ἁγιασμός

From LSJ

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁγιασμός Medium diacritics: ἁγιασμός Low diacritics: αγιασμός Capitals: ΑΓΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: hagiasmós Transliteration B: hagiasmos Transliteration C: agiasmos Beta Code: a(giasmo/s

English (LSJ)

ον, ὁ, consecration, sanctification, LXX Jd.17.3,al., 1 Ep.Thess.4.7.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 santificación, consagración ἁγιασμῷ ἡγίασα τὸ ἀργύριον LXX Id.17.3, ἔλαβον ... ἐκ νεανίσκων εἰς ἁγιασμόν LXX Am.2.11, cf. Ep.Rom.6.19, 22, ἀποδοὺς καὶ τὸ ἱεράτευμα καὶ τὸν ἁ. LXX 2Ma.2.17, op. ἀκαθαρσία 1Ep.Thess.4.7, ἐγκράτεια ἐν ἁ. 1Ep.Clem.35.2, ἀληθείης ἁ. Nonn.Par.Eu.Io.17.19.
2 en gener. santidad θυσίαν ἁγιασμοῦ LXX Si.7.31, ὄνομα ἁγιασμοῦ LXX Si.17.10, ἅγιε παντὸς ἁγιασμοῦ, κύριε LXX 2Ma.14.36, cf. 1Ep.Cor.1.30, ποιεῖν τὰ τοῦ ἁ. 1Ep.Clem.30.1, πνεῦμα ἁ. T.Leu.18.7, cf. Dion.Ar.DN 1.6.

German (Pape)

[Seite 14] ὁ, Heiligung, N.T. Auch D. Hal. 1, 21; vgl. ἁγισμός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 consécration, sanctification;
2 lieu consacré, sanctuaire.
Étymologie: ἁγιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἁγιασμός -ου, ὁ ἁγιάζω heiliging; ook pass. het geheiligd worden:. ἐν ἁγιασμῷ πνεύματος geheiligd door de geest NT 1 Pet. 1.2; εἰς ἁγιασμόν om heilig te leven NT Rom. 6.19.

Russian (Dvoretsky)

ἁγιασμός:освящение, очищение NT.

Middle Liddell

consecration, sanctification, NTest.

English (Abbott-Smith)

ἁγιασμός, -οῦ, ὁ (< ἁγιάζω), [in LXX: Ez 45:4 (מִקְדָּשׁ), Si 7:31, etc.;]
as an active verbal noun in -μός, it signifies properly the process τὸ ἁγιάζειν, rather than the resultant state, ἁγιωσύνη, hence,
1.consecration;
2.sanctification: so strictly in Ro 6:19,22 (but v. Meyer), I Co 1:30, I Th 4:3,7, II Th 2:13, He 12:14, I Pe 1:2. Elsewhere it perhaps (Ellic.; but v. Milligan, Th., 48) inclines to the resultant state: I Th 4:4, I Ti 2:15 (Cremer, 55, 602). †

English (Strong)

from ἁγιάζω; properly, purification, i.e. (the state) purity; concretely (by Hebraism) a purifier: holiness, sanctification.

English (Thayer)

(οῦ, ὁ, a word used only by Biblical and ecclesiastical writings (for in Diodorus 4,39; Dionysius Halicarnassus 1,21, ἁγισμός is the more correct reading), signifying:
1. consecration, purification, τό ἁγιάζειν.
2. the effect of consecration: sanctification of heart and life, ἁγιασμός πνεύματος sanctification wrought by the Holy Spirit, Alexandrian LXX); 1 Thessalonians 3:13.)

Greek Monotonic

ἁγιασμός: -οῦ, ὁ, καθαγιασμός, αφιέρωση, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

ἁγιασμός: -οῦ, ὁ, ἀφιέρωσις· «ἁγιασμῷ ἠγίασα τὸ ἀργύριον τῷ Κυρίῳ», Ο΄, Κριτ. 17, 3· καθιέρωσις, καθαγιασμός· «θυσίαν ἁγιασμοῦ», Σειράχ 7, 31· «ὄνομα ἁγιασμοῦ» = ἅγιον ὄνομα, παρὰ τῷ αὐτῷ 17, 8. - «ἔλαβον ἐκ τῶν υἱῶν ὑμῶν εἰς προφήτας καὶ ἐκ τῶν νεανίσκων ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν», δηλ. ὅπως γένωνται «ναζιραῖοι», Ἀμώς 2, 11. Ἴδε Κοντογόνου Ἑβρ. Ἀρχ. σ. 144. β) Ναός, ἱερόν, ἁγιαστήριον, «τὸν οἶκον τοῦ ἁγιασμοῦ» = τὸν ἅγιον οἶκον, Μακκ. Β΄, 2. 17. Γ΄, 2, 18. γ) τὸ μυστήριον τῆς μεταλήψεως, Συνοδ. Καρθ. καν. 72. δ) ἡ εὐχὴ τοῦ ἁγιασμοῦ, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 140, καὶ ἄλλοθι. - Ἡ ἀκολουθία τοῦ μικροῦ ἁγιασμοῦ, ἥτις ἀναγινώσκεται μόνον κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Θεοφανίων, τοῦτ’ ἔστι τῇ ἕκτῃ Ἰανουαρίου μετὰ τὴν λειτουργίαν, Εὐχολ. (πρβλ. Ἡροδ. Ι, 51· «ὁ δὲ ἀργύρεος (κρητήρ), ἐπὶ τοῦ προνηΐ� τῆς γωνίης χορέων ἀμφορέας ἑξακοσίους· ἐπικίρναται γὰρ ὑπὸ τῶν Δελφῶν Θεοφανίοισι». Τερτουλλ. 1, 1204Β. Χρυσόστ. 11, 369D. «Διά τοι τοῦτο καὶ ἐν μεσονυκτίῳ κατὰ τὴν ἑορτὴν ταύτην ἅπαντες ὑδρευσάμενοι οἴκαδε τὰ νάματα ἀποτίθενται, καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ὁλόκληρον φυλάττουσιν, ἅτε δὴ σήμερον ἁγιασθέντων τῶν ὑδάτων»· καὶ Θεοδ. Λεκτ. 2, 48, σ. 209Α «τὴν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐν τοῖς Θεοφανίοις ἐπίκλησιν ἐν τῇ ἑσπέρᾳ γίνεσθαι.»).

Chinese

原文音譯:¡giasmÒj 哈居阿士摩士
詞類次數:名詞(10)
原文字根:聖(著) 相當於: (קֹדֶשׁ‎)
字義溯源:潔淨,成聖,聖,聖潔;源自(ἁγιάζω / ἀνασῴζω)=使成聖);而 (ἁγιάζω / ἀνασῴζω)出自(ἅγιος)=神聖的);但 (ἅγιος)出自(ἀγοραῖος)Y*=敬畏)。(ἁγιάζω / ἀνασῴζω)=成聖)是動詞,(ἁγιασμός)=成聖)是名詞,即:聖,聖潔。神召我們,就是要我們脫離污穢,邪惡,成為聖潔( 帖前4:7),神也使基督成為我們的聖潔( 林前1:30)。
同義字:1) (ἁγιασμός)潔淨,成聖 2) (ἁγιότης)神聖,聖善 3) (ἁγιωσύνη)神聖,聖 4) (ὁσιότης)虔誠,聖潔
出現次數:總共(10);羅(2);林前(1);帖前(3);帖後(1);提前(1);來(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 成聖(6) 羅6:19; 羅6:22; 帖前4:3; 帖前4:7; 帖後2:13; 彼前1:2;
2) 聖潔(3) 林前1:30; 帖前4:4; 來12:14;
3) 聖(1) 提前2:15