ἀπονέμω

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονέμω Medium diacritics: ἀπονέμω Low diacritics: απονέμω Capitals: ΑΠΟΝΕΜΩ
Transliteration A: aponémō Transliteration B: aponemō Transliteration C: aponemo Beta Code: a)pone/mw

English (LSJ)

A fut. -νεμῶ Pl.Phlb. 65b:—portion out, impart, assign, ἡμῖν.. ταῦτ' ἀπένειμε τύχη Simon.100; βωμοὺς καὶ ἀγάλματα θεοῖσι Hdt.2.4; τὸ πρέπον ἑκατέροις Pl.Lg.757c; τῷ θεῷ τοῦτο γέρας Id.Prt.341e; τοῖς θεοῖς χάριτας SIG708.33, cf. 1 Ep.Pet.3.7; τὸ καλῶς ἀποθανεῖν ἴδιον τοῖς σπουδαίοις ἡ φύσις ἀπένειμεν Isoc.1.43; aor. imper. ἀπόνειμον render, impart, Pi.I.2.47; τῇ συγγνώμῃ πλέον ἢ τῷ δικαίῳ ἀπονέμειν Din.1.55:—Med., assign or take to oneself, τι Pl.Sph.267a, Lg.739b; ἀπονέμεσθαί τι feed on, Ar.Av.1289; ἀπονέμεσθαι τῶν πατρῴων help oneself to a share of... Pl.R. 574a:—Pass., to be assigned, τοῖς ἀγαθοῖς Arist.EN1123b35; to be rendered, θεῷ Porph.Marc.11.
II part off, divide, of logical division, ἐπὶ τἀναντία ἀ. τοῖς ὀνόμασι Pl.Plt. 307b:—in Pass., ib.276d,280d.
III Pass., to be taken away, subtracted, Id.Lg.771c, 848a.

Spanish (DGE)

1 asignar, dar algo que corresponde, atribuir, conceder c. ac. y dat. ἡμῖν ... τοῦτ' ἀπένειμε Τύχη Simon.118.2D., βωμοὺς καὶ ἀγάλματα θεοῖσι Hdt.2.4, τὸ πρέπον ἑκατεροις Pl.Lg.757c, τῷ θεῷ τοῦτο γέρας Pl.Prt.341e, cf. Phlb.65b, Plt.281b, τὸ δὲ καλῶς ἀποθανεῖν ἴδιον τοῖς σπουδαίοις (ἡ πεπρωμένη) ἀπένειμεν Isoc.1.43, cf. 4.178, 10.16, τοῖς δ' ἥρωσι τὰ ψαίστ' Antiph.206.3, cf. Lycurg.51, τῇ συγγνώμῃ πλέον ἢ τῷ δικαίῳ Din.1.55, τοῖς ἀξίοις τὰς τιμάς IPr.19.26 (III a.C.), τὸ δίκαιον πᾶσιν OGI 90.19 (Roseta II a.C.), cf. PMerton 5.30 (II a.C.), PBaden 80.8 (II a.C.), τὰς τιμὰς τοῖς εὐεργέταις OGI 763.24 (Mileto II a.C.), τὸ κατ' ἀξίαν Plu.2.719b, συγγνώμην ἀπονέμειν perdonar Luc.Nigr.14, DDeor.9.3, cf. Clem.Al.Strom.6.11.95, τὰς χάριτας τοῖς θεοῖς SIG 708.33 (Istrópolis II a.C.)
c. ac., gener. conceder τιμάς Arist.Pol.1315a6, 1Ep.Petr.3.7, τὸ κατὰ τὴν μίξιν Aristid.Quint.122.29
delegar, encomendar ἐφήσεις τοῖς ... ἐπιστρατήγοις POxy.1185.6 (II d.C.)
en un testamento legar, PMasp.151.215 (VI d.C.)
c. inf. determinar τὰς ἄλλας ἀρχὰς ἀπένειμεν ἄρχειν ἐκ πεντακοσιομεδίμνων Arist.Ath.7.3
dar noticias, referir ταῦτα, Νικάσιππ', ἀπόνειμον Pi.I.2.47
en v. pas. τὸ δὲ ὑπὸ τῆς κοινῆς φύσεως ἀπονεμόμενον πᾶν M.Ant.8.7, cf. 2.17, τοῖς ἀγαθοῖς Arist.EN 1123b35, ταῦτ' ἀπονέμεται κατὰ τὸν τοῦ Διὸς λόγον Plu.2.1050e, τῷ θεῷ Porph.Marc.11
en v. med. tomar para sí τὸ αὑτοῦ μέρος ... τῶν πατρῴων Pl.R.574a, ἀπονείμασθαι τὸ φίλον αὑτῷ τῆς αὑτοῦ πατρίδος Pl.Lg.739b.
2 dividir, separar c. ac. πρῶτον μὲν οὖν αὐτῶν ἀπονεῖμαι δεῖ τοὺς φρονιμωτάτους Aen.Tact.1.4, en v. pas. πάντων τῶν ἀναγκαίων ἀπονεμηθὲν τρίτον μέρος ὤνιον ... ἔστω Pl.Lg.848a, cf. 771c, Plt.280d, en v. med. τοῦτο Pl.Sph.267a.
3 intr. comunicar con ἄλλος τόνος ... παρὰ ῥάχιν παρέτεινεν ... καὶ τῇσι πλευρῇσιν ἀπένεμεν Hp.Epid.2.4.2, Oss.10.
4 gram. atribuir, asignar el nombre, A.D.Synt.103.17.

German (Pape)

[Seite 316] (s. νέμω), ab-, zuteilen, ἕκαστα ἑκάστοις Plat. Theaet. 195 a; τὸ πρέπον ἑκατέροις Legg. VI, 757 c; τῷ θεῷ γέρας Prot. 341 e; Γαΐῳ τοὺς ἡμίσεις τῶν στρατιωτῶν Pol. 14, 4; συγγνώμην τινί Luc. Nigr. 14; ἑκάστῳ τὸ κατ' ἀξίαν Hdn. 2, 4, 5. So πλέον τῇ συγγνώμῃ ἢ τῷ δικαίῳ, mehr darauf geben, Din. 1, 55. – Auch absondern, pass., Plat. Polit. 276 d 280 d. – Med., für sich abnehmen, sich zuteilen, τῶν πατρῴων Plat. Rep. IX, 574 a; dah. sich zu Nutze machen, τί Ar. Av. 1289. Bei Pind. I. 2, 48 erkl. Schol. ἀπόνειμον (überbringe das Lied) schwerlich richtig durch ἀνάγνωθι, u. führt aus Soph. frg. 150 γραμμάτων πτύχας ἔχων ἀπ. in der Bdtg vorlesen an; ἀπονεμητέον Arist. Nicom. 9, 2, 7.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπονεμῶ, ao. ἀπένειμα, pf. ἀπονενέμηκα;
attribuer en partage, attribuer, assigner : τί τινι qch à qqn;
Moy. ἀπονέμομαι s'attribuer en partage, s'attribuer, acc..
Étymologie: ἀπό, νέμω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονέμω:
1 уделять, назначать, отдавать (τινί τι Her., Plat., Isocr., Polyb., Plut.);
2 med. брать или присваивать себе (τι и τινός Plat.), тж. обращать в свою пользу (τὰ ψηφίσματα Arph.);
3 даровать (συγγνώμην τινί Luc.);
4 объявлять, возвещать (ταῦτα Pind.);
5 воздавать (τιμήν τινι Lys., Plut.);
6 выделять, обособлять (ἀπονεμηθεῖσαι τέχναι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονέμω: μέλλ. -νεμῶ καὶ μεταγ. νεμήσω: δίδω, μοιράζω, τάττω, χωρίζω, ἀφιερῶ, προσφέρω, ἡμῖν... ταῦτ’ ἀπένειμε τύχη Σίμων. 97· βωμοὺς καὶ ἀγάλματα καὶ νηοὺς θεοῖσι ἀπονεῖμαι Ἡρόδ. 2. 54· τὸ πρέπον ἑκατέροις ἀπονέμοι Πλάτ. Νόμ. 757C· τῷ θεῷ τοῦτο γέρας ὁ αὐτ. Πρωτ. 341Ε, τοῖς εὐεργέταις τιμὰς Λυσίας 124. 23· προστακτ. ἀορ. ἀπόνειμον, δός, μετάδος, Πινδ. Ι. 2. 68· τῇ συγγνώμῃ πλέον... ἀπονέμειν Δείναρχ. 97. 13: ― Μέσ. ἀπονέμω ἑμαυτῷ, μιμητικὸν δὴ τοῦτο προσειπόντες ἀπονειμώμεθα Πλάτ. Σοφ. 267Α, Νόμ 739Β· εἶτ’ ἀπενέμοντ’ ἐνταῦθα τὰ ψηφίσματα, εἶτα ἐβόσκοντο ἐνταῦθα ἐσθίοντες ψηφίσματα, Ἀριστοφ. Ὄρνιθ. 1289· ἀπονέμεσθαι τῶν πατρῴων Πλάτ. Πολ. 574Α: ― Παθ., δίδομαι, ἀπονέμομαι, τῆς ἀρετῆς γὰρ ἆθλοντιμή, καὶ ἀπονέμεται τοῖς ἀγαθοῖς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 15. ΙΙ. ἀποχωρίζω, μερίζω ἐπὶ λογικῆς διαιρέσεως, ἐπὶ τἀναντία ἀπ. τοῖς ὀνόμασι Πλάτ. Πολιτ. 307Β· ἐν τῷ παθ. αὐτόθι 276D. 280D ΙΙΙ. Παθ., λαμβάνομαι, ἀφαιροῦμαι, ὁ αὐτ. Νόμ. 771C, 848A.

English (Slater)

ἀπονέμω impart ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς (I. 2.47)

English (Strong)

from ἀπό and the base of νόμος; to apportion, i.e. bestow: give.

English (Thayer)

(νέμω to dispense a portion, to distribute), to assign, portion out (ἀπό as in ἀποδίδωμι (which see, cf. ἀπό, V.)): τίνι τί viz. τιμήν, showing honor, Herodian, 1,8, 1; τήν τιμήν καί τήν εὐχαριστίαν, Josephus, Antiquities 1,7, 1; τῷ ἐπισκόπω πᾶσαν ἐντροπήν, Ignatius ad Magnes. 3 [ET]; first found in (Simonides 97 in Anthol. Pal. 7,253, 2 (vol. i., p. 64, Jacobs edition)); Pindar Isthm. 2,68; often in Plato, Aristotle, Plutarch, others.).

Greek Monolingual

(AM ἀπονέμω)
νεοελλ.
προσφέρω, χορηγώ τίτλο, βραβείο ή τιμητική θέση
αρχ.
Ι. 1. δίνω μερίδιο, μοιράζω, αποδίδω
2. (Λογ.) μερίζω, διαιρώ
3. δίνω στον εαυτό μου ένα μέρος
4. παίρνω για τον εαυτό μου, επωφελούμαι.

Greek Monotonic

ἀπονέμω: μέλ. -νεμῶ, διανέμω, μοιράζω, χωρίζω, αφιερώνω, ορίζω, παρέχω, τί τινι, σε Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., αποδίδω στον εαυτό μου, παίρνω για λογαριασμό μου, σε Πλάτ.· ἀπονέμεσθαί τι, βόσκω ένα κοπάδι, σε Αριστοφ.· με γεν. διαιρ., λαμβάνω μερίδιο από κάτι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

to portion out, impart, assign, τί τινι Hdt. Attic:—Mid. to assign or take to oneself, Plat.; ἀπονέμεσθαί τι to feed on, Ar.: c. gen. partit. to help oneself to a share of a thing, Plat.

Chinese

原文音譯:¢ponšmw 阿坡-尼摩
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-適用的
字義溯源:分派,分配,指派,待以;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(νόμος)=律法,分出)組成;而 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 當待以(1) 彼前3:7