Search results
There is a page named "ἀποσκοπέω" on this wiki. See also the other search results found.
- Frage, Plut. Dion. 52. Bei Sp. auch im med., τὸ μέλλον Plut. Pomp. 79. ἀποσκοπέω: μετὰ μέλλ. -σκέψομαι: - ὡς τὸ ἀποβλέπω, ἀποσύρω τὰ βλέμματά μου ἀπὸ ἄλλων6 KB (543 words) - 20:35, 31 December 2020
- ἐνατενίζω, ἐμβλέπω, ἀναβλέπω, δρωπάζω, βλεπάζω, ἐγγλαυκόω, ἐκδέρκομαι, ἀποσκοπέω, ἀνασκοπέω, εἰσβλέπω, εἰσδέρκομαι, ἐκβλέπω, δερκιάομαι, δεύκω, εἰσοράω655 bytes (43 words) - 07:12, 22 August 2017
- γυμνάζω, διακωδωνίζω, ἐγκύπτω, ἀνακρίνω, ἀνερευνάω, διαζητέω, διαμετρέω, ἀποσκοπέω, εἰσοράω, διακινέω, ἐλέγχω, ἐξακριβόω, ἀνετάζω, ἀμφιφράζομαι, ἐνθυμέομαι685 bytes (42 words) - 07:05, 22 August 2017
- contemplar = εἰσθεάομαι, ἐγκαταθρέω, ἀμφιδέρκομαι, ἀναθρέω, εἰσαθρέω, ἐμβλέπω, ἀποσκοπέω, εἰσοράω, ἀθρέω, ἀτενίζω, ἐνθεωρέω, εἰσλεύσσω, αὐγάζω, δέρκομαι, βλέπω409 bytes (32 words) - 06:40, 22 August 2017
- ἀνασκέπτομαι, διαφροντίζω, δοκιμάζω, ἐμβλέπω, ἐγκαθοράω, διαδοξάζω, ἄγω, ἀποσκοπέω, ἀποβλέπω, ἀθρέω, ἀποθεωρέω, διανοέομαι, ἐνθυμίζομαι, ἐνθύμιος, ἀπολαμβάνω742 bytes (45 words) - 06:53, 22 August 2017
- vigilar = διαπαρατηρέομαι, διατηρέω, ἀποσαλεύω, ἀποσκοπέω, διασκέπτομαι, διαφυλάσσω, ἐγρήσσω, ἀθερώσσω, βλέπω, δραγατεύω, διοπωπεύω * Look up in: Google286 bytes (25 words) - 07:23, 22 August 2017
- en cuenta = ἀποσκέπτομαι, διέρχομαι, ἐναριθμέω, διαλαμβάνω, ἐγκαθοράω, ἀποσκοπέω, ἀποβλέπω, ἐκλογίζομαι, ἐλλογέω, ἐμπάζομαι * Look up in: Google | Wiktionary268 bytes (26 words) - 07:22, 22 August 2017
- Authors & Works [Seite 324] = ἀποσκοπέω, w. m. s. ἀποσκέπτομαι: ἄχρ. ἀποθ., ἐξ οὗ τὸ ἀποσκέψομαι μέλλ. τοῦ ἀποσκοπέω: ― ῥηματ. ἐπίθ. ἀποσκεπτέον, πρός2 KB (130 words) - 20:36, 31 December 2020
- ἀποσκοπεῖν = (see also ἀποσκοπέω): examine, scrutinise ⇢ Look up "ἀποσκοπεῖν" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the99 bytes (28 words) - 16:27, 5 June 2020
- Click links below for lookup in third sources: = ἀποσκοπέω (look away from, look steadily, keep watch, regard), QS. 6.114. * Abbreviations: ALL |677 bytes (47 words) - 12:45, 14 January 2021
- Click links below for lookup in third sources: = ἀποσκοπέω (look away from, look steadily, keep watch, look to, regard), LXX La. 4.17, Ph. 1.677 codd980 bytes (91 words) - 16:32, 22 January 2021
- смотреть издали = ἀποσκοπέω * Look up in: Google | Wiktionary | Викисловарь | Βικιλεξικό | Википе́дия | This site | Gramota | Dict.com | Krugosvet |43 bytes (38 words) - 02:55, 14 October 2019
- θηέομαι, θαέομαι, δέρκομαι, εἰσβλέπω, ἐσβλέπω, κατόσσομαι, εἰσοράω, ἐσοράω, ἀποσκοπέω, βλέπω, ὁράω * Look up in: Google | Wiktionary | Викисловарь | Βικιλεξικό831 bytes (72 words) - 17:40, 18 October 2019
- внимательно взирать = ἀποσκοπέω * Look up in: Google | Wiktionary | Викисловарь | Βικιλεξικό | Википе́дия | This site | Gramota | Dict.com | Krugosvet43 bytes (38 words) - 03:50, 14 October 2019
- ἀνέκαθεν, ἀνέκαθε, ἄγκαθεν, ἄνωθεν, ἄνωθε, προσκάθημαι, προσκάτημαι, ἀποσκοπέω * Look up in: Google | Wiktionary | Викисловарь | Βικιλεξικό | Википе́дия545 bytes (62 words) - 18:15, 18 October 2019