ἐπινεύω
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
A fut. -νεύσω Luc.Sat.4, -νεύσομαι Aristaenet.2.1:—nod to, in token of command or approval, nod assent,opp. ἀνανεύω, ἐμῷ δ' ἐπένευσα κάρητι Il.15.75; ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων 1.528, etc.; ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Pi.I.8(7).49; σὺ.. ἐπένευσας τάδε did'st approve, sanction these acts, E.Or.284, cf. D.18.324; ἐπένευσεν ἀληθὲς εἶναι he nodded in sign that it was true,Aeschin.3.59; σιγῇ δὲ τὰ ψευδῆ.. ἐπινεύουσι they indicate falsehoods without speaking, D.21.139: abs., Antipho 2.2.7; Ἑλληνικὸν ἐ. give a Greek nod, Ar.Ach.115: c. acc., grant or promise, τινά τινι E.Hel.681 (lyr.); τι Id.Ba.1349; ὑπέρ τινος Plb.21.5.3: c. dat., ἐ. τῇ δεήσει τινός PGiss. 1.41 ii 9 (ii A.D.): c. dat. pers., ἐ. τισὶ δεομένοις SIG888.13 (Macedonia, iii A.D.): c. dat. pers. et inf., permit, κῴδια ἐ. ἡμῖν ἐργάζεσθαι PPetr.2p.108(iii B.C.).
2. make a sign to another to do a thing, order him to do, c. inf., ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ.. στορέσαι λέχος Il.9.620:abs., Od.16.164(tm.), h.Cer.169,466, X.Cyr.5.5.37.
3. nod forwards, κόρυθι ἐπένευε φαεινῇ he nodded with his helmet, i.e.it nodded, Il.22.314; λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theoc.22.186; ἐ. ἐς τὸ κάταντες Luc.DDeor.25.2; πέτραι ἐπινενευκυῖαι overhanging, Id.Prom.1.
4. incline towards, εἴς τινα Ar.Eq.657.
5. roll down an inclined plane, Hero Aut.2.1.
6. trans., elevate, point upwards, Id.Bel.78.8, 89.14:—Pass., to be inclined downwards, opp. ἐξυπτιάζεσθαι, S.E. P.1.120.
b. tilt, (κεράμιον) Gp.7.9.
7. ἐπινενευκὼς σφυγμός, name coined by Archigenes, Gal.8.479.
German (Pape)
[Seite 965] zunicken, zuwinken, als Zeichen der Bestätigung, ἐμῷ δ' ἐπένευσα κάρητι, mit meinem Haupte nickte ich dazu, mein Versprechen bekräftigend, Il. 15, 75; in tmesi, ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων 1, 528; c. infin., 9, 616, wie ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Pind. I. 7, 45; H. h. Cer. 169 u. 466 u. sp. D.; übh. bejahen, bekräftigen, versprechen, Eur. Or. 284, der auch ᾡ μ' ἐπένευσεν vrbdt, dem sie mich zusagte, Hel. 681; vgl. Theocr. 27, 32 u. Plut. Cat. min. 2; komisch Ἑλληνικὸν ἐπένευσεν, auf hellenisch, Ar. Ach. 115; Gegensatz ἀνανεύω, Plat. Rep. I, 351 c; μόγις πως ἐπενευσάτην, mit Mühe stimmten sie bei, Lys. 222 b; Antiph. 2 β 7 u. sonst; ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι, neben ὁμολογήσας, Aesch. 3, 59; ὑπέρ τινος, Pol. 21, 3, 3; durch Zunicken einen Wink geben, Xen. Cyr. 5, 5, 37; – von oben her, übh. nicken, κόρυθι ἐπένευε φαείνῃ, mit dem Helmbusch, Il. 22, 314; λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theocr. 22, 186; – sich hinneigen, εἴς τινα, Ar. Equ. 657; von Bergen, πέτραι ἠρέμα ἐπινενευκυῖαι, überhangend, Luc. Prom. 1, wie Sezt. Emp. Pyrrh. 1, 120 εἰκὼν ἐπινευομένη der ἐξυπτιαζομένη entggstzt ist. – Auch trans., herunterbiegen, Hero.
French (Bailly abrégé)
I. s'incliner, d'où
1 agiter le panache d'un casque en remuant la tête;
2 se pencher : πέτραι ἐπινενευκυῖαι LUC roches suspendues;
II. incliner la tête pour faire un signe ; faire un signe de tête ; particul.
1 faire un signe d'assentiment ; approuver d'un signe;
2 accorder ou promettre d'un signe;
3 ordonner par signe : τινι οὕτως ἐπ. XÉN faire signe à qqn d'agir ainsi.
Étymologie: ἐπί, νεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινεύω:
1 наклоняться, склоняться (εἰκὼν ἐπινευομένη Sext.): πέτραι ἐπινενευκυῖαι Luc. нависшие скалы;
2 качать, раскачивать (κόρυθι φαεινῇ Hom.; λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theocr.);
3 кивать (в знак согласия или одобрения) (κάρητι Hom., HH; κεφαλῇ Plut.);
4 шевелить, давать знак (ὀφρύσι Hom. - in tmesi; γλεφάροις Pind. - in tmesi);
5 одобрять, подтверждать (σιγῇ τὰ ψευδῆ Dem.): ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι Aesch. подтвердив, что (это) верно;
6 соглашаться, разрешать (τι Eur. и ὑπέρ τινος Polyb.): ἐπινεῦσαι εἴς τινα Arph. согласиться с кем-л.;
7 (кивком или знаком), давать указание, приказывать, (Κῦρος γὰρ αὐτοῖς οὕτως ἐπένευσεν Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινεύω: μέλλ. -νεύσω Λουκ. Κρόν. 1. 4· -νεύσομαι Ἀρισταίν. 2. 1. Νεύω, κατανεύω, κινῶ πρὸς τὰ κάτω τὴν κεφαλὴν πρὸς ἐπιβεβαίωσιν ὑποσχέσεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνανεύω, ὥς οἱ ὑπέστην πρῶτον, ἐμῷ δ’ ἐπένευσα κάρητι Ἰλ. Ο. 75· ἦ, καὶ κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων Α. 528, κτλ.· νεύω διὰ τῶν βλεφάρων ὡς σημεῖον συγκαταθέσεως, ὥς φάτο Κρονίδαις ἐννέποισα θεά· τοι δ’ ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Πινδ. Ι. 8 (7). 100· σύ... ἐπένευσας τάδε, ἐπεδοκίμασας, ἐπεκύρωσας τὰς πράξεις ταύτας, Εὐρ. Ὀρ. 284, πρβλ. Δημ. 332. 18· ἐπένευσεν ἀληθὲς εἶναι, ἔνευσεν εἰς σημεῖον ὅτι ἦτο ἀληθές, Αἰσχίν. 62. 11· σιγῇ δὲ τὰ ψευδῆ... ἐπινεύουσι, δηλοῦσι δὲ τὰ ψευδῆ διὰ τῆς σιωπῆς (ὡς τὸ Λατ. innuere), Δημ. 560. 6· ἀπολ., Ἀντιφῶν 117. 11, κτλ.· Ἑλληνικόν γ’ ἐπένευσαν ἄνδρες οὑτοιί, ἔκαμαν Ἑλληνικὸν νεῦμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 115: - μετ’ αἰτ., ὑπισχνοῦμαι, Πάριν, ᾧ μ’ ἐπένευσαν, Εὐρ. Ἑλ. 681· τι Βάκχ. 1349· ἐπ. σιγῇ τι Δημ. 560. 7· ὑπέρ τινος Πολύβ. 21. 3, 3. 2) κάμνω νεῦμα πρὸς ἕτερον διὰ νὰ πράξῃ τι, διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ..., στορέσαι λέχος Ἰλ. Ι. 620 (616) ἀπολ., Ὀδ. ΙΙ. 164, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 169, 466, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 37. 3) νεύω ἢ κλίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, κόρυθι ἐπένευε φαεινῇ, «τῷ λαμπρῷ δὲ κράνει παρέκυπτε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 314· λόφων ἐπένευον ἔθειραι Θεόκρ. 22. 186· πέτραι ἐπινενευκυῖαι, ἐπικρεμάμεναι, Λουκ. Προμ. 1: - οὕτως ἐν τῷ Παθ., ἀντίθετον τῷ ἐξυπτιάζεσθαι, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 120. 4) κλίνω πρός..., ἐπένευσεν εἰς ἐκεῖνον ἡ βουλὴ πάλιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 657.
English (Autenrieth)
aor. ἐπένευσα: nod with the helmet (of the plume), Il. 22.314; nod assent (opp. ἀνανεύω), κάρητι, Il. 15.75.
English (Slater)
ἐπῐνεύω nod approval τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν (I. 8.46)
English (Strong)
from ἐπί and νεύω; to nod at, i.e. (by implication) to assent: consent.
English (Thayer)
1st aorist ἐπένευσα; from Homer down; to nod to; tropically, (by a nod) to express approval, to assent: Acts 18:20, as often in Greek writings.
Greek Monolingual
(AM ἐπινεύω) νεύω
1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω για να δείξω τη συγκατάθεσή μου («κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε Κρονίων», Ομ. Ιλ.)
2. εγκρίνω, επιδοκιμάζω («τοῦθ’ ὁμολογήσας καὶ ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι», Αισχίν.)
αρχ.
1. υπόσχομαι («τάδε Ζεὺς οὑμὸς ἐπένευσεν πατήρ», Ευρ.)
2. επιτρἐπω
3. κλίνοντας το κεφάλι διατάζω κάποιον να κάνει κάτι («ὅγ’ ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε σιωπῇ Φοίνικι στορέσαι πυκινόν λέχος», Ομ. Ιλ.)
4. γέρνω προς τα μπρος το κεφάλι («κόρυθι δ’ ἐπένευε φαεινῇ», Ομ. Ιλ.)
5. κλίνω προς κάποιον, υποστηρίζω κάποιον («ἐπένευσεν εἰς ἐκεῖνον ἡ βουλὴ πάλιν», Αριστοφ.)
6. ξαπλώνω σε επικλινές έδαφος
7. ανυψώνω.
Greek Monotonic
ἐπινεύω: μέλ. -νεύσω,
1. κουνώ το κεφάλι ως ένδειξη έγκρισης, συναινώ κλίνοντας το κεφάλι, συγκατανεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ. τι, εγκρίνω, επιδοκιμάζω, επικυρώνω, υπόσχομαι, σε Ευρ.· ἐπένευσεν ἀληθὲς εἶναι, ένευσε ως σημάδι, απόδειξη ότι ήταν αλήθεια, σε Αισχίν.
2. κάνω νεύμα σε κάποιον να κάνει κάτι, τον διατάζω να πράξει κάτι, σε Όμηρ.
3. κλίνω προς τα εμπρός, κόρυθι ἐπένευε, έκανε νεύμα με το κράνος του, δηλ. το κούνησε, σε Ομήρ. Ιλ.
4. κλίνω προς, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. -νεύσω
1. to nod, in token of approval, to nod assent, Il.; ἐπ. τι to approve, sanction, promise, Eur.; ἐπένευσεν ἀληθὲς εἶναι he nodded in sign that it was true, Aeschin.
2. to make a sign to another to do a thing, to order him to do, Hom.
3. to nod forwards, κόρυθι ἐπένευε he nodded with his helmet, i. e. it nodded, Il.
4. to incline towards, Ar.
Chinese
原文音譯:™pineÚw 誒披-扭哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-點頭
字義溯源:首肯,同意,允許;由(ἐπί)*=在⋯上)與(νεύω)*=點頭)組成。
同義字:1) (ἐπινεύω)首肯 2) (εὐδοκέω)喜悅 3) (συγκατατίθημι)附和 4) (συμφωνέω)協調 5) (συνευδοκέω)喜歡
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 他⋯允許(1) 徒18:20