ἄλφα
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
τό, indecl. (pl.
A τὰ ἄ. Arist.Metaph.1087a8), v. A a init.; cf. Aen.Tact.31.18, Calliasap.Ath.10.453d, Pl.Cra.431e; ἐπίσταται δ' οὐδ' ἄλφα συλλαβὴν γνῶναι Herod.3.22.
2 T-square, Eustr. in EN74.2.
3 Phoenician for βοὸς κεφαλή, Hsch.
4 metaph., τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ the first and last, Apoc.1.8, al.
Spanish (DGE)
τό
• Alolema(s): tb. ἀλφή Hsch.α 3349
indecl.
I 1la letra alfa Pl.Cra.431e, X.Mem.4.2.13, Call.Com.31B, C, Plu.2.737e, Luc.Herm.40, Iud.Voc.6, Aen.Tact.31.18, plu. τὰ ἄ. Arist.Metaph.1087a8, ἐπίσταται δ' οὐδ' ἄλφα συλλαβὴν γνῶναι no sabe reconocer la letra alfa Herod.3.22, de un mal poeta οὐ δύνατ' ἄλφα γράφειν AP 11.132 (Lucill.)
•como hierro de ganadería κάμηλον ... κεχαρακμένον ... ἄ. PLond.909a.7 (II d.C.), cf. BGU 153.17 (II d.C.).
2 fig. el principio τὸ Αλφα καὶ τὸ Ω Apoc.1.8
•como etim. de la segunda α de Ἀβραάμ que representa el conocimiento del único Dios, προσλαμβάνει τὸ ἄ., τὴν γνῶσιν τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου θεοῦ, καὶ λέγεται Ἀβραάμ Clem.Al.Strom.5.1.8, cf. Iust.Phil.Dial.113.2.
3 número uno de una circunscripción militar de Alejandría PTeb.316.57 (I d.C.)
•fig. el número uno, el mejor de un grupo Mart.2.57, 5.26, cf. Α.
II escuadra de carpintero, Eustr.in EN 74.2.
III buey en fenicio, Plu.2.738a, cf. Hsch.
• Etimología: Préstamo del fenicio, alef.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
alpha :
1ᵉ lettre de l'alphabet grec;
comme chiffre αʹ = 1 - ͵α et postér. Α = 1000.
Étymologie: orig. sém. ; cf. hébr. aleph.
German (Pape)
τό, Name des ersten Buchstaben, Xen. Mem. 4.2.13.
Russian (Dvoretsky)
ἄλφα: τό indecl. альфа (название буквы α) Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλφα: τό, ἄκλ., ἴδε Α α ἐν ἀρχ., πρβλ. Καλλίαν παρ’ Ἀθ. 453D, Πλάτ. Κρατ. 431Ε, Πλούτ. ΙΙ, 738Α.
Greek Monolingual
το (Α ἄλφα) (άκλιτο)
1. το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου (Α, α)
2. φρ. «δεν ξέρει ούτε το άλφα», είναι εντελώς αναλφάβητος (αρχ. «ἐπίσταται δ’ οὐδ’ ἄλφα συλλαβὴν γνῶναι»)
(νεοελλ.-μσν.) (για τον Χριστό) «το Άλφα και το Ωμέγα», η αρχή και το τέλος, η αρχή τών πάντων, η μόνη αρχή [βλ. και Α, α]
νεοελλ.
1. αρχικό σημείο, έναρξη, αρχή
2. φρ. «τά είπε από το άλφα ώς το ωμέγα», με κάθε λεπτομέρεια
«ώσπου να πεις α (άλφα)», υπερβολικά γρήγορα (πρβλ. «ώσπου να πεις κύμινο»)
μσν.
το αλφάδι του ξυλουργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άκλιτη λ. (πρβλ. πληθ. τὰ ἄλφα), που απαντά για πρώτη φορά στον Κρατύλο του Πλάτωνος. Η λ. είναι επίσης γνωστή από τη φράση «το άλφα και το ω». Πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβραϊκό aleph και λ. Α, α). Το ληκτικό μόρφημα της λ. ἄλφ-α αναπτύχθηκε στην Ελληνική, επειδή το ληκτικό μόρφημα -φ της αντίστοιχης σημιτικής λ. δεν αποτελεί στοιχείο του συστήματος τών ληκτικών μορφημάτων της Ελληνικής.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αλφαβητάριο νεοελλ. αλφαβητικός.
ΣΥΝΘ. μσν.-νεοελλ. αλφάβητος, αλφάδι, αλφάρι
νεοελλ.
αλφαβήτα].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: name of the first letter of the alphabet (Pl.)
Compounds: Collocation ἀλφάβητος m. f.; also n. pl.? (Irenaeus of Lyon; see Schwyzer KZ 58, 1931, 199ff.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.
Etymology: From Hebrew aleph (Schwyzer 140 γ, KZ 58, 177-183). For the final vowel cf. βῆτα from Hebr. bêth. Cf. Einarson, Class. Phil. 62, 1967,1-24 and 262f.
Frisk Etymology German
ἄλφα: (Pl., Arist. usw.)
{álpha}
Grammar: n.
Etymology: aus hebr. ’aleph mit hinzugefügter Vokalstütze (Schwyzer 140 γ m. Lit.). Ebenso βῆτα aus hebr. bêth. Durch Zusammensetzung ἀλφάβητος m. f.; näheres bei Schwyzer KZ 58, 199ff.
Page 1,81
Chinese
原文音譯:¥lfa 阿而法
詞類次數:名詞(4)
原文字根:阿拉法
字義溯源:阿拉法;希臘文第一字母(音譯);阿拉法的意義有三:(1)第一,源自希伯來文;(2)匱乏,源自 (ἄνευ)*=無,不;(3)聯合,源自 (ἅμα)*=同時。此外,希臘文首末兩個字母,阿拉法與俄梅戛,表示初與終( 啓21:6),就是首先的與末後的( 啓22:13)
出現次數:總共(4);啓(4)
譯字彙編:
1) 阿拉法(4) 啓1:8; 啓1:11; 啓21:6; 啓22:13