ἀστοχέω
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
miss the mark, miss, τοῦ συμφέροντος IG 9(2).517.28 (letter of Philip V to Larissa); τινός Plb.5.107.2, al., Phld.Rh.1.219S.; τοῦ μετρίου Plu.2.414f; ἀμφοῖν Luc.Am.22; fail, περί τινος Plb.3.21.10; περὶ τὴν πίστιν, τὴν ἀλήθειαν, 1 Ep.Ti.6.21, 2.2.18; ἔν τινι J.BJ2.8.12: abs.,Alciphr.3.53.—Rare in poetry, ἠστόχηκέ μου Lyr.Alex.Adesp.4.21.
Spanish (DGE)
I c. gen.
1 no dar con, no encontrar ἠστόχηκέ μου Lyr.Alex.Adesp.4.21, τοῦ τῆς ἀληθείας ἀστοχήσας λιμένος no dando con el puerto de la verdad Clem.Al.Paed.22.28
•no acertar con, ignorar τοῦ συμφέροντος IG 9(2).517.28 (Larisa II a.C.), τοῦ μέλλοντος Plb.5.107.2, cf. Phld.Rh.1.219, τοῦ μετρίου καὶ πρέποντος Plu.2.414f, cf. Gr.Nyss.Hom.in Cant.p.123.4, ἀμφοῖν Luc.Am.22.
2 despreciar, descuidar, desatender τοῦ καλῶς ἔχοντος PTeb.798.14 (II a.C.), τῆς σφετέρας προαιρέσεως Plb.7.14.3, τοῦ προσώπου Callisth.Olynth.44, μὴ ἀστόχει γυναικὸς σοφῆς καὶ ἀγαθῆς no desprecies a la mujer discreta y buena LXX Si.7.19.
II c. prep. cometer error, equivocarse περὶ τούτων Plb.3.21.10, περὶ τὴν πίστιν ἠστόχησαν se desviaron de la fe 1Ep.Ti.6.21, cf. 2Ep.Ti.2.18, ἐν ταῖς προσαγορεύσεσιν ἀστοχοῦσιν I.BI 2.159, abs., Alciphr.3.17.4, Trag.Adesp.649.6.
German (Pape)
[Seite 376] das Ziel verfehlen, nicht treffen, gew. übertr., τῆς προθέσεως Pol. 7, 14; τοῦ μέλλοντος 5, 107, u. öfter; Luc. Amor. 22; τοῦ πρέποντος Plut. Galb. 16; περί τινος, sich in seinem Urtheile über etwas irren, Pol. 3, 21; übh. nicht Rücksicht nehmen auf etwas, 29, 9.
French (Bailly abrégé)
ἀστοχῶ :
f. ἀστοχήσω;
ne pas atteindre le but, faire fausse route, s'écarter.
Étymologie: ἄστοχος.
Russian (Dvoretsky)
ἀστοχέω: давать промах, погрешать, ошибаться (τινος Polyb., Plut., περί τινος Polyb. и περί τι NT): ἀ. τοῦ πρέποντος Plut. нарушать правила благопристойности; ἀστοχῆσαι τῶν πολεμίων Plut. не найти или упустить противника.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστοχέω: δὲν ἐπιτυγχάνω τοῦ σκοποῦ, ἀποτυγχάνω, τινος Πολύβ. 5. 107, 2, κτλ.· τοῦ μετρίου Πλούτ. 2. 414F: - πρὸς τὸ μεταθεῖναι τοὺς ἡγνοηκότας ὁλοσχερῶς ἀστοχοῦσι Πολύβ. 3. 21, 10· περί τι Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Τιμ. ς΄. 21, πρβλ. Β΄, β΄, 18· ἔν τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 8, 12· ἀπολ., Ἀλκίφρ. 3. 53.
English (Strong)
from a compound of Α (as a negative particle) and stoichos (an aim); to miss the mark, i.e. (figuratively) deviate from truth: err, swerve.
English (Thayer)
ἀστόχω: 1st aorist ἠστόχησα; (to be ἄστοχος, from στόχος a mark), to deviate from, miss (the mark): with the genitive (Winer's Grammar, § 30,6), to deviate from anything, περί τί, Polybius, Plutarch, Lucian, (others).)
Greek Monotonic
ἀστοχέω: μέλ. -ήσω, χάνω το στόχο, αστοχώ, αποτυγχάνω σε κάτι, τινοςή περί τινος, σε Πολύβ.· περί τι, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[from ἄστοχος
to miss the mark, to miss, fail, τινος or περί τινος Polyb.; περί τι NTest.
Chinese
原文音譯:¢stocšw 阿-士拖黑哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:(成為)不-(在)行列(內)
字義溯源:失了目標,失誤,離正路,偏離;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(στοιχέω)X*=目標)組成
出現次數:總共(3);提前(2);提後(1)
譯字彙編:
1) 有了偏離(1) 提後2:18;
2) 就偏離了(1) 提前6:21;
3) 偏離了(1) 提前1:6