Search results
There is a page named "ἑλκωτικός" on this wiki. See also the other search results found.
- ἔμπλαστρος) emplasto cáustico, PMerton 12.15, 16, 18 (I d.C.). Source: ἑλκωτικός ἑλκωτικός, -ή, -όν (AM) 1. ελκωματικός 2. ερεθιστικός. Αναζήτηση σε: Google2 KB (156 words) - 19:48, 31 December 2018
- ἑλκωτικός, -ή, -όν (AM) 1. ελκωματικός 2. ερεθιστικός. Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο142 bytes (17 words) - 07:07, 29 September 2017
- δριμύς, ἑλκωτικός, ἀγανακτικός, ἀμυκτικός, δακνώδης, δηκτικός, ἔκπικρος, αἴθινος, διατριπτικός229 bytes (9 words) - 07:10, 22 August 2017
- ἑλκωτικός, δήκτης, δακεκάρδιος, δακέθυμος109 bytes (4 words) - 07:09, 22 August 2017
- ἀναβρωτικός, διαβρωτός, ἑλκωτικός, διαβρωτικός120 bytes (4 words) - 06:47, 22 August 2017
- καθ-, προ-); from it (ἀφ-, ἐξ-, ἐφ-)ἕλκωσις festering (Hp., Th.) with ἑλκωτικός, ἕλκωμα wound, ulcer (Hp., Thphr.) with ἑλκωματικός; from ἐφελκόομαι also14 KB (1,414 words) - 13:30, 3 October 2019
- ἑλκωτικός39 bytes (1 word) - 07:18, 22 August 2017
- ἑλκωτικός39 bytes (1 word) - 06:48, 22 August 2017
- ἐπεσβόλος, ὑπέρπικρος, ἐπίρροθος, Σφήττιος, πανδακέτης, πανδακέτας, σαρδάνιος, ἑλκωτικός Look up in: Google | Wiktionary | Викисловарь | Βικιλεξικό | Википе́дия320 bytes (48 words) - 22:50, 14 October 2019
- Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο ἑλκώδης: -ές (εἶδος), όμοιος με πληγή, ελκωτικός, γεμάτος πύον, σε Ευρ. ἑλκώδης: 1) израненный, покрытый ранами (χρώς5 KB (405 words) - 17:30, 10 January 2019