ, πολέμου Ἰλ. Θ. 35, κτλ.· βοῶν Ὀδ. Μ. 321· οὐδὲ... σεῦ ἀφέξομαι, «φείσομαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 489· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 66., 4. 118, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 20, κτλ.· ἐν τῷ παθ. πρκμ. μηδὲ τῶν μικρῶν ἀπεσχημένον Δημ. 828. 12· ἀγορᾶς ἀπεσχ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 7. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀπέχεσθαι μὴ στρατεῦσαι, ἀπέχεσθαι ἀπὸ τῆς ἐκστρατείας, Θουκ. 5. 25· λαμβάνειν ἀπέσχετο Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 10· οὕτως, ἀπέχεσθαι τοῦ πονεῖν Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 3· ὡσαύτως, οὐκ ἀπέσχοντο οὐδ. ἀπὸ τῶν φίλων τὸ μὴ οὐχὶ πλεονεκτεῖν αὐτῶν πειρᾶσθαι ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 6, 32, Πλάτ. Πολ. 354Β. 4) ἀπολύτως, τηρῶ ἐμαυτὸν μακράν, ἀπέχομαι, Δημ. 534. 12. ΙΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῇ ἐνεργ. φωνῇ, εἶμαι μακρὰν ἀπό τινος, μετὰ γεν. τόπου, τῆς πόλεως οὐ πολλὴν ὁδὸν ἀπέχει Θουκ. 6. 67· οὕτως, ἀπ. ἀπὸ Βαβυλῶνος κτλ., Ἡρόδ. 1. 179, πρβλ. 3. 26 κ. ἀλλ.· ἀπὸ θαλάττης... δώδεκα ὁδὸν ἡμερῶν ἀπ. Εὔφρων ἐν Ἀδήλ. 1. 3· ἀπ. παμπόλλων ἡμερῶν ὁδὸν Ξεν. Κύρ. 1. 1, 3· πλεῖστον ἀπ. κατὰ τόπον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 3· ἀπ. τὴν ἡμίσειαν διάμετρον ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 2. 13, 8, κτλ. 2) ἐπὶ πράξεων, εἶμαι μακρὰν ἀπὸ.., ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος οὐδὲν ἔλασσον, ἀπεῖχον οὐδὲν ἧττον... Ἡρόδ. 1. 67· ἀπέχειν τοῦ λέγειν, ποιεῖν Ἰσοκρ. 227D, 130C· ἀπέχει τοῦ μὴ [πράττειν] Δημ. 527. 21· τοσοῦτ’ ἀπέχει [τις] (ἐνν. τοῦ μὴ κωλύειν) ὁ αὐτ. 533. 21· πλεῖστον ἀπ. τοῦ ποιεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62. 3) καθόλου, εἶμαι πολὺ μακρὰν ἀπὸ.., πολιτείας, μοναρχίας, κτλ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 2., 4. 6, 8, κ. ἀλλ.· τοῦ μέσου ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 7. IV. ἔχω ἢ λαμβάνω τι πλῆρες, τὴν ἀπόκρισιν Αἰσχίν. 34. 35· τὸ χρέος ὥς ἀπέχεις, λαμβάνεις πλῆρες, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 57· ἀπ. τὸν μισθὸν Πλουτ. Σόλων 22, Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 2, κ. ἀλλ.· καρπὸν ἀπ. τῶν πονηθέντων Πλουτ. Θεμ. 17· ἀπ. χάριν, λαμβάνειν εὐχαριστίας, πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. 2. 3· σ. 243, Οὐϋττεμβαχ. Πλούτ. 2. 124Ε. 2) ἀπροσ., ἀπέχει, εἶναι ἱκανόν, ἀρκεῖ, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ιδ΄, 41, πρβλ. Ἀνακρέοντ. 15. 33, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
fut. ἀφέξω, ἀποσχήσω, aor. 2 ἀπέσχον, mid. fut. ἀφέξομαι, aor. 2 ἀπεσχόμην, inf. ἀποσχέσθαι: hold from, keep from; act., τινός τι or τινά, ἑκὰς νήσων ἀπέχειν εὐεργἐα νῆα, Od. 15.33; ἠὼς ἥ μ' Ὀδυσῆος οἴκου ἀποσχήσει, that ‘shall part’ me from Odysseus' house, Od. 19.572; also w. dat. of interest, Il. 24.19, Od. 20.263; mid., τινός, ‘hold aloof from,’ Il. 12.248; ‘abstain,’ Od. 9.211; ‘spare,’ Od. 12.321, Od. 19.489.
English (Slater)
ἀπέχω keep away c. acc. & gen. σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.61) οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον (I. 4.28) in tmesis, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (O. 2.69)
English (Strong)
from ἀπό and ἔχω; (actively) to have out, i.e. receive in full; (intransitively) to keep (oneself) away, i.e. be distant (literally or figuratively): be, have, receive.
English (Thayer)
(imperfect ἀπειχον Tr text WH text; present middle ἀπέχομαι);
1. transitive,
a. to hold back, keep off, prevent (Homer, Iliad 1,97 (Zenodotus); 6,96; Plato, Crat c. 23, p. 407b.).
b. to have wholly or in full, to have received (what one had a right to expect or demand; cf. ἀποδιδόναι, ἀπολαμβάνειν (Winer s De verb. comp. etc. Part iv., p. 8; Gram. 275 (258); Buttmann, 203 (176); according to Lightfoot (on ἀπό denotes correspondence, i. e. of the contents to the capacity, of the possession to the desire, etc.)): τινα, μισθόν, παράκλησιν, πάντα, Lightfoot on Philippians, the passage cited)). Hence,
c. ἀπέχει, impersonally, it is enough, sufficient: Anacreon (530 B.C.>) in Odar. (15) 28,33; Cyril Alex. on ἀπέχω, see P. E. Pusey's edition Oxon. 1868)).
2. intransitive, to be away, absent, distant (Buttmann, 144 (126)): absolutely, ἀπό, Tr text WH text); to hold oneself off, abstain: ἀπό τίνος, from anything, R G); τίνος, Homer down.)
Greek Monolingual
(AM ἀπέχω)
1. βρίσκομαι μακριά, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι
2. δεν αναμιγνύομαι, δεν μετέχω σε κάτι, κρατιέμαι μακριά από κάτι
Greek Monotonic
ἀπέχω: μέλ. ἀφέξω και ἀποσχήσω, αόρ. βʹ ἀπέσχον·
I. κρατώ σε απόσταση ή μακριά από, απομακρύνω, αποκρούω, τινά ή τί τινος, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., κρατώ σε απόσταση, σε Ευρ.
2. κρατώ χωριστά, διαχωρίζω· κληῖδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν, οι κλείδες ξεχωρίζουν τον αυχένα από τους ώμους, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Μέσ., ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθαί τινος (τμήση της πρόθεσης), κρατώ τα χέρια μου μακριά από, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, ἀπέχεσθαί τινος, κρατώ τον εαυτό μου μακριά από κάτι, εγκρατεύομαι, αποφεύγω, αποστασιοποιούμαι από κάτι, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. με απαρ., ἀπέχεσθαι ποιεῖν ή μὴ ποιεῖν τι, αποφεύγω να κάνω κάτι, σε Θουκ. κ.λπ.
III. 1. αμτβ. στην Ενεργ., βρίσκομαι σε απόσταση ή μακριά από, με γεν. του τόπου, στον ίδ.· επίσης, ἀπέχω ἀπὸ Βαβυλῶνος κ.λπ., σε Ηρόδ.· απόλ., βρίσκομαι μακριά, σε απόσταση, σε Ξεν.
2. λέγεται για πράξεις ή ενέργειες, είμαι μακράν από, ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος, ήταν μακριά από την ανακάλυψη, σε Ηρόδ.· πλεῖστον ἀπέχω τοῦ ποιεῖν, είμαι όσο το δυνατόν μακράν του να κάνω κάτι, σε Ξεν.
IV. έχω ή λαμβάνω κάτι πλήρες, τὸν μισθόν, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ. V. απρόσ., ἀπέχει, αρκεί, φτάνει, είναι αρκετό, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
I. to keep off or away from, τινά or τί τινος Il.: absol. to keep off, Eur.
2. to keep apart, part, κληῖδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν the collar-bones part the neck from the shoulders, Il.
II. Mid., ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθαί τινος (in tmesi) to hold one's hands off or away from, Od.: also, ἀπέχεσθαί τινος to hold oneself off a thing, abstain or desist from it, Hom., Hdt., etc.
2. c. inf., ἀπέχεσθαι ποιεῖν or μὴ ποιεῖν τι to abstain from doing a thing, Thuc., etc.
III. intr. in Act. to be away or far from, c. gen. loci, Thuc.; also, ἀπ. ἀπὸ Βαβυλῶνος, etc., Hdt.: absol. to be distant, Xen.
2. of actions, to be far from, ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος were far from the discovery, Hdt.; πλεῖστον ἀπ. τοῦ ποιεῖν to be as far as possible from doing, Xen.
IV. to have or receive in full, τὸν μισθόν NTest., Plut.
V. impers., ἀπέχει it sufficeth, it is enough, NTest.
Chinese
原文音譯:¢pšcei 阿普-誒赫
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-有
字義溯源:夠了;源自(ἀπέχω)=得出結果,足有),由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ἔχω)*=持)組成。註:聖經文庫將 (ἀπέχω) (ἀπέχω) (ἀπέχω)合併為一個編號
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 夠了(1) 可14:41
原文音譯:¢pšcomai 阿普-誒所買
詞類次數:動詞(6)
原文字根:從-有
字義溯源:自行戒絕,棄絕,禁戒,遠避;源自(ἀπέχω)=得出結果,足有),由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ἔχω)*=持)組成。註:聖經文庫將 (ἀπέχω) (ἀπέχω) (ἀπέχω)合併為一個編號
出現次數:總共(6);徒(2);帖前(2);提前(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 禁戒(3) 徒15:20; 徒15:29; 提前4:3;
2) 你們⋯要禁戒(1) 彼前2:11;
3) 遠避(1) 帖前4:3;
4) 要遠避(1) 帖前5:22
原文音譯:¢pšcw 阿普誒何
詞類次數:動詞(11)
原文字根:從-有 相當於: (סוּר / סָר / שׂוּר) (רָחַק)
字義溯源:得出結果,足有,保持,定要,完全得著,距,離,相離,距,遠,得,受過;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ἔχω)*=持)組成。註:聖經文庫將 (ἀπέχω) (ἀπέχω) (ἀπέχω)合併為一個編號。參讀 (αἱρέομαι)同義字
出現次數:總共(12);太(5);可(1);路(4);腓(1);門(1)
譯字彙編:
1) 他們已經得了(3) 太6:2; 太6:5; 太6:16;
2) 離(3) 太15:8; 可7:6; 路7:6;
3) 我有(1) 腓4:18;
4) 你⋯得著(1) 門1:15;
5) 距(1) 路24:13;
6) 你們受過(1) 路6:24;
7) 之遠(1) 太14:24;
8) 相離(1) 路15:20
Léxico de magia
1 mantener lejos, alejar c. ac. e inf. ἄπεχε σαυτὸν ἐν ἡμέραις ζʹ συνουσιάσαι γυναικί absténte de tener relaciones con una mujer durante siete días P I 41 2 en v. med. abstenerse de algo c. gen. ἐναίμων καὶ ἀνεψετῶν ἀπεχόμενος absténte de alimentos con sangre y crudos P IV 54 οἴνου ἀπεχόμενος absteniéndote de vino P IV 57 ἀποσχέσθω ἐμψύχων καὶ βαλανείου que se abstenga de alimentos animales y de baño P IV 735 P I 55 c. prep. y gen. ἀπεχόμενος ἀπὸ πάντων μυσαρῶν πραγμάτων καὶ πάσης ἰχθυοφαγίας καὶ πάσης συνουσίας absteniéndote de toda obra abominable, de toda ingestión de pescado y de toda relación sexual P I 289
Lexicon Thucydideum
abesse, distare, to be away, be distant, 1.63.2, 2.5.2,
similiter similarly 2.21.2
et and 2.82.1. 2.86.4, 2.102.3, 3.20.3, 3.92.6,
item likewise 3.97.2. 3.104.2, 3.105.1, 3.112.7, 4.3.2, 4.13.3, 4.24.5, 4.35.1, 4.42.4, 4.45.1, 4.57.1, 4.67.1, 4.102.4, 4.103.5, 4.104.4, 4.110.1, 5.2.2,
item likewise 5.6.3. 6.2.6, 6.49.4, 6.97.1, 6.97.17.19.2, [vulgo commonly ἐπὶ] 7.29.3, 7.34.8, 7.50.2, [alii leg. others read πλοῦν, cf. Popp. adn. compare Poppo's note] 7.80.3, [ubi where ἀπὸ delendum videtur. seems ought to be deleted.] 7.81.3, 8.11.1, 8.38.2, 8.67.2. 8.95.3. [ubi vulgo where commonly διέχει, cf. Popp. adn. compare Poppo's note 2.81.1.)
Transl. translate 1.78.2, 5.3.3,
MED. abstinere se, to refrain oneself, 1.20.2, 1.49.7, 4.97.3, 4.127.2, 5.25.3, 7.40.4, 8.92.8.