ἐμπεριπατέω
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
English (LSJ)
A walk about in, (ἐμβάταις) Luc.Ind.6; μέσοις τοῖς ἁγίοις J.BJ4.3.10: metaph., ταῖς διανοίαις Ph.1.643, cf. 274; ἐ. ἐν ὑμῖν tarry among you, LXX Le.26.12, cf. 2 Ep.Cor.6.16: abs., walk about, ἅμα τῷ συμποσίῳ Luc.Symp.13: c. acc. cogn., ἐ. διαύλους τινάς walk several times to and fro, Ach.Tat.1.6.
II walk about upon, τὴν ὑπ' οὐρανόν (sc. γῆν) LXX Jb.1.7, al.; trample on, PHolm.18.30: metaph., insult, τινί Plu.2.57a.
Spanish (DGE)
I intr.
1 pasear, pasearse gener. c. dat. ἀλέκτωρ ἐμπεριπατῶν θηλείαις εὔψυχος LXX Pr.30.31, μέσοις τοῖς ἁγίοις I.BI 4.183, ἐμπεριπατῶν ἅμα τῷ συμποσίῳ paseando al mismo tiempo por la sala Luc.Symp.13, τῷ κόσμῳ Manes 107.12
•caminar, andar c. dat. instrum. χρυσοὺς ἐμβάτας, οἷς μόλις ἄν τις ... ἐμπεριπατήσειεν Luc.Ind.6
•fig. en cont. de lengua divagar περὶ τούτου Tz.Comm.Ar.3.972.5.
2 deambular, vagar de aquí para allá c. ac. int. ἐ. διαύλους τινάς Ach.Tat.1.6.6
•c. prep. y dat. ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν deambularé, e.e., habitaré entre vosotros LXX Le.26.12, cf. 2Ep.Cor.6.16
•fig. ταῖς διανοίαις Ph.1.643, cf. 274.
3 patear sobre, fig. c. dat. de pers. fustigar, machacar τῷ Βίαντι Plu.2.57a.
II tr.
1 recorrer, pasear por ἐμπεριπατήσας τὴν ὑπ' οὐρανόν (γῆν) πάρειμι LXX Ib.1.7.
2 pisar, pisotear las hojas del glasto PHolm.109
•fig. pisotear, anular ἐμπεριπατήσας (Χριστός) τὴν ἀντικειμένην ἅπασαν δύναμιν habiendo pisoteado (Cristo) toda fuerza antagónica Eus.DE 9.7 (p.419).
German (Pape)
[Seite 812] 1) darauf herumgehen; Hel. 2, 32; ἐμβάταις Luc. adv. indoct. 6; τῷ συμποσίῳ, beim Mahle, conv. 13; ἔν τισι, unter, N.T. – 2) auf Einem herumtreten, ihn verhöhnen, insultare, Plut. adul. et am. discr. 20, vgl. vit. pud. 5.
French (Bailly abrégé)
ἐμπεριπατῶ :
1 se promener dans, τινι;
2 fig. insulter, τινι.
Étymologie: ἐν, περιπατέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεριπᾰτέω:
1 прохаживаться, прогуливаться (χρυσοῖς ἐμβάταις Luc.; ἔν τισιν NT);
2 перен. (насчет кого-л.) прохаживаться, высмеивать (τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριπατέω: περιπατῶ, περιέρχομαι μέ..., ὠνούμενος χρυσοῦς ἐμβάτας, οἷς μόλις ἄν τις καὶ ἀρτίπους ἐμπεριπατήσειεν, μὲ τοὺς ὁποίους μόλις θὰ ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ καὶ ὁ ἔχων ἀρτίους τοὺς πόδας, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6, πρβλ. 10· ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν, θὰ παραμείνω μεταξὺ ὑμῶν, Ἑβδ. (Λευϊτ. Κϛ΄, 12), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ϛ΄, 15· - ἀπολ., περιπατῶ ἔν τινι τόπῳ, ἐμπεριπατῶν ἅμα τῷ συμποσίῳ, περιπατῶν συγχρόνως ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ συμποσίου, Λουκ. Συμπόσ. 13· μετὰ συστοίχου αἰτ., καί τινας ἐμπεριπατήσας διαύλους... ἀπῄειν, ἀφοῦ ἔκαμα μερικοὺς γύρους... ἀνεχώρησα, Ἀχιλλεὺς Τάτ. 1 6. ΙΙ. περιέρχομαι περιπατῶν τόπον τινά, ἐμπεριπατήσας τὴν γῆν Ἑβδ. (Ἰὼβ Α΄, 7)· μεταφ., χλευάζω, ὑβρίζω, Λατ. insultare, ἐμπεριπατῶν τῷ Βίαντι καὶ κατορχούμενος τῆς ἀναισθησίας αὐτοῦ τοῖς ἐπαίνοις Πλούτ. 2. 57Α, ἔνθα ἴδε Wyttenb.
English (Strong)
from ἐν and περιπατέω; to perambulate on a place, i.e. (figuratively) to be occupied among persons: walk in.
English (Thayer)
(T WH ἐνπεριπατέω, see ἐν, III:3), ἐμπεριπάτω: future ἐμπεριπατήσω; to go about in, walk in: ἐν τισί, among persons, Philo, Plutarch), Lucian, Achilles Tatius, others.)
Greek Monotonic
ἐμπεριπᾰτέω: μέλ. -ήσω (ἐν), περπατώ, περιπλανιέμαι ανάμεσα, σε Λουκ.· απόλ., κάνω περίπατο, σουλατσάρω, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω [ἐν]
to walk about in, Luc.:— absol. to walk about, Luc.
Chinese
原文音譯:™mperipatšw 恩-胚里-爬帖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-周圍-踩
字義溯源:在其間來往,來去移動;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(περιπατέω)=走遍)組成;而 (περιπατέω)又由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(πατέω)*=踐踏)組成,其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 在其間來往(1) 林後6:16