ἐξανατέλλω
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
A cause to spring up from, ποίην χθονός A.R.4.1423: metaph., θόρυβον ἐκ κεφαλῆς Telecl. 44.
2 intr., spring up from, χθονός Emp.62.4; ἀφ' αἵματος Mosch. 2.58.
Spanish (DGE)
I tr.
1 hacer resurgir, fig. elevar, llevar a lo alto νῦν δὲ Τιμόθεος μέτροις ῥυθμοῖς τ' ἑνδεκακρουμάτοις κίθαριν ἐξανατέλλει y ahora Timoteo con metros y ritmos de once tañidos eleva a lo alto la lira Tim.15.231.
2 hacer surgir, hacer aparecer c. ac. y gen. χθονὸς ἐξανέτειλαν ποίην πάμπρωτον A.R.4.1423, sólo c. ac. ἐξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσιν LXX Ps.103.14, cf. 131.17, 146.8, fig. ἐκ κεφαλῆς ... θόρυβον πολὺν ἐξανατέλλειν Telecl.47.
II intr. surgir, brotar ἐξανατέλλειν ἀνδροφυῆ βούκρανα (se dice que) surgieron criaturas humanas con cabezas de toro Emp.B 61.2, c. gen. de procedencia οὐλοφυεῖς ... τύποι χθονὸς ἐξανέτελλον Emp.B 62.4, de las plantas ἐκ τῆς γῆς Gr.Nyss.Ref.Eun.401.22, fig. ἐξανέτειλεν ἐν σκότει φῶς τοῖς εὐθέσιν surgió en la tiniebla luz para los rectos LXX Ps.111.4.
German (Pape)
[Seite 868] hervorgehen lassen; χθονὸς ποίην Ap. Rh. 4, 1423; ἐκ κεφαλῆς θόρυβον, erregen, Teleclid. bei Plut. Pericl. 3. – Intr., hervorgehen, Mosch. 2, 58.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐξανέτελλον, ao. ἐξανέτειλα;
faire lever, faire naître;
NT: faire pousser (une plante).
Étymologie: ἐξ, ἀνατέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανατέλλω:
1 производить (θόρυβον πολὺν ἔκ τινος Teleclides ap. Plut.;
2 происходить, возникать (οὐλοφυεῖς τύποι χθονὸς ἐξανέτελλον Emped.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανατέλλω: κάμνω νὰ βλαστήσῃ ἔκ τινος, καὶ δὴ χθονὸς ἐξανέτειλαν ποίην πάμπρωτον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1423· μεταφ., ἐκπέμπω, διεγείρω, περὶ τοῦ Περικλέους, ἐκ κεφαλῆς... θόρυβον πολὺν ἐξανατέλλειν Τηλεκλείδης παρὰ Πλουτ. ἐν βίῳ Περικλ. 3. 2) ἀμεταβ., ἐξέρχομαι, ἀναφαίνομαι, τοῖο δὲ φοινήεντος ἀφ’ αἵματος ἐξανέτελλεν ὄρνις Μόσχ. 2. 58· ― «ἐξανέτειλε γὰρ ἡ λέπρα ἐν τῷ μετώπῳ αὐτοῦ Σουΐδ. ἐν λέξει Ὀζίας Β.
English (Strong)
from ἐκ and ἀνατέλλω; to start up out of the ground, i.e. germinate: spring up.
English (Thayer)
1st aorist ἐξανετειλα;
1. transitive, to make spring up, cause to shoot forth: to spring up: Winer's Grammar, 102 (97)).)
Greek Monolingual
(AM έξανατέλλω)
μσν.- νεοελλ.
(αμτβ.)
1. ανατέλλω, εμφανίζομαι
2. (για ήλιο, αστέρια) ανατέλλω, αναφαίνομαι πάνω από τον ορίζοντα («ἡ τὸν Θεὸν ἐξανατείλαντα... σωματώσασα», Μηναία)
αρχ.-μσν.
κάνω κάτι να προβάλει, να ανατείλει, να αναφανεί, να φυτρώσει («καὶ δὴ χθονὸς ἐξανέτειλαν ποίην πάμπρωτον», Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
1. εκπέμπω, διαχέω
2. (αμτβ.) προβάλλω, εξέρχομαι από κάπου («ἐξανέτειλε γὰρ ἡ λέπρα ἐν τῷ μετώπῳ αὐτοῦ», Σούδα).
Greek Monotonic
ἐξανατέλλω: μέλ. -τελῶ, αμτβ., αναφαίνομαι από ένα μέρος, με γεν., σε Μόσχ.
Middle Liddell
fut. -τελῶ
intr. to spring up from a place, c. gen., Mosch.
Chinese
原文音譯:™xanatšllw 誒克士-安那-帖羅
詞類次數:動詞(2)
原文字根:出去-向上-完成
字義溯源:破土而出,萌芽,發苗,突出;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἀνατέλλω)=起來)組成;其中 (ἀνατέλλω)又由(ἀνά)*=上)與(τέλος)=界限,結局)組成,而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃)
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編:
1) 發苖(2) 太13:5; 可4:5