ἐξολοθρεύω
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
Middle Liddell
fut. σω
to destroy utterly, NTest.
German (Pape)
[Seite 886] ganz verheeren, zerstören, LXX., Philo.
French (Bailly abrégé)
anéantir, exterminer.
Étymologie: ἐξ, ὀλοθρεύω.
English (Strong)
from ἐκ and ὀλοθρεύω; to extirpate: destroy.
English (Thayer)
and (according to the reading best attested by the oldest manuscripts of the Sept. and received by L T Tr WH (see ὀλοθρεύω)) ἐξολεθρεύω: future passive ἐξολοθρευθήσομαι; to destroy out of its place, destroy utterly, to extirpate: ἐκ τοῦ λαοῦ, Sept., and in the O. T. Apocrypha, and in Test xii. Patr.; Josephus, Antiquities 8,11, 1; 11,6, 6; hardly in native Greek writings.)
Greek Monolingual
(AM ἐξολοθρεύω)
1. προκαλώ όλεθρο, καταστρέφω τελείως
2. εξοντώνω, θανατώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ολοθρεύω (< ολεθρεύω με αφομοίωση < όλεθρος < όλλυμι)].
Greek Monotonic
ἐξολοθρεύω: μέλ. -σω, καταστρέφω εντελώς, αφανίζω, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐξολοθρεύω: истреблять, pass. истребляться, гибнуть (ἐξολοθρευθήσεται ἐκ τοῦ λαοῦ NT).