ἐγχρίω
English (LSJ)
[ῑ],
A anoint, ἀλείμμασιν ἑαυτόν Duris 10 J., cf. AP11.117 (Strat.); τοὺς ὀφθαλμούς Apoc.3.18: metaph., ψευδηγόροις φήμαις ἐγχρίειν ἔπη Lyc. 1455:—Med., anoint oneself, ἰξοῦ Str. 15.1.29; ἐ. τὸ πρόσωπον Nic.Dam.p.2 D.: abs., Arr.Epict.2.21.20, etc.:—Pass., Ph. 1.526.
II sting, prick, τινί Pl.Phdr.251d:—Pass., ἰὸς ἐγχρισθείς poison injected by a sting, Ael.NA1.54.
2 stick in, τὸ κέντρον ib. 6.20.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pas. aor. part. ἐγχρισθείς Ps.Dicaearch.2.11, Ael.NA 1.54]
I intr.
1 picar, punzar, pinchar c. dat. loc. τῇ διεξόδῳ ἐγχρίει ref. la salida del plumaje del alma, Pl.Phdr.251d, c. ac. int. ἐ. τὸ κέντρον clavar el aguijón Philostr.Iun.Im.13.3, Ael.NA 6.20, cf. Ael.Dion.ε 8, Hsch.s.u. ἐνέχρισεν.
2 en v. med. darse friegas, untarse con, embadurnarse con c. dat. instrum. o gen. ἐγχριέσθω τῷ ξὺν τῷ ἀργυρέῳ ἄνθει Hp.Mul.1.57, ἐπὰν ... τὸ θηρίον ἐγχρίσηται τοῦ ἰξοῦ cuando el animal se embadurna con liga Str.15.1.29.
II tr.
1 ungir, untar c. ac. del miembro afectado o pers. γλῶσσαν Hp.Morb.2.28, ῥοδίνῳ ἐλαίῳ τὴν κεφαλὴν ἔγχριε Apollonius en Gal.12.475, c. ac. de pers. ἰητρὸς ... Χρύσην ἐνέχρισεν ὁρῶντα AP 11.117 (Strat.), cf. 126.5, LXX To.6.9, ἀλείμμασιν ἐγχρίων ἑαυτόν Duris 10, ἐγχρίσαι στίβι τοὺς ὀφθαλμούς pintar los ojos con antimonio LXX Ie.4.30
•en v. med. ungirse τὸ πρόσωπον Nic.Dam.2, en mag. ἀπ' αὐτῆ[ς] (χολῆς) ἐγχρίου πτερῷ ἴβεως τοὺς ὀφθαλμούς PMag.4.47
•fig., c. ac. abstr. ψευδηγόροις φήμαις ἐγχρίσας ἔπη Lyc.1455, en v. pas. διάνοια ... ἐγχριομένη καινοῖς ἀεὶ θεωρήμασιν Ph.1.525.
2 medic. aplicar como ungüento, aplicar c. ac. del medicamento utilizado φάρμακον ἐγχρίειν ὅ τι πλεῖστον Hp.Loc.Hom.13, cf. Mul.1.65, τὸ ἄνθος τὸ ἐν τῷ μέλιτι Hp.Morb.2.36, σμύρναν Archig. en Gal.12.797, cf. Cleopatra en Gal.12.492, en v. pas. τὰ φύλλα ... ἐγχρισθέντα Ps.Dicaearch.l.c.
•c. doble ac. κολλ[ο] ύριον ἐγχρίσαι τοὺς ὀφθαλμούς Apoc.3.18
•tb. en v. med. κολλύρια οὐκ ἄχρηστα τοῖς ... ἐγχριομένοις Arr.Epict.2.21.20
•c. ac. del medio utilizado impregnar σπλήνιον ἐγχρίσας Antiphanes en Gal.12.878, βελόνας ... δηλητηρίοις φαρμάκοις ... ἐγχρίοντες D.C.72.14.4, cf. en v. pas., Gal.11.134
•abs. dar friegas, aplicar ungüento ἤν τις ἐγχρίσῃ Hp.Carn.17, c. dat. τούτοισιν Hp.Fist.7.
3 inocular en v. pas. ὁ ἐγχρισθεὶς ἰός Ael.NA 1.54.
German (Pape)
[Seite 714] (s. χρίω), 1) einreiben, salben; ἑαυτὸν χρώμασιν Ath. XII, 542 d; vom Augenarzt, Strat. 99 (XI, 117); βελόνας φαρμάκοις D. Cass. 72, 14; übertr., ψευδηγόροις φήμαις ἔπη Lycophr. 1455, u. so auch im med., Sp. – 2) einstechen, ἐγκεχρίσθαι σκορπίῳ, = πεπλῆχθαι, B. A. p. 46; ἐγχρίσας τὸ κέντρον Ael. H. A. 6, 20; ἐγχρισθεὶς ἰός, das durch einen Stich eingeflößte Gift, Ael. H. A. 1, 54; absol., angreifen, Plat. Phaedr. 251 d.
French (Bailly abrégé)
enduire dans, càd enfoncer (le suc, le venin, etc.);
Moy. ἐγχρίομαι s'enduire de.
Étymologie: ἐν, χρίω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχρίω: (ῑ)
1 намазывать, натирать (ἰητρὸς ἐνέχρισέ τινα Anth.);
2 протирать насквозь: τῇ διεξόδῳ ἐ., sc. ἑαυτῷ Plat. проделывать или прокалывать себе выход.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχρίω: ῑ, τρίβω, χρίω, τινὶ Ἀθήν. 542D, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 107· μεταφ., ψευδηγόροις φήμαις ἐγχρίειν ἔπη Λυκόφρ. 1455: Μέσ. ἀλείφομαι, ἐπὰν δὲ τὸ θηρίον ἐγχρίσηται τοῦ ἰξοῦ, περὶ τοῦ τρόπου καθ’ ὃν ἐζωγροῦντο οἱ πίθηκοι, Στράβων 699, κτλ.: - Παθ., ἰὸς ἐγχρισθείς, δηλητήριον εἰσαχθὲν διὰ τοῦ κέντρου, Αἰλ. π. Ζ. 1. 54. ΙΙ. ἐμπήγω, τὸ κέντρον αὐτόθι 6. 20. ΙΙΙ. κεντῶ, ἐγκεντρίζω, τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· ἴδε χρίω ΙΙΙ· - «ἐγχρίει· τύπτει, ἐγκεντρίζει», Ἡσύχ.
English (Strong)
from ἐν and χρίω; to rub in (oil), i.e. besmear: anoint.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3): 1st aorist active imperative ἐγχρῖσον, middle (in T Tr) ἐνχρισαι (but L WH 1st aorist active infinitive ἐνχρισαι, (Griesbach ἐγχρῖσαι; cf. Veitch, under the word χρίω, at the end)); to rub in, besmear, anoint; middle to anoint for oneself: τούς ὀφθαλμούς, Buttmann (1873) 149f, 131); Winer's Grammar, § 32,4a.). (Strabo, Anthol., Epictetus, others.)
Greek Monolingual
(AM ἐγχρίω)
1. αλείφω εσωτερικά, επιχρίω ή επαλείφω
2. τρίβω
3. μπήγω, χώνω
4. κεντώ, κεντρίζω
5. παρακινώ, παροτρύνω.
Greek Monotonic
ἐγχρίω: [ῑ], μέλ. -σω·
I. τρίβω, αλείφω, τινί, με κάτι, σε Ανθ.
II. κεντώ, κεντρίζω, τινί, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. σω
I. to rub, anoint, τινί with a thing, Anth.
II. to sting, prick, τινί Plat.
Chinese
原文音譯:™gcr⋯w 恩格-赫里哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-膏
字義溯源:敷膏,擦,塗;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(χρίω)*=塗抹)組成
同源字:1) (ἐγχρίω)敷膏 2) (χρίω)用油塗抹,揉摩
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 擦(1) 啓3:18
Léxico de magia
1 act. ungir esp. los ojos con polvos de antimonio ἔγχρισον δὲ τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν μεθ' ὕδατος πλοίου νεναυαγηκότος καὶ τὸν εὐώνυμον στίμι κοπτικὸν μετὰ τοῦ αὐτοῦ ὕδατος úngete el ojo derecho con agua procedente de un barco que haya naufragado y el izquierdo con antimonio cóptico mezclado con la misma agua P V 64 λαβὼν μυῖαν καὶ στίμιν Kοπτικὸν τρῖψον, ἔγχριε τοὺς ὀφθαλμούς σου toma una mosca y antimonio cóptico, tritúralos y úngete los ojos P VII 336 2 en v. med. ungirse τότε ἐγχρίου, καὶ αὐτοπτήσεις entonces úngete y tendrás una visión directa P Va 3 τρήσας τὸ ὠὸν καὶ ἐνεὶς τὸ πτερὸν κατάρ<ρ>ηξον οὕτω ἐγχρισάμενος perfora el huevo, introduce el ala y, después de ungirte, rómpelo P IV 51 λαβὼν δὲ μετὰ ταῦτα νυκτικόρακος χολὴν, ἀπ' αὐτῆς ἐγχρίου πτερῷ ἴβεως τοὺς ὀφθαλμούς σου toma después de esto hiel de una lechuza y úngete los ojos con el ala de un ibis P IV 47 ἅπαξ λέγε καμμύων, ἐγχρίου στίμι κοπτικόν, ἐγχρίου μήλῃ χρυσῇ dilo una vez cerrando los ojos y úngete con antimonio cóptico, úngete con una sonda de oro P IV 1069
Translations
anoint
Armenian: օծել; Bulgarian: намазвам, смазвам; Catalan: ungir; Chinese Czech: pomazat; Dalmatian: jongar; Dutch: zalven; Finnish: voidella; French: oindre, enduire, étaler, étendre; Galician: unxir, untar; German: ölen, schmieren, einreiben; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐌱𐍉𐌽; Greek: χρίω, μυρώνω, επαλείφω; Ancient Greek: ἀλείφειν, ἀλείφω, ἀλίνω, ἀπαλείφω, διαχρίω, ἐγχρίω, εἰσαλείφω, ἐκμυρίζω, ἐναλείφω, ἐπαλείφειν, ἐπαλείφω, ἐπιχρίω, παραλείφειν, παραλείφω, χρίειν; Hebrew: מָשַׁח; Icelandic: smyrja; Irish: ung; Italian: ungere; Ladin: onjer, onje; Latin: ungo; Lombard: vong; Mandarin: 塗油於/涂油于, 涂油于; Maori: pōrae; Nahuatl: ohza; Occitan: ónher; Persian: اندودن; Portuguese: ungir, untar, olear; Quechua: hawiy; Russian: смазывать, смазать; Sanskrit: लिम्पति, अनक्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: на̀мазати; Roman: nàmazati; Spanish: ungir; Swedish: smörja; Tagalog: maghimo, himuan; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎈; Ukrainian: мазати, змазувати