ἄπιστος

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπιστος Medium diacritics: ἄπιστος Low diacritics: άπιστος Capitals: ΑΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ápistos Transliteration B: apistos Transliteration C: apistos Beta Code: a)/pistos

English (LSJ)

ἄπιστον,
I Pass., not to be trusted, and so:
1 of persons and their acts, not trusty, faithless, ὑπερφίαλοι καὶ ἄπιστοι Il.3.106; θεοῖσίν τ' ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε Thgn.601; ὁρᾶτ', ἄπιστον ὡς γυναικεῖον γένος E.IT1298; ἄ. ληίστορες Sammelb.4309.14 (iii B.C.); δολοπλοκίαι Thgn.226; ἄ. ποιεῖν τινά mistrusted, Hdt.8.22, cf. 9.98; τὰ ἑαυτοῦ πιστὰ ἀ. ποιεῖν X.An.2.4.7; ἄπιστος ἑταιρείας λιμήν S.Aj.683; θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος by untrustworthy, groundless confidence, Th.1.120; shifty, unreliable, Pl.Lg.775d.
2 of reports and the like, incredible, dub. in Archil.74.5, cf. Pi.O.1.31, Hdt.3.80; τέρας A.Pr.832; ἄ. καὶ πέρα κλύειν Ar.Av.418; ἄ. ἐνόμιζον εἰ . . Ph.2.556; τὸ ἐλπίδων ἄπιστον = undreamed of even in hope, S.Ph.868: Comp. ἀπιστότερος, λόγος Aeschin. 3.59: Sup., πίστις ἀπιστοτάτη = most faithless faith And.1.67, cf. Pl.Ep.314b.
II Act., mistrustful, incredulous, suspicious, θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄ. Od.14.150; ὦτα . . ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν less credulous, Hdt.1.8; ἄ. πρὸς Φίλιππον distrustful towards him, D.19.27; ἄ. εἶ . . σαυτῷ you do not believe what you say yourself, Pl.Ap.26e; ἤθη ἄ. Id.Lg.705a; τὸ ἄπιστον = ἀπιστία (incredulity, lack of trust), Th.8.66; δούλοις πῶς οὐκ ἄπιστον; Gorg.Pal.11.
b in NT, unbelieving, 1 Ep.Cor.6.6, al.
2 disobedient, disloyal, S.Fr. 627: c. gen., A.Th.876; ἔχειν ἄπιστον . . ἀναρχίαν πόλει, i.e. ἀναρχίαν ἔχειν ἀπειθοῦσαν τῇ πόλει, ib.1035, cf. E.IT1476.
III Adv. ἀπίστως:
1 Pass., beyond belief, ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα = actions passed into the realm of legend as unbelievable Th. 1.21; οὐκ ἄπιστον not incredibly, Arist.Rh.Al.1438a22,1438b2.
2 Act., distrustfully, suspiciously, Th.3.83; ἀπίστως τινὰ διαθεῖναι D.20.22.
b treacherously, Ph.1.516.

Spanish (DGE)

-ον
I sentido de posibilidad
1 no de confianza, poco de fiar de pers. παῖδες Il.3.106, ἀνήρ Il.24.207, ἕταρε Il.24.63, γυνή Archil.300.24, ὦτα ... ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν los oídos son menos dignos de fe que los ojos Hdt.1.8, ἤθη ... ἀ. hábitos desleales Pl.Lg.705a, ἄπιστός γ' εἶ ... σαυτῷ eres indigno de crédito para tí mismo Pl.Ap.26e, cf. D.19.27, ὁ μεθύων ... ἀνώμαλα καὶ ἄπιστα γεννῴη ποτ' ἄν el borracho engendraría seres anómalos y poco de fiar Pl.Lg.775d, ὁρᾶτ', ἄπιστον ὡς γυναικεῖον γένος = mirad cuán poco de fiar es la raza de las mujeres E.IT 1298, βεβαιωταί Plb.4.40.3, ληίστορες SB 4309.14 (III a.C.), cf. Th.8.66
sospechoso ἵνα ... ἀπίστους ποιήσῃ τοὺς Ἴωνας a fin de convertir en sospechosos a los Jonios Hdt.8.22
de abstr. relativos a la conducta sospechoso, engañoso δολοπλοκίαι Thgn.226, ἄπιστός ἐσθ' ἑταιρείας λιμήν S.Ai.683, θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος dejándose envanecer por una temeridad traicionera Th.1.120, τὰ ἑαυτοῦ πιστὰ ἄπιστα ποιεῖν X.An.2.4.7, ὄγκος Nonn.D.1.9
subst. τὰ ἄπιστα = las sospechas τὰ ἀ. τῶν ῥηϊζόντων Hp.Epid.4.56, τὰ δὲ τῶν στρατηγῶν ἄπιστα D.50.15.
2 increíble, inverosímil de cosas y abstr. οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον Pi.P.10.50, Χάρις ... ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι τὸ πολλάκις Pi.O.1.31, λόγοι Hdt.3.80, Aeschin.3.59, τέρας A.Pr.832, φόνος E.HF 1018, μῦθος E.IT 1293, ὅταν τὰ νυν ἄπιστα πίσθ' ἡγώμεθα Ar.Ra.1443, ἄπιστα δέρκομαι E.Hec.689, πίστις ... ἀπιστοτάτη And.Myst.67, cf. Pi.N.9.33, B.3.57, A.Th.846, Gorg.B 11a.11, Pl.Ep.314b, Isoc.2.41, Is.1.23, Plb.25.1.2, D.C.79.7.4, Nonn.D.38.17
c. inf. ἀ. κλύειν Ar.Au.417, τὰ ἀ. πιστεύειν Plu.2.160e
c. εἰ: τί ἄπιστον κρίνεται ... εἰ ὁ Θεὸς νεκροὺς ἐγείρει; Act.Ap.26.8, cf. Ph.2.556
subst. τὸ τ' ἐλπίδων ἄπιστον S.Ph.868.
II sent. act.
1 de pers. y n. relat. a los ‘sentidos', ‘mente’, ‘conducta’, etc., desconfiado, suspicaz θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄ. Od.14.150, 23.72.
2 desleal, traidor, rebelde βουλαί A.Th.842
c. gen. obj. φίλων ἄπιστοι sin fe en los vuestros A.Th.876
c. dat. ἀνθρώποισιν ἄ. Thgn.601, οὐδ' αἰσχύνομαι ἔχουσ' ἄπιστον τήνδ' ἀναρχίαν πόλει ni me avergüenzo de esta indisciplina que niega la obediencia a la ciudad A.Th.1030, cf. E.IT 1476, Chrysipp.Stoic.3.167.
3 incrédulo, infiel en sent. relig. IG 42.121.32 (IV a.C.)
esp. en lit. crist. del apóstol Santo Tomás Eu.Io.20.27, γεννεὰ ἄ. Eu.Matt.17.17, γυνή 1Ep.Cor.7.12
subst. οἱ ἄπιστοι = los infieles, los paganos, 1Ep.Cor.6.6, 7.5, Ign.Magn.5.2, 2Ep.Clem.17.5.
III adv. ἀπίστως
1 con sospecha, desconfiadamente τῇ γνώμῃ ἀ. ἐπὶ πολὺ διήνεγκεν Th.3.83, cf. Isoc.6.67, D.20.22.
2 increíblemente ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα (cosas) llevadas al terreno de la fábula de una forma increíble Th.1.21, οὐκ ἀπίστως Anaximen.Rh.1438a22.
3 traidoramente, pérfidamente ἀπίστως προσενεχθέντες Ph.1.516.
IV Ἄπιστος, -ου, ὁ El desconfiado tít. de una comedia de Menandro, Sud.s.u. Ἄβρα.

German (Pape)

[Seite 292] 1) unzuverlässig, treulos, Il. 3, 106. 24, 63. 207; so Tragg., Pind. u. in Prosa; ἄπιστον ποιεῖν τινα, verdächtig machen, Her. 8, 22; πόλιν ἄπιστον καὶ ἄφιλον ποιεῖν Plat. Legg. IV, 705 a, daß dem Staat keiner traut; Soph. vrbdt ἄπιστος ἐλπίδων Phil. 856; ἄπιστον ταῖς πολιτείαις ἡ τυραννίς Dem. 1, 5; ἀπίστως ἔχειν, unzuverlässig sein, 2, 13; auch von Sachen, nicht glaubhaft, unwahrscheinlich, ἀπόδειξις Plat. Phaedr. 245 c; ἄπιστον μὲν ἀληθὲς δέ Theag. 130 d; ἄπιστος εἶ, du sprichst unglaubliches, Apol. 26 e; ἤθη παλίμβολα καὶ ἄπιστα, unbeständig, Plat. Legg. IV, 705 a. – 2) nicht glaubend, argwöhnisch, mißtrauisch, θυμός, Od. 14, 150. 391. 23, 72: ἀπίστους βαρβάρους ποιεῖν Ἕλλησι, daß sie den Griechen nicht trauen, Her. 9, 98. – 3) ung Ehorsam, B. A. p. 424, ὁ μὴ πειθόμενος; Aesch. τινός, Spt. 857 u. öfter; Soph. frg. 553; Eur. I. T. 1368 Hec. 1125.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui n'a pas foi, défiant, incroyant, incrédule ; τὸ ἄπιστον défiance, incrédulité;
2 désobéissant à, gén.;
II. 1 indigne de foi, infidèle, perfide;
2 incroyable, invraisemblable : ἀπίστους ἡδονάς EUR bonne nouvelle incroyable, inespérée.
Étymologie: , πιστός.

Russian (Dvoretsky)

ἄπιστος:
1 не верящий, недоверчивый, подозрительный (Hom., Her.; τινι Plat.; πρός τινα Dem.);
2 неверующий NT;
3 непослушный, непокорный (τινος Aesch. и τινι Eur.);
4 невероятный, неправдоподобный Pind., Aesch., Thuc., Arph., Xen., Plut.;
5 недостоверный, сомнительный, ненадежный Thuc., Xen., Plat., Plut.;
6 неверный, вероломный Her., Eur., Thuc., Xen., Isocr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπιστος: -ον, Ι. παθ., ὃν δὲν πρέπει νὰ πιστεύσῃ τις, ἢ νὰ ἐμπιστευθῇ εἰς αὐτόν, ἑπομ. 1) ἐπὶ προσώπ. καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν, ὁ μὴ ἀξιόπιστος, ἄπιστος, ὑπερφίαλοι καὶ ἄπ. Ἰλ. Γ. 106· θεοῖσίν τ’ ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε Θέογν. 601· ἄπ. ὡς γυναικεῖον γένος Εὐρ. Ι. Τ. 1298· δολοπλοκίαι Θέογν. 226· ἄπ. ποιεῖν τινα, ὕποπτον, Ἡρόδ. 8. 22, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 7· ἄπ... ἑταιρείας λιμὴν Σοφ. Αἴ. 683, πρβλ. Φ. 867· θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος, ἀναξιόπιστον, ἀδικαιολόγητον πεποίθησιν ἔχων, Θουκ. 1. 120· ἤθη ἄπ. ἀβέβαια, ἀσταθῆ, Πλάτ. Νόμ. 705A, πρβλ. 775D: 2) ἐπὶ φήμης, καὶ τῶν ὁμοίων, ἀπίστευτος, Παρμεν. 76, Ἀρχίλ. 69, Πινδ. Ο. 1. 51, Ἡρόδ. 3. 80· τέρας Αἰσχύλ. Πρ. 832· ἄπ. καὶ πέρα κλύειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 416· ἄπ. ἐνόμιζον εἰ..., Φίλ. 2. 556· τὸ ἐλπίδων ἄπιστον, ὅ,τι τις δὲν δύναται νὰ πιστεύσῃ ἔτι καὶ ὡς ἐλπίδα. Σοφ. Φ. 868· πίστις ἀπιστοτάτη, Ἀνδοκ. 9. 32· οὕτω παρὰ Πλάτ., κτλ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ πιστεύων, μὴ ἐμπιστευόμενος, δύσπιστος, φιλύποπτος, θυμός δέ τοι αἰὲν ἄπιστος Ὀδ. Ξ. 150· ὦτα… ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν, ἧττον πιστά, Ἡρόδ. 1. 8· ἄπιστος πρὸς Φίλιππον, δύσπιστος, μὴ ἔχων ἐμπιστοσύνην πρὸς αὐτόν, Δημ. 349. 15· ἄπιστος εἶ… καὶ σαυτῷ, δὲν πιστεύεις οὐδ’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σὺ λέγεις, Πλάτ. Ἀπολ. 26E· τὸ ἄπιστον = ἀπιστία, Θουκ. 8. 66. β) ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ὁ μὴ πιστεύων, ἄπιστος, Ἐπ. π. Κορ. Α΄, Ϛ΄, 6 κ. ἀλλ. 2) ὁ μὴ ὑπακούων, παρήκοος, Σοφ. Ἀποσπ. 553· μετὰ γεν., Αἰσχύλ. Θ. 875· ἔχειν ἄπιστον… ἀναρχίαν πόλει, ὅ ἐ. ἀναρχίαν ἔχειν ἀπειθοῦσαν τῇ πόλει, αὐτόθι 1030, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1476. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀπίστως. 1) παθ. κατὰ τρόπον οὐχὶ πιστευτόν, καὶ τὰ πολλὰ ὑπὸ χρόνου αὐτῶν ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα Θουκ. 1. 21, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31. 8. 2) ἐνεργ. ὑπόπτως Θουκ. 3. 83.

English (Autenrieth)

(πιστός): faithless, Il. 3.106; unbelieving, Od. 14.150.

English (Slater)

ᾰπιστος
   a unbelievable ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι τὸ πολλάκις (O. 1.31) ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον (P. 10.50) ἄπιστον ἔειπ (sc. ἐγώ) (N. 9.33) ἄπιστά μοι δέδοικα κα[ Πα. 7B. 45.
   b unbelieving pl. pro subs. πιστὸν δ' ἀπίστοις οὐδέν fr. 233.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and πιστός; (actively) disbelieving, i.e. without Christian faith (specially, a heathen); (passively) untrustworthy (person), or incredible (thing): that believeth not, faithless, incredible thing, infidel, unbeliever(-ing).

English (Thayer)

ἄπιστον (πιστός) (from Homer down), without faith or trust;
1. unfaithful, faithless (not to be trusted, perfidious): incredible, of things: Xenophon, Hiero 1,9; syrup. 4,49; Cyril 3,1, 26; Plato, Phaedr. 245c.; Josephus, Antiquities 6,10, 2, etc.).
3. unbelieving, incredulous: of Thomas disbelieving the news of the resurrection of Jesus, without trust (in God), Luke 9:41.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπιστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει θρησκευτική πίστη, που δεν πιστεύει στον θεό
2. (για μη χριστιανούς) ο αλλόθρησκος
3. ο αναξιόπιστος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. οι άπιστοι
οι Τούρκοι
μσν.- νεοελλ.
1. όποιος προδίδει την ερωτική ή συζυγική πίστη
2. ετερόδοξος ή αιρετικός
μσν.
1. (για έγγραφο) άκυρος ή πλαστός
2. (για καταγγελία) ψεύτικος
αρχ.-μσν.
απειθάρχητος.

Greek Monotonic

ἄπιστος: -ον, I. Παθ., αυτός τον οποίο δεν μπορεί να πιστέψει ή να εμπιστευτεί κάποιος, και συνεπώς·
1. λέγεται για τους ανθρώπους και τις πράξεις τους, αναξιόπιστος, ανάξιος εμπιστοσύνης, αυτός που δεν έχει πιστότητα, αναληθής, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· θράσος ἄπιστον, αβάσιμη πεποίθηση, σε Θουκ.
2. λέγεται για φήμη και άλλα παρόμοια, απίστευτος, απίθανος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· τὸ ἐλπίδων ἄπιστον, αυτό που δεν μπορεί να πιστέψει κάποιος έστω και ως ελπίδα, ως όνειρο, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν πιστεύει ή δεν εμπιστεύεται κάποιον ή κάτι, δύσπιστος, σκεπτικιστής, φιλύποπτος, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπιστότερος, λιγότερο εύπιστος, σε Ηρόδ.· ἄπιστος πρὸς Φίλιππον, δύσπιστος έναντι του Φιλίππου, σε Δημ.· ἄπιστος σαυτῷ, χωρίς να πιστεύεις ούτε τα ίδια σου τα λόγια, σε Πλάτ.· τὸ ἄπιστον = ἀπιστία, σε Θουκ.· στην Κ.Δ. αυτός που δεν πιστεύει, δύσπιστος, άπιστος.
2. αυτός που δεν υπακούει, ανυπάκουος, με γεν., σε Αισχύλ.
III. επίρρ., ἀπίστως,
1. Παθ., με όχι πιστευτό τρόπο, σε Θουκ.
2. Ενεργ., με δυσπιστία, με φιλυποψία, στον ίδ.

Middle Liddell

I. pass. not to be trusted, and so,
1. of persons and their acts, not trusty, distrusted, faithless, Il., etc.; θράσος ἄπ. groundless confidence, Thuc.
2. of reports and the like, incredible, Hdt., Aesch.; τὸ ἐλπίδων ἄπιστον what one cannot believe even in hope, Soph.
II. act. not believing or trusting, mistrustful, incredulous, suspicious, Od.; ἀπιστότερος less credulous, Hdt.; ἄπιστος πρὸς Φίλιππον distrustful towards him, Dem.; ἄπιστος σαυτῶι not believing what you say yourself, Plat.; τὸ ἀπ. = ἀπιστία, Thuc.:—in NTest., unbelieving, an unbeliever,
2. not obeying, disobeying, c. gen., Aesch.
III. adv. ἀπίστως,
1. pass. beyond belief, Thuc.
2. act. distrustfully, suspiciously, Thuc.

Chinese

原文音譯:¥pistoj 阿-披士拖士
詞類次數:形容詞(23)
原文字根:不-相信(著)
字義溯源:不信的,難以置信的,不肯輕信的,不信者,不可信的,不忠實的,不忠心的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(πιστός)=可信賴的)組成,而 (πιστός)出自(ἐπισείω / πείθω)*=說服)
出現次數:總共(23);太(1);可(1);路(2);約(1);徒(1);林前(11);林後(3);提前(1);多(1);啓(1)
譯字彙編
1) 不信的(12) 可9:19; 林前7:12; 林前7:13; 林前7:14; 林前7:14; 林前7:15; 林前10:27; 林前14:23; 林前14:24; 林後6:14; 林後6:15; 啓21:8;
2) 不信的人(4) 林前6:6; 林前14:22; 林前14:22; 多1:15;
3) 不信(3) 太17:17; 路9:41; 約20:27;
4) 比不信的人(1) 提前5:8;
5) 不信之人(1) 林後4:4;
6) 不可信的(1) 徒26:8;
7) 不忠心的人(1) 路12:46

English (Woodhouse)

faithless, fickle, inconstant, incredulous, unbelieving, unstable, untrustworthy, not to be relied on, not to be trusted

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού δέν πιστεύεται, ἀπίστευτος, δύσπιστος). Ἀπό τό α στερητ. + πιστός τοῦ πείθω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ἄπιστος: ἀπιστέω, ἀπιστία, ἀπιστητέον, ἀπιστητικός, ἀπίστως.

Lexicon Thucydideum

incredibilis, incredible, 1.23.3, 3.113.6, 6.30.2, 6.33.1,
qui parum obtinet fidei, possessing little credibility, 5.16.1 (de Cleone concerning Cleon), 5.89.1,
infidus, untrustworthy, 1.120.4, 5.106.1, 8.45.1, 8.66.4, 8.70.2,
diffidens, distrustful, lacking confidence, 1.68.1, (sub. understand ὑμᾶς), [aut si or if ἡμᾶς subaud. ad secundam signif. referendum est. supply to be referred to the second meaning.] 4.17.5,
diffidentia, distrust, lack of confidence, 8.66.5.

Translations

untrustworthy

Bulgarian: ненадежден; Czech: nedůvěryhodný; Dutch: onbetrouwbaar; Esperanto: malfidinda; Galician: falso; German: unzuverlässig; Greek: αναξιόπιστος; Ancient Greek: ἀναξιόπιστος, ἀπίθανος, ἄπιστος, δολερός, δολόεις, δολῶπις, παλίμβολος; Hungarian: megbízhatatlan; Latin: infidus, levifidus; Macedonian: недоверлив, неверодостоен; Maori: ngutu tere; Romanian: îndoielnic, nesigur; Russian: ненадёжный, не заслуживающий доверия; Swedish: opålitlig; Telugu: అవిశ్వసనీయము, నమ్మదగని; Tocharian B: empakwatte