ἀπορρίπτω
English (LSJ)
poet. ἀπορίπτω Pi.P.6.37, later ἀπορριπτέω X.HG5.4.42, Plu. Caes. 39, Cat.Ma.5, Luc. Tim.12, Hdn.4.9.2, D.C.74.1,
Afut. ἀπορρίψω Hes.Sc. 215: pf. ἀπέρριφα Plb.1.40.15:—throw away, put away, μῆνιν, μηνιθμόν, Il.9.517, 16.282; ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις . . εἷμα Pi.P.4.232; ἀπορριψοντι ἐοικώς like one about to cast [a net], Hes.Sc.215; ἀπορρίπτω ἀπὸ τοῦ στόματος = spit, Thphr. Char.19.4; vomit, τὴν τροφήν Asclep.Jun. ap. Gal.13.162; cast up, of a river, τοὺς νεκροὺς τῶν ῥευμάτων Jul.Or.2.60c.
II cast forth from one's country, A.Ch.914; ἀπωστὸς γῆς ἀπορριφθήσομαι S.Aj.1019; ἀπερριμμένοι = outcasts, D.18.48, cf. D.H. 9.10; of things, reject, PBaden19.12 (ii A.D.); τὰ φαῦλα καὶ ἀπερρ. τῶν ἐδεσμάτων Hdn.4.12.2.
2 disown, reject, Pi.O.9.38, S.El. 1018.
3 throw aside, set at naught, ἡ ἡμετέρη εὐδαιμονίη οὕτω τοι ἀπέρριπται ἐς τὸ μηδέν Hdt.1.32; Κύπρις δ' ἄτιμος τᾠδ' ἀπέρριπται λόγῳ A.Eu. 215; ὅταν . . τὰ χρηστὰ ἀπορρίπτηται D.25.75.
III of words, utter, especially in disparagement, ἔς τινα Hdt.1.153,4.142 (Pass.),8.92: generally, ἀπορρίπτω ἔπος = let fall a word, Id.6.69; χαμαιπετὲς ἔπος οὐκ ἀπέριψεν Pi.P. 6.37; λόγον ἀχρεῖον Ant.Lib.11.3; μηδ' ἀπορριφθῇ λόγος A.Supp. 484.
IV intr., throw oneself down, leap off, Act.Ap.27.43, Charito 3.5.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀπορίπτω Pi.P.6.37, Act.Ap.27.43, 1Ep.Clem.18.11
I tr.
1 tirar, echar, arrojar
a) c. ac. de cosa ἀμφίβληστρον Hes.Sc.215, εἷμα Pi.P.4.232, τῇ χειρὶ ... ἀπορρῖψαι πόρρω τὸ πληγέν tirar lejos con la mano el objeto lanzado Arist.Aud.800b9, ἐν τῇ ὁδῷ τὰ φυτά PCair.Zen.736.34 (III a.C.), cf. Philostr.VS 574, ὅπλα D.C.74.1.2, τοὺς αὐλούς Aristid.Quint.91.19, τὸ πῦρ ἐκ τῶν χειρῶν Luc.Tim.12, σκεύη ... ἐπὶ γῆς desde un barco PSI 298.10 (IV d.C.), cf. PMag.4.59, γαῦλον Colluth.127, cf. 326, τὰ ... ἀπερριμμένα τῶν ἐδεσμάτων καὶ ποτῶν οἷς ... ἔχαιρε los desperdicios de comidas y bebidas que le gustaban Hdn.4.12.2
•c. part. προσλαλῶν ἀπορρίπτειν ἀπὸ τοῦ στόματος echar escupitinas al hablar Thphr.Char.19.4;
b) c. ac. de pers. arrojar, echar, expulsar σ' ἀπέρριψ' εἰς δόμους δορυξένους A.Ch.914, (θηρίων) τοὺς Ἰνδοὺς ἀπερριφότων habiendo derribado los elefantes a sus conductores indios Plb.1.40.15
•en v. pas. ser arrojado, expulsado de un país ἀπωστὸς γῆς ἀπορριφθήσομαι S.Ai.1019, τοῦ Ἑλληνικοῦ Philostr.Her.36.26
•ἀπὸ τοῦ πύργου Herm.Sim.9.23.3, de unas tierras PEnteux 66.11 (III a.C.), ἀπερριμμένοι desterrados D.18.48, cf. D.H.9.10.2.
2 de palabras lanzar, soltar χαμαιπετὲς ... ἔπος οὐκ ἀπέριψεν Pi.l.c., cf. Hdt.6.59, 7.13, 8.92, λόγον Plu.2.367a, λόγον ἄχρειον Ant.Lib.11.3, πολλὰ χαρίεντα Hdn.4.9.2
•en v. pas. ταῦτα ... ἀπέρριπται Hdt.4.142, μηδ' ἀπορριφθῇ λόγος ἐμοῦ A.Supp.484.
3 devolver τοὺς νεκροὺς τῶν ῥευμάτων de un río, Iul.Or.3.60c
•c. dat. de pers. τῷ Σαραπίωνι τὸ δουλικὸν σωμάτιον PBouriant 14.18 (II d.C.), cf. PBaden 19.12 (II d.C.).
II fig. y de abstr.
1 dejar a un lado, deponer μῆνιν Il.9.517, μηνιθμόν Il.16.282.
2 tirar, rechazar λόγον Pi.O.9.36, πόνους ἐπ' ἀρετῇ ... ἀπορρίψαντα malgastando los esfuerzos en favor de la virtud Gorg.B 11a.20, καλῶς δ' ᾔδειν σ' ἀπορρίψουσαν ἁπηγγελλόμην bien sabía que rechazarías lo que yo te estaba proponiendo S.El.1018, δόξας ... καὶ πλούτους Plu.2.752e
•c. ἀπό y gen. rechazar, apartar ἀπ' ὀφθαλμῶν ἀπορρῖψαι S.Fr.828c, με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου 1Ep.Clem.l.c., ἀφ' ἑαυτῶν πᾶσαν ἀδικίαν 1Ep.Clem.35.5
•en v. pas. Κύπρις ... τῷ δ' ἀπέρριπται λόγῳ A.Eu.215, εὐδαιμονίη ... ἐς τὸ μηδέν Hdt.1.32, τὰ χρηστά D.25.75.
III intr. tirarse, arrojarse al mar ἐκέλευσεν ... ἀπορίψαντας ... ἐπὶ τὴν γῆν ἐξιέναι Act.Ap.l.c., ἀπορρίψαντες οἱ ναῦται Charito 3.5.6.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπορρίψω, ao. ἀπέρριψα;
1 rejeter ; fig. μῆνιν, μηνιθμόν IL déposer ou oublier sa colère ; en mauv. part jeter de côté, jeter au rebut;
2 lancer : τι ἔς τινα des paroles contre qqn;
3 laisser tomber : ἔπος une parole;
4 jeter au loin ; expulser, bannir.
Étymologie: ἀπό, ῥίπτω.
German (Pape)
abwerfen, wegwerfen, ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην τηλόσε Il. 22.406; μῆνιν ἀπορρίψαντα 9.517; μηνιθμὸν ἀπορρῖψαι 16.282; εἷμα Pind. P. 4.232; ἔπος χαμαιπετὲς οὐκ ἀπέρριψε 6.37; vgl. Ol. 9.39; bittere, schmähende Worte gegen Einen schleudern, ἔς τινα Her. 8.92; vgl. 4.142; ὃν εἰλήφεσαν καρπόν Xen. Hell. 5.4.42; ἀπορριφθήσομαι γῆς ἀπωστός Soph. Aj. 998; verschmähen, verachten, El. 1006; Her. 1.32; Xen. Mem. 2.1.31; ἀπερριμμένος, ein Verworfener, Dem. 18.42 und Sp.; φαῦλα καὶ ἀπερρ. ἐδέσματα Hdn. 4.12.4.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορρίπτω: поэт. ἀπορίπτω
1 отбрасывать, бросать прочь, сбрасывать (καλύπτρην τηλόσε Hom. - in tmesi; εἷμα Pind.; перен. μῆνιν Hom.);
2 изгонять (τινὰ ἐς δόμους δορυξένους Aesch.; γῆς Soph.; ἐκ θεῶν Xen.);
3 отвергать с презрением, отклонять (ἃ ἐπηγγελλόμην Soph.; ἄνδρες ἀπερριμένοι Dem., Plut. и ἀπορριφθέντες Plut.): ἀπορριπτεσθαι ἐς τὸ μηδέν Her. не ставиться ни во что;
4 нечаянно высказывать, ронять (ἔπος Her., Pind.);
5 бросать в лицо, упрекать (τι ἔς τινα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρίπτω: ποιητ. ἀπορίπτω (Πινδ. Π. 6. 37), μεταγ. ὡσαύτως ἀπορριπτέω (ἴδε ῥίπτω): μέλλ. -ρίψω, ῥίπτω ἔξω, ῥίπτω μακράν, ἀποβάλλω, μῆνιν, μηνιθμὸν Ἰλ. Ι. 517., Π. 282· ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις … εἷμα Πινδ. Π. 4. 412· ἀπορρίψοντι ἐοικώς, ὁμοιάζων πρὸς μέλλοντα νὰ ῥίψῃ (δίκτυον), Ἡσ. Ἀσπ. 215. ΙΙ. ἀποδιώκω, ἐξορίζω τινὰ ἐκ τῆς πατρίδος του, Αἰσχύλ. Χο. 914· ἀπωστὸς γῆς ἀπορριφθήσομαι Σοφ. Αἴ. 1019: -ἀπερριμένοι, δεδιωγμένοι, Δημ. 242. 3· πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 10· Οὕτως, ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἀπερρ. τῶν ἐδεσμάτων Ἡρωδιαν. 4. 12. 2) δὲν ἀναγνωρίζω, ἀποκηρύττω, Πινδ. Ο. 9. 54, Σοφ. Ἠλ. 1006. 3) ῥίπτω κατὰ μέρος, περιφρονῶ, ἡ ἡμετέρη εὐδαιμονίη οὕτω τοι ἀπέρριπται ἐς τὸ μηδὲν Ἡρόδ. 1. 32· Κύπρις δ’ ἄτιμος τῶδ’ ἀπ λόγῳ Αἰσχύλ. Εὐμ. 215· ὅταν ... τὰ χρηστὰ ἀπορρίπτηται Δημ. 792. 25. ΙΙ. ἐπὶ λέξεων, ὡς τὸ Λατ. jacĕre, ἐξακοντίζω ὀξεῖς, διαπεραστικοὺς λόγους, ἔς τινα, κατά τινος, Ἡρόδ. 1. 153, 4. 142., 8. 92. 2) ὡσαύτως, ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῶν χειλέων μου λόγος τις, «ξεστομίζω τι», ἀϊδρείῃ τῶν τοιούτων ἐκεῖνος τοῦτο ἀπέρριψε τὸ ἔπος Ἡρόδ. 6. 69· οὕτω, χαμαιπετὲς ἔπος ἀπ. Πινδ. Π. 6. 37· μηδ’ ἀπορριφθῇ λόγος Αἰσχύλ. Ἱκ. 484· πρβλ. ῥίπτω V καὶ ἐκκρίπτω.
English (Autenrieth)
(ϝρίπτω), aor. inf. ἀπορρι-ψαι, part. ἀπορρίψαντα: fling away; fig., μῆνιν, Il. 9.517, Il. 16.282.
English (Slater)
ἀπορρίπτω cast away ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον (O. 9.36) ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἷμα (P. 4.232) χαμαιπετὲς δ' ἄῤ ἔπος οὐκ ἀπέριψεν (byz.: ἀπέρριψεν codd.: uttered ) (P. 6.37)
English (Thayer)
1st aorist ἀπέρριψα (T WH write with one rho ῥ; see Rho); (from Homer down); to throw away, cast down; reflexively, to cast oneself down: R. V. cast themselves overboard). (So in Lucian, ver. hist. 1,30 variant; (Chariton 3,5, see D'Orville at the passage); cf. Winer's Grammar, 251 (236); (Buttmann, 145 (127)).)
Greek Monolingual
ἀπορριπτῶ (-έω) (Α) ριπτώ (-έω)
απορρίπτω, πετώ.
κ. απορίχνω, κ. -ρίχτω (AM ἀπορρίπτω)
1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω
2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιον
μσν.- νεοελλ.
αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιον
νεοελλ.
Ι. (-ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε ανώτερη τάξη ή δεν κάνω δεκτό σε εισιτήριες εξετάσεις
II. (-ρίχνω)
1. παθαίνω αποβολή, γεννώ πρόωρα
2. (για λόγο ή μυστικό) εμπιστεύομαι, εκμυστηρεύομαι
III. (-ομαι)
1. παραμελώ τον εαυτό μου
2. απελπίζομαι
μσν.
εγκαταλείπω βρέφος, το αφήνω έκθετο
αρχ.
1. εξορίζω
2. (για λόγο) ξεστομίζω
3. αποκηρύσσω.
Greek Monotonic
ἀπορρίπτω: ποιητ. ἀπο-ρίπτω, μέλ. -ρίψω, αόρ. αʹ -έρριψα — Παθ. μέλ. ἀπορριφθήσομαι, αόρ. αʹ -ερρίφθην, παρακ. -έρριμμαι·
I. ρίχνω μακριά ή έξω, πετώ μακριά, αποβάλλω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. αποδιώχνω, εξορίζω κάποιον από την πατρίδα του, σε Αισχύλ., Σοφ.· ἀπερριμμένος, αποδιωγμένος, απόβλητος, σε Δημ.
2. απαρνούμαι, αποποιούμαι, αποκηρύσσω, σε Σοφ.
3. παραμερίζω, καταφρονώ, σε Αισχύλ.· Παθ., ἀπέρριπται εἰς τὸ μηδέν, σε Ηρόδ.
III. λέγεται για λέξεις, εξακοντίζω δριμείς, οξείς, αυθάδεις και υβριστικούς λόγους, ἔς τινα, σε ή εναντίον κάποιου, στον ίδ.· επίσης, ἀπορρίπτω ἔπος, αφήνω να βγει μια λέξη από το στόμα μου, εκστομίζω, στον ίδ.
Middle Liddell
I. to throw away, put away, Il.
II. to cast forth from one's country, Aesch., Soph.; ἀπερριμμένοι outcasts, Dem.
2. to disown, renounce, Soph.
3. to throw aside, set at naught, Aesch.: Pass., ἀπέρριπται ἐς τὸ μηδέν Hdt.
III. of words, to shoot forth bold, keen words, ἔς τινα at one, Hdt.:— also, ἀπ. ἔπος to let fall a word, Hdt.
Léxico de magia
arrojar, tirar ἐν ἀγροῖς ἀπόρριψον τὰ καταλειφθέντα μέρη tira en el campo los pedazos que han sobrado P IV 59