ἁπαλός
English (LSJ)
ἁπαλή, ἁπαλόν,
A soft to the touch, tender: in Hom. mostly of the human body, ἁπαλὴν ὑπὸ δειρήν Il.3.371; παρειάων ἁπαλάων 18.123; ἁπαλοῖο δι' αὐχένος ἦλθεν ἀκωκή 17.49; ἁ. πόδες 19.92; ἁ. τέ σφ' ἦτορ ἀπηύρα, i.e. the life of young animals, 11.115; ἵεσαν αὐδὴν ἐξ ἁπαλῶν στομάτων Hes.Sc.279; δέρα Sapph.Supp.23.16; of persons, delicate, παῖδες Alc.Supp.14.5; εὐμορφοτέρα.. τᾶς ἀπάλας Γυρίννως Sapph.76; of flowers, ἄνθρυσκα Ead.Supp.25.13; rare in Trag., and only in lyr., παρειά A.Supp.70; βρέφος ἁπαλόν E.IA1285; βλέφαρον τέγγουσ' ἁ. El. 1339; more freq. in Com., σισύμβριον Cratin.239; κρέα Ar.Lys. 1063; δάκτυλοι Alex.48; θερμολουσίαις ἁπαλοί Com.Adesp.56; so in Prose, ἁ. ψυχή Pl.Phdr.245a; of raw fruit, Hdt.2.92, cf. X.Oec.19.18; of tender meat, Id.An.1.5.2; soft-boiled, of eggs, Cael.Aur. AP2.18; of a gentle fire, Philem.79.8, D.S.3.25.
II metaph., soft, gentle, ἁπαλὸν γελάσαι laugh gently, Od.14.465; ἁπαλὴ δίαιτα = soft, delicate, Pl.Phdr.239c; τῶ αὐτῷ.. χρησώμεθα τεκμηρίῳ περὶ Ἔρωτα ὅτι ἁπαλός Id.Smp.195e (also in Sup.); ἁπαλός εἴσπλους λιμένος, opp. τραχύς, Cratin.357. Adv. ἁπαλῶς, ὀπτᾶν to roast moderately, Sotad. Com.1.16: Comp. ἁπαλωτέρως, ἅπτεσθαι Hp.Art.37.
2 in bad sense, soft, weak, ὡς ἁπαλός καὶ λευκὸς [οἶνος] Cratin.183; λευκός, ἐξυρημένος, γυναικόφωνος, ἁ. Ar.Th.192. [ᾰπᾰλος; for καλάμῳ.. ὑπᾱπάλῳ, in Theoc.28.4, is corrupt.]
Spanish (DGE)
(ἁπᾰλός) -ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1suave al tacto, delicado del cuerpo humano o de sus partes δειρή Il.3.371, παρειαί Il.18.123, A.Supp.70, αὐχήν Il.17.49, πόδες Il.19.92, Hes.Th.3, χρώς Archil.80, στόματα Hes.Sc.279, βλέφαρον E.El.1339, δάκτυλοι Alex.110.11, κέρας del miembro viril, Archil.94
•de mujeres Γυρίννω Sapph.82, γυνή Nonn.D.35.57
•de niños y animales βρέφος E.IA 1285, Ἔρως Pl.Smp.195c, μοσχάριον LXX Ge.18.7
•de plantas ἄνθρυσκα Sapph.96.13, ποίη Emp.B 101.2, κλάδος Eu.Matt.24.32.
2 tierno de alimentos κρέα Ar.Lys.1062, X.An.1.5.2, de frutos, Hdt.2.92, de vegetales σισύμβριον Cratin.239
•de huevos pasado por agua Scrib.Larg.10.4, Marcell.Emp.20.9, 27, Theod.Prisc.Log.33, Cael.Aur.CP 2.18.110
•ligero del vino, Cratin.183
•blando γῆ Democr.B 5.3, χιών Plb.3.55.1.
II fig.
1 delicado, dulce, amable ἦτορ Il.11.115, φρένες Archil.86.3, θυμός B.Fr.20b.6, ψυχή Pl.Phdr.245a, δίαιτα Pl.Phdr.239c, ἡλίου ἀκτῖνες Pl.Ax.371d, ἦχος Arist.Aud.802b5, πῦρ Philem.79.8
•fácil, suave εἴσπλους τοῦ λιμένος op. τραχύς Cratin.357
•neutr. como adv. ἁπαλὸν γελάσαι reír suavemente, Od.14.465.
2 afeminado λευκός, ἐξυρημένος, γυναικόφωνος, ἁ. Ar.Th.192.
III adv. ἁπαλῶς = suavemente compar. ἁπαλωτέρως ... ἅπτεσθαι Hp.Art.37, ὀπτᾶν Sotad.Com.1.16.
• Diccionario Micénico: wa-pa-ro-jo (??).
• Etimología: Etim. desconocida, no son satisfactorias las relaciones que se proponen bien con gr. ἁβερός, bien con lat. sapere.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tendre, délicat ; adv. • ἁπαλὸν γελᾶν OD rire d'un rire aimable.
Étymologie: cf. lat. sapere, avoir de la saveur.
German (Pape)
ή, όν (ἅπτω, vgl. ἁβρός), weich anzufühlen, zart, Hom. δειρή Il. 3.371; αὐχήν 17.49; παρειαί 18.123; χεῖρες Od. 21.151; πόδες Il. 19.92; ἦτορ 11.115; ἁπαλὸν γελᾶν, behaglich lachen, Od. 14.465, s. ἁβρός. – Tragg. und Prosa, oft neben νέος, Plat. Symp. 195c; Her. 2.92 von frischen Früchten, den αὖα entgegstzt; nicht selten mit tadelndem Nebenbegriff, καὶ ἄνανδρος Plat. Phaedr. 239c. Cratin. nannte einen λιμήν so, = εὔορμος, B.A. 13; DS. 3.25 πῦρ, gelindes Feuer; vom Wein, Strab.
Russian (Dvoretsky)
ἁπᾰλός: эол. ἀπαλός 3 (ᾰπ)
1 нежный, мягкий (δειρή, χεῖρες Hom.; στόματα Hes.; βρέφος Eur.; καρπός Her.; κρέα Arph., Xen.; ψυχή Plat.);
2 изнеженный, изысканный (δίαιτα Plat.);
3 слабый, медленный (πῦρ Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλός: -ή, -όν, Αἰολ. ἅπαλος, μαλακός εἰς τὴν ἁφήν, τρυφερός· παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἁπαλήν ὑπὸ δειρὴν Ἰλ. Γ. 371· παρειάων ἁπαλάων Σ. 123· ἁπαλοῖο δι’ αὐχένος ἦλθεν ἀκωκή Ρ. 49, Ὀδ. Χ. 16· ἀπ. πόδες Ἰλ. Τ. 92. ἀπ. τέ σφ’ ἦτορ ἀπηύρα, ὅ ἐ. τὴν ζωὴν νέων ζῴων, Λ. 115 (οὕτως, ἁπαλὰς λαβοῦσα, νέας τὴν ἡλικίαν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 6, 3)· οὕτως, ἵεσαν αὐδήν ἐξ ἁπαλῶν στομάτων Ἡσ. Ἀσπ. 279: ἐπὶ ἀνθρώπου, τρυφερός, εὐμορφοτέρα… τᾶς ἁπάλας Γυρίννως Σαπφὼ 76 [42]· σπάν. παρὰ Τραγ., καὶ μόνον ἐν Λυρ. χωρίοις, Αἰσχύλ. Ἱκ. 70 (πρβλ. ἀμαλός)· βρέφος ἁπαλὸν Εὐρ. Ι. Α. 1286· βλέφαρον τέγγουσ’ ἀπαλὸν Ἠλ. 1339· ἀλλὰ συχνότερον παρὰ Κωμ. ἁπαλὸν σισύβριον Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 2· κρέα Ἀριστοφ. Λυσ. 1063· δακτύλους ἁπαλοὺς Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 3· θερμολουσίαις ἁπαλοὶ Κωμ. Ἀνώνυμ. 241· οὕτω παρὰ πεζοῖς, ἀπ. ψυχή Πλάτ. Φαῖδρ. 245Α· ἐπὶ προσφάτων καρπῶν, Ἡρόδ. 2. 92, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19. 18 ἐπὶ τρυφεροῦ κρέατος, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5· ἐπὶ ἡσύχου πυρός, Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 8, Διόδ. 3. 25. ΙΙ. μεταφ., μαλακός, ἥσυχος, γλυκύς, ἁπαλὸν γελάσαι, ὡς τὸ ἡδὺ γελάσαι, Ὀδ. Ξ. 465· ἀπ. δίαιτα, ἁβρὰ δίαιτα, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C. τῷ αὐτῷ… χρησώμεθα τεκμηρίῳ περὶ ἔρωτα, ὅτι ἁπαλός, ὁ αὐτ. Συμπ. 195 Ε: - προσέτι, ἀπ. εἴσπλους λιμένος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τραχὺς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 12. 6: - Ἐπίρρ., ἁπαλῶς ὀπτᾶν ἐπὶ μετρίου πυρός, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16, πρβλ. Wess. Διόδ. 1. σ. 192. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, μαλακός, μαλθακός, οἴμ’ ὡς ἁπαλὸς καὶ λευκός, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 3· λευκὸς ἐξυρημένος…, ἁπαλὸς Ἀριστοφ. Θεσμ. 192. (Πολὺ πιθανόν ὅτι τὸ ἁπαλός καὶ ἁβρὸς ἔχουσι τὴν αὐτὴν ῥίζαν, ἴδε ἐν λ. ἁβρός. Ὁ Döderl σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ ὀπὸς (χυμὸς φυτοῦ ἢ καρποῦ)). [ᾰπᾰλός· διότι τὸ καλάμῳ… ὑφ’ ἁπαλῶ ἐν Θεοκρ. 28. 4 εἶναι ἐφθαρμένον· ἀλλ’ ὁ Meineke γράφει, ὑπαπάλω].
English (Autenrieth)
3: tender; δειρή, αὐχήν, παρειαί, of women, Il. 18.123; χεῖρες, joined w. ἄτριπτοι, Od. 21.151; πόδες, of Ate, Il. 19.93 (cf. 94); ἦτορ, ‘life,’ Il. 11.115; adv., ἁπαλὸν γελάσαι, the effect of wine, ‘snicker,’ Od. 14.465.
English (Thayer)
ἁπαλή, ἁπαλόν, tender: of the branch of a tree, when full of sap, Homer down.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἁπαλός, -ή, -όν)
1. μαλακός στην αφή, τρυφερός
2. (για πρόσωπα) αβρός, τρυφερός
νεοελλ.
1. (για χρώματα) όχι έντονος, ανοιχτός
2. (για ήχους) χαμηλός, ξεκούραστος, διακριτικός
3. φρ. «εξ απαλών ονύχων» — από την πολύ μικρή, την παιδική ηλικία
αρχ.
1. μτφ. ήσυχος, ήπιος, γλυκός
2. (με κακή σημασία) μαλθακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί, όπως σύνδεση με το αβρός ή με saqua «εξασθενώ» ή με ara «πατέρας», είναι αβέβαιες. Η αρχική σημασία της λ. είναι «τρυφερός, λεπτός, μαλακός» και χρησιμοποιήθηκε κυρίως για να χαρακτηρίσει το ανθρώπινο σώμα, τη σάρκα, ενώ με μτφ. σημ. απαντά μόνο στην ομηρική φρ. «ἁπαλὸν γελάσαι».
ΠΑΡ. απαλότης, απαλύνω
αρχ.
απαλία, απαλίας, απάλιον
νεοελλ.
απαλοσύνη.
ΣΥΝΘ. απαλόσαρκος, απαλόστρακος, απαλότριχος (-θριξ)
αρχ.
απαλοσώματος, απαλόφρων, απαλόχροος
αρχ.-μσν.
απαλοτρεφής
μσν.
απαλόβιος, απαλόπνοος, απαλοπτέρυξ, απαλόψυχος
νεοελλ.
απαλογύριστος, απαλοζώνω].
Greek Monotonic
ἁπᾰλός: -ή, -όν, Αιολ. ἄπ-·
I. μαλακός στην αφή, τρυφερός, λέγεται για το ανθρώπινο σώμα, σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται για νωπούς καρπούς που πρόσφατα ωρίμασαν, σε Ηρόδ.· λέγεται για τρυφερή σάρκα, κρέας, σε Ξεν.
II. μεταφ., μαλακός, μειλίχιος, πράος, ήσυχος, ήπιος, γλυκύς· ἁπαλὸν γελάσαι, γέλασε γλυκά, σε Ομήρ. Οδ.· ἁπαλὴ δίαιτα, αβρός, τρυφηλός τρόπος ζωής, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: tender, weak (Il.).
Derivatives: ἁπάλιον θῦμα, δελφάκιον H. (text doubtful)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. On the formation cf. ὁμαλός, ἀταλός, *ἀκαλός (in ἀκαλαρρείτης), Chantr. Form. 245. Fur. 224 compares ἀμαλός, with π/μ; possible, but uncertain. (Improb. vW.)
Middle Liddell
[deriv. uncertain].]
I. soft to the touch, tender, of the body, Hom., Soph.; of fresh fruit, Hdt.; of tender meat, Xen.
II. metaph. soft, gentle, ἁπαλὸν γελάσαι to laugh gently, Od.; ἁπ. δίαιτα soft, delicate, Plat.
Frisk Etymology German
ἁπαλός: {hapalós}
Meaning: zart, weich (ion. att.).
Derivative: Davon ἁπαλία Zartheit (Gp.) und ἁπαλίας saugendes Ferkel (D. L. 8, 20; nicht ganz sicher); außerdem ἁπάλιον· θῦμα δελφάκιον H. — Denominatives Verb ἁπαλύνω weich machen (X., Hp. usw.) mit ἁπαλυσμός (Hp.) und ἁπαλυντής (Zonar.).
Etymology: Zur Bildung vgl. ὁμαλός, ἀταλός, ἀκαλός (in ἀκαλαρρείτης) u. a. bei Chantraine Formation 245. Sonst dunkel; die zahlreichen unsicheren Vermutungen verzeichnet Bq.
Page 1,117-118
English (Woodhouse)
effeminate, impressionable, soft, tender
Mantoulidis Etymological
(=τρυφερός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά ἔχει σχέση μέ τό ἁβρός ἤ μέ τό ἅπτω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἁπαλότης, ἁπαλύνω (=μαλακώνω).
Chinese
原文音譯:¢palÒj 阿爬羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:嫩的
字義溯源:柔軟的^,嫩的。這字用來描寫無花果樹枝的發嫩長葉,這就春天,顯示夏天必然快到。主耶穌要我們從這事學習知道,人子必快要降臨
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編:
1) 嫩(2) 太24:32; 可13:28
Translations
effeminate
Amharic: ሴታ ሴት; Arabic: مُخَنَّث; Armenian: կնաբարո, ղզիկ; Aromanian: muljirashcu; Bikol Central: babayinhon; Bulgarian: женствен; Chinese Cantonese: 乸型; Mandarin: 娘娘腔, 女人氣/女人气; Coptic: ⲙⲁⲗⲁⲕⲟⲥ; Czech: zženštilý; Danish: kvindagtig; Dutch: verwijfd; Esperanto: virineca, ineca; Finnish: naismainen, epämiehekäs, feminiininen; French: efféminé, efféminée; Galician: afeminado; German: weibisch, tuntig, effeminiert, verweichlicht, verweiblicht; Greek: θηλυπρεπής; Ancient Greek: ἁβρόβιος, ἁβρός, αἰσχροπαθής, ἀνδρογύναιος, ἀνδρογύνης, ἀνδρόγυνος, ἁπαλός, ἀπομάλακος, βακέλας, βάκηλος, βάναυσος, γυναικάνηρ, γυναικεῖος, γυναικηρός, γυναικίας, γυναικικός, γυναικοήθης, γυναικόμιμος, γυναικόμορφος, γυναικοπαθής, γυναικοτραφής, γυναικόφρων, γυναικώδης, γύννις, διακεκλασμένος, διονῦς, ἐκτεθηλυμμένος, θηλυδρίας, θηλυδρίης, θηλυδριῶδες, θηλυδριώδης, θηλυκῶδες, θηλυκώδης, θηλύμορφος, θηλύνους, θηλύφρων, θηλύψυχος, θρυπτικός, Ἰωνικός, κατακεκλασµένος, κατατεθηλυμμένος, κατεαγός, κατεαγώς, μαλακός, μαλακόσωμος, μαλθακός, μαλθάκων, μεῖραξ, μόλθακος, ὄλολυς, σαβακός, σαλμακίς, Σαλμακίς, τρυφερόβιος, τρυφερός, τρυφῶν, ὑπόθηλυς, χλιδανός; Indonesian: banci, kemayu; Irish: baineanda, baineann, piteogach, piteánta; Italian: effemminato; Japanese: 女々しい; Korean: 유약; Kurdish Northern Kurdish: serejin, nemêr; Latin: eviratus, perfluus; Macedonian: женствен; Manx: dendeaysagh, soailtagh, bwoirrin, benoil; Norwegian: kvinneaktig, umandig, jentete, jenteaktig, kvinnelig, femi, bløtaktig; Bokmål: feminin, fjollete; Nynorsk: feminin; Persian: امرد; Polish: zniewieściały, zbabiały, wydelikacony, babski, babski; Portuguese: afeminado, efeminado, mulheril, adamado, amulherado, afemeado, amaricado, dengoso, inviril, mulherengo, amulherengado, paneleiro, apaneleirado, maricas, mariconço, bicha, abichanado, larilas, panilas, enerve; Romanian: afemeiat; Russian: женоподобный; Scottish Gaelic: boireannta; Slovak: zoženštený; Spanish: afeminado, amanerado, amujerado, ahembrado, adamado, mujeril, amariconado; Swedish: fjollig; Tagalog: binabae; Turkish: yumuşak, efemine; Ukrainian: жоновидий, жінкуватий; Uzbek: xotinchalish, xezalak; Welsh: merchetaidd