ἐξακολουθέω

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰκολουθέω Medium diacritics: ἐξακολουθέω Low diacritics: εξακολουθέω Capitals: ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΩ
Transliteration A: exakolouthéō Transliteration B: exakoloutheō Transliteration C: eksakoloutheo Beta Code: e)cakolouqe/w

English (LSJ)

A follow, of persons, τοῖς φίλοις Plb.18.10.7, cf. LXX Jb.31.9; μύθοις 2 Ep.Pet.1.16, J.AJProoem.4.
2 of things, follow, result from, c. dat., Epicur.Fr.181; attend, c. dat., εὔνοια, φήμη ἐ. τινί, Plb.4.5.6, 5.78.4; ἔπαινοί τισι κατορθουμένοις D.H.Comp.24; especially of penalties, ἐ. πρόστιμά τισι UPZ112v10(ii B. C.), PTeb.5.132(ii B. C.); also of obligations, fall on one, CPR5.15, etc.
3 abs., follow, result, Ph.Bel.58.5, Antyll. ap. Orib.45.15.4; also of logical consequences, πάντα ταῦτα ἐ. Arr.Epict.1.22.16, cf. Polystr.p.5 W.

Spanish (DGE)

I c. suj. de pers.
1 seguir, proseguir, dejarse llevar por real o fig., c. dat. de pers. γιγνώσκων αὐτὸν ... ῥαδίῳς ἐξακολουθήσοντα τοῖς ἐκεῖ φίλοις sabiendo que éste fácilmente seguiría a sus amigos de allá Plb.18.10.7, fig. εἰ ἐξηκολούθησεν ἡ καρδία μου γυναικὶ ἀνδρὸς ἑτέρου LXX Ib.31.9, abs. ἀποτινέτω προστείμου ὁ μὲν ἀρξάμενος (μάχην) δραχμὰς δέκα ὁ δὲ ἐξακολουθήσας δραχμὰς πέντε que el que inició (la pelea) pague de multa diez dracmas, y el que siguió cinco, SEG 31.122.7 (Ática II d.C.)
c. dat. de abstr. hacer caso de, prestar oídos a νομοθέται τοῖς μύθοις ἐξακολουθήσαντες I.AI 1.22, cf. 2Ep.Petr.1.16, ταῖς Ἱπποκρατείοις ἀρχαῖς καὶ δόξαις ἐξακολουθῶν Orib.1 proem.3.
II c. suj. de abstr., frec. cien., fil.
1 c. énf. en la consecuencia seguirse, derivar de c. dat. de abstr. τὰ ἐξακολουθοῦντα αὐταῖς (ἡδοναῖς) δυσχερῆ las incomodidades que derivan de éstos (los placeres) Epicur.Fr.[124], ταύτῃ μὲν τῇ ἐπινοίᾳ ... πλῆθος ἀποριῶν ἐξακολουθεῖν φαίνεται S.E.M.9.368, ἂν ἐνταῦθά που θῶμεν τὴν οὐσίαν τοῦ ἀγαθοῦ, πάντα ταῦτα ἐξακολουθεῖ Arr.Epict.1.22.16
cien., fil. seguirse obligatoriamente, inferirse, ser una consecuencia ἐξακολουθεῖ δὲ καὶ ἄλλο τι δύσχρηστον παντελῶς se infiere también otro gran inconveniente Ph.Bel.58.6, cf. Ptol.Harm.13.16, 63.31
geom., esp. en los corolarios τοῖς ... εἰρημένοις ... ἐξακολουθεῖ, τὴν τῇ μέσῃ μήκει σύμμετρον λέγεσθαι μέσην Euc.10.23, τοὺς ... χρόνους οὐκ ἐξακολουθεῖ τοὺς αὐτοὺς ἀπαραλλάκτως εἶναι Ptol.Alm.6.7, cf. 13.4, τὰς πηλικότητας ... ἐξακολουθεῖν τῇ ἐξ ἀναλόγου λήμψει Theo Al.in Ptol.500.4
medic. derivarse, resultar secuelas o patologías secundarias τὸν κίνδυνον τὸν ἐξακολουθοῦντα τῇ τῶν νεύρων διακοπῇ Antyll. en Orib.45.15.4, κινδυνεύουσι ... ἐκ ... τῶν ἐξακολουθουσῶν συμπαθειῶν corren peligro a raíz de enfermedades simpáticas derivadas Orib.50.51.1.
2 c. énf. en el resultado corresponder, sobrevenir suj. ref. penas, castigos o premios y dat. de pers. ὑφεωρᾶτο τὴν ἐξακολουθοῦσαν αὐτῷ φήμην sospechaba que le iba a corresponder la fama Plb.5.78.4, cf. 4.5.6, ἐξ ἑκατέρας τῆς ἀποφάσεως (ἀπίθανόν τι) αὐτοῖς ἐξακολουθήσειν que de ambas propuestas les iba a sobrevenir (algo inadecuado) Plb.30.19.5, τοῖς ... κατ' ἄγνοιαν ψευδογραφοῦσιν ... διόρθωσιν εὐμενικὴν ... ἐξακολουθεῖν que a los que escriben falsedades por ignorancia les corresponde una indulgente rectificación Plb.12.7.6, τοῖς δ' ἐγλαβοῦσι ἐξακολουθήσει τὰ ὑποκείμενα πρόστιμα UPZ 112.5.10 (II a.C.), ἐὰν λογίσηται τοὺς ἐξακολουθοῦντας αὐτοῖς κατορθουμένοις ἐπαίνους D.H.Comp.24.7
recaer sobre, ser de la incumbencia de τῆς βεβαιώσεως ... ἐξακολουθούσης μοι τῷ πεπρακότι POxy.4750.17 (IV d.C.), abs. τὰ ἐξακολουθοῦντα πρόστιμα las consiguientes multas, las multas resultantes, COrd.Ptol.5.203 (II a.C.).
3 gram. corresponder analógicamente τουτέστι τὸ μὴ πάντως ἐξακολουθῆσαι τῷ «ἑαυτῶν» ... τὸ «ἐμαυτῶν» es decir, que a «ἑαυτῶν» no le corresponda obligatoriamente un «ἐμαυτῶν» A.D.Synt.181.16, cf. 191.17, EM 304.34G.

German (Pape)

[Seite 865] nachfolgen, τινί, Pol. 4, 5, 6 u. öfter; Plut. Alex. 24; nachspähen, nachsuchen, Ios. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ἐξακολουθῶ :
suivre de près, marcher dans les pas de quelqu'un ; venir à la suite de, τινι.
Étymologie: ἐξ, ἀκολουθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰκολουθέω:
1 идти вслед (за кем или чем-л.), следовать (τινι Polyb., Plut.);
2 слушаться, повиноваться (τοῖς φίλοις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰκολουθέω: παρακολουθῶ, γιγνώσκον αὐτόν... ῥᾳδίως ἐξακολουθήσοντα τοῖς ἐκεῖ φίλοις, ἐφ’ ὁπότερα ἂν ἄγωσιν αὐτὸν Πολύβ. 17. 10, 7. 2) ἐπακολουθῶ ὡς ἀποτέλεσμα, ἐπὶ πᾶσι τούτοις συνίστανε τὴν ἐξακολουθήσουσαν εὔνοιαν σφίσι παρὰ τοῦ τῶν Αἰτωλῶν πλήθους ὁ αὐτ. 4. 5, 6· τὴν ἐξακολουθοῦσαν αὐτῷ φήμην ὁ αὐτ. 5. 78. 4.

English (Strong)

from ἐκ and ἀκολουθέω; to follow out, i.e. (figuratively) to imitate, obey, yield to: follow.

English (Thayer)

ἐξακολούθω: future ἐξακολουθήσω; 1st aorist participle ἐξακολουθησας; to follow out or up, tread in one's steps;
a. τῇ ὁδῷ τίνος, metaphorically, to imitate one's way of acting: to follow one's authority: μύθοις, Josephus, Antiquities prooem. 4 (ἀρχηγοῖς, Clement of Rome, 1 Corinthians 14,1 [ET]; δυσί βασιλεῦσι, Test xii. Patr., p. 643 (test. Zeb. § 9)).
c. to comply with, yield to: ἀσελγείαις ( ἀπωλείαις), πνεύμασι πλάνης, Test xii. Patr., p. 665 (test. Napht. § 3; τοῖς πονηροῖς διαβουλίοις, xii. Patr., p. 628 test. Isa. § 6); cf. also Polybius, Plutarch, occasionally use the word; (add Dionysius Halicarnassus, de comp. verb. § 24, p. 188,7; Epictetus diss. 1,22, 16).

Chinese

原文音譯:™xakolouqšw 誒克士阿可魯帖哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:出去-不-安置處
字義溯源:隨從,跟從,模仿;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἀκολουθέω)=同走一路,跟從)組成;而 (ἀκολουθέω)又由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(κείρω)X*=路)組成。參讀 (ἀκολουθέω)同義字
出現次數:總共(3);彼後(3)
譯字彙編
1) 隨從(2) 彼後1:16; 彼後2:15;
2) 跟從(1) 彼後2:2