ἀποχωρέω

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχωρέω Medium diacritics: ἀποχωρέω Low diacritics: αποχωρέω Capitals: ΑΠΟΧΩΡΕΩ
Transliteration A: apochōréō Transliteration B: apochōreō Transliteration C: apochoreo Beta Code: a)poxwre/w

English (LSJ)

A fut. ἀποχωρήσομαι Th.3.13, D.25.78:—go from or go away from, δόμων Ar.Ach.456; ἐκ τοῦ στρατοπέδου Pl.R. 394a.
2 abs., depart, πάλιν ἀ. E.IT265; withdraw, ἐπὶ τὰ ἀναγκαῖα v.l. in X.Cyr. 1.6.36; esp. after a defeat, retire, retreat, Th.2.89, etc.; πρὸς τὴν πόλιν X.HG4.4.11; ἐπὶ τῆς Κορίνθου Th.2.94.
3 ἀ.ἐκ τῶν πόλεων .. withdraw from... give up possession of, X.HG5.2.13.
b metaph., withdraw or dissent from opinions, δοξῶν Gal.15.356, cf. Arr.Epict.4.1.53.
4 turn out, succeed, Phld.Rh.1.105S.; of persons, κατὰ τρόπον ἀ. to be successful, ib.2.259S.
5 have recourse, εἴς, ἐπί τι, D.25.78.37.21.
II pass off, especially of the excretions of the body, Hp.Judic.10, X.Cyr.1.2.16; τὰ ἀποχωροῦντα = excrements, Id.Mem.1.4.6; τὸ ἀποχωροῦν = excretion, Arist.GA725b15.
III of places, to be distant, μέρη ἀποκεχωρηκότα Plb.15.27.8; ἀ. ὡς πόδα to be a foot apart, Apollod.Poliorc.165.1.

Spanish (DGE)

A I1c. suj. de pers. irse, marcharse c. gen. δόμων Ar.Ach.456
de esclavos escaparse, irse ἡμῶν PCair.Zen.15ue.41 (III a.C.)
c. ἐκ: ἀποχωρήσας ... ἐκ τοῦ στρατοπέδου Pl.R.394a, ἐκ τῶν πόλεων X.HG 5.2.13
c. ἀπό: ἀπ' ἀμφοτέρων Th.3.13, ἀποχωρεῖτε ἀπ' ἐμοῦ Eu.Matt.7.23, ἀπὸ τῶν τόπων SB 9681.10 (II a.C.), ἀπὸ ... μάχης Plu.2.113f
c. otras prep. πρὸς τὴν πόλιν X.HG 4.4.11, πρός τινα ... τόπον D.P.Au.2.20, εἰς τὰς Θήβας X.HG 5.4.46, εἰς τὰς ναῦς Pl.Lg.706c, ἐπὶ τῆς Κορίνθου Th.2.94
abs. παῖδες ἀποκεχωρήκασί μου δύο PLugd.Bat.20.43.3 (III a.C.), cf. PCair.Zen.709.5 (III a.C.), αἰὰν [ἀπο] χωρῶι πέμσωι (sic) πρὸς σέ si me marcho, te mandaré aviso, PFay.116.20 (II d.C.), καὶ ἐγὼ ἀπεχώρουν POxy.2419.8 (IV d.C.)
de tropas retirarse Th.2.89
de ciudad hacer defección ἀπεχώρησάν τινες πόλεις οὐ πολλαί Th.7.82
part. de aor. o perf. en pap. huido, desaparecido para evadir impuestos ἀπο(χωρήσας) PLaur.69.6 (I/II d.C.), para eludir una labor οἱ ἀποκεχωρη(κότες) POxy.2182.38 (II d.C.).
2 c. suj. de cosa salir, ser evacuado esp. de excrementos διὰ τὰ οὖρα τὰ ἀποχωρέοντα Hp.Iudic.10, de las comidas persas ὥστε ἄλλῃ πῃ ἀποχωρεῖν X.Cyr.1.2.16, τὰ ἀποχωροῦντα excrementos X.Mem.1.4.6, γίνεται τὸ ἀποχωροῦν Arist.GA 725b15
de humores perjudiciales, Plu.2.688c.
II usos fig.
1 c. gen. o prep. c. gen. librarse, huir ἐκ τοῦ φοβεροῦ X.Lac.9.1
abandonar τοῦ λήμματος καὶ τῶν γενημάτων τῶν ἀποκειμένων PYale 83.13 (II d.C.), μηιδ' ἀποχωρήισειν ἐκ τῆς ... φράτρας εἰς ἑτέραν φράτραν y no cambiarse de esta hermandad a otra, SB 7835.14 (I a.C.)
disentir δοξῶν Gal.15.356, ἀπὸ μὲν ὠνῆς καὶ πράσεως ... Arr.Epict.4.1.53.
2 c. prep. y ac. recurrir a εἰς τὰς λῃτουργίας D.25.78, ἐπὶ τοῦτο D.37.21.
III de lugares distar, estar alejado εἴς τινα μέρη τῆς αὐλῆς ἀποκεχωρηκότα hacia unas partes remotas del palacio Plb.15.27.8, τὰ ξύλα ... ἀποχωροῦντα ὡς πόδα estando los maderos como a un pie de distancia Apollod.Poliorc.165.1.
B salir bien, tener éxito del razonamiento de los sofistas οὐκ ἀποχωρήσαντος Phld.Rh.2.179Aur., de los jueces κατὰ τρόπον δὲ ἀποχωροῦντας Phld.Rh.2.259.

German (Pape)

[Seite 336] fut. auch ἀποχωρήσομαι, Thuc. 3, 13; Dem. 25, 78; ab-, weggehen, δόμων Ar. Ach. 456; ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plat. Rep. III, 394 a; bes. sich zurückziehen, Thuc. 2. 79, oft; εἴς τι, bes. wo man Schutz findet, vgl. Dem. a. a. O.; auch abgesondert werden, τὰ ἀποχωροῦντα, Excremente, Xen. Mem. 1, 4, 6; vgl. Cyr. 1, 2, 16. – Von Oertern, entlegen sein, Pol. 15, 27.

French (Bailly abrégé)

ἀποχωρῶ :
1 s'éloigner ; en parl. d'une armée se replier, battre en retraite;
2 se séparer ; être évacué par les selles ; τὰ ἀποχωροῦντα les excréments.
Étymologie: ἀπό, χωρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχωρέω: (fut. тж. ἀποχωρήσομαι)
1 уходить, удаляться (δόμων Arph.; ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plat.);
2 совершать отступление, отходить, отступать Thuc., Xen.;
3 обращаться (εἴς и ἐπί τι Dem.);
4 выделяться (из организма), быть извергаемым (τὰ ἀποχωροῦντα Xen. и τὸ ἀποχωροῦν Arst.);
5 быть отдаленным (τὰ μέρη τῆς αὐλῆς ἀποκεχωρηκότα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχωρέω: μέλλ. -ήσω, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ -ήσομαι, Θουκ. 3.13, Δημ. 793.14: - ἐξέρχομαι ἀπό τινος μέρους, ἀπέρχομαι, δόμων Ἀριστοφ. Ἀχ. 456· ἐκ τόπου Πλάτ. Πολ. 394Α 2) ἀπολ., ἀναχωρῶ, ἀπέρχομαι πάλιν ἀπ. Εὐρ. Ι. Τ. 265 (διαφ. γραφὴ ἀναχωρῶ)· κυρίως μετὰ τὴν ἧτταν ἐν μάχῃ, ἀποχωρῶ, ἀποσύρομαι, Θουκ. 2. 89, κτλ.· καὶ συχνάκις παρὰ Ξεν., ἀπ. ἐπὶ Κορίνθου Θουκ. 2, 94: - ἀπ. εἰς τί, καταφεύγω εἰς τί…, Δημ. 793. 14· ἐπὶ τὶ ὁ αὐτ. 772. 26. 3) ἀπ. ἐκ..., ἀποσύρομαι ἀπό τι πρᾶγμα, καταλείπω αὐτό, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 13. ΙΙ. διέρχομαι, κυρίως ἐπὶ τῶν ἐκκρίσεων τοῦ σώματος, Ἱππ. 53. 1, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 16· τὰ ἀποχωροῦντα, τὰ ἐκκρινόμενα, τὰ ἐξερχόμενα ἐκ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 4, 6· τὸ ἀποχωροῦν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1.18, 53, πρβλ. ἀποχώρησις ΙΙ. 2. ΙΙΙ. ἐπὶ τόπων, ἀπέχω, εἶμαι μακράν, μέρη ἀποκεχωρηκότα, Πολύβ. 15. 27, 8, ξύλα κατὰ τὰ ἄκρα ἀποχωροῦντα ὡς πόδα, ἀπέχοντα ὡς ἕνα πόδα, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 28.

English (Strong)

from ἀπό and χωρέω; to go away: depart.

English (Thayer)

ἀποχόρω; 1st aorist ἀπεχώρησα; (from Thucydides down); to go away, depart: ἀπό τίνος, Tr marginal reading).

Greek Monotonic

ἀποχωρέω: μέλ. -ήσω και -ήσομαι·
I. 1. απέρχομαι, απομακρύνομαι από έναν τόπο, αναχωρώ, με γεν., σε Αριστοφ.
2. απόλ., απέρχομαι, αναχωρώ, σε Ευρ.· αποσύρομαι, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, σε Θουκ., Ξεν.· ἀποχωρέω εἴς τι, καταφεύγω σε κάτι, σε Δημ.
3. ἀποχωρέω ἐκ..., εγκαταλείπω κάτι, αποσύρομαι από αυτό, δηλ. το αφήνω, το παρατώ, σε Ξεν.
II. διέρχομαι από τα σπλάχνα, λέγεται για τις εκκρίσεις του σώματος, στον ίδ.· ομοίως, τὰ ἀποχωροῦντα, οι εκκρίσεις, στον ίδ.

Middle Liddell

I. to go from or away from a place, c. gen., Ar.
2. absol. to go away, depart, Eur.: to retire, retreat, Thuc., Xen.:— ἀπ. εἴς τι to have recourse to a thing, Dem.
3. ἀπ. ἐκ . ., to withdraw from a thing, i. e. give it up, Xen.
II. to pass off from the bowels, Xen.: also, τὰ ἀποχωροῦντα excrements, Xen.

Chinese

原文音譯:¢pocwršw 阿坡-何雷哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:從-間隔
字義溯源:走開,離開,離去;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(χωρέω)=進到)組成;其中 (χωρέω)出自(χώρα)=地方), (χώρα)出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)又出自(χάσμα)X*=裂開,張開)。參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(3);太(1);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 離(3) 太7:23; 路9:39; 徒13:13

Lexicon Thucydideum

abscedere, discedere, to withdraw, depart, 1.107.2, 1.111.1, 1.112.1, 1.112.5. 1.113.1. 2.46.2, [vulgo commonly ἄπιτε]. 2.72.2. 2.79.6, [vulgo commonly ἀναχ.] 2.89.8, 2.94.3, 3.13.4, 3.103.3. 3.109.2, 3.111.1, 3.112.3, 4.1.4. 4.57.1, 4.65.3. 4.134.2, 5.75.1. 5.111.1, 6.2.1, 6.68.3, 6.95.1. 6.100.1, 6.101.6. 6.102.3, 7.13.2, 7.41.6. 7.52.1. 7.60.2, 7.69.3. 737.69.3, 7.75.2. 7.78.7, [vulgo commonly ἀπὸ] longius a castris., farther from the camp. 8.43.4, 8.55.1, [pro for ἐπιχωρεῖν vulgo commonly 4.107.1, pro for ὑποχωρεῖν7.70.8.] domum reverti, to return home, 1.87.5. 1.89.2. 1.106.2. 1.111.3. 1.112.4. 1.114.2. 1.145.1. 2.68.9. 4.25.9. 4.74.2. 4.130.1. 6.7.1.
transire (ad hostes), to go over (to the enemy), 7.82.1,
discedere (ex lite), to withdraw (from the dispute), 3.42.3.