ἱμάς
σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)
English (LSJ)
ὁ, gen. ἱμάντος (not ἱμᾶς, ἱμᾶντος Hdn.Gr.2.939): Ep. dat. pl. ἱμάντεσσι:—
A leather strap or thong, Il.10.262, etc.; ἱμάντα βοός 3.375; βοέους ἱμάντας 22.397: mostly in plural, in various senses:
a traces, 10.475,499,al.
b reins, 23.324, etc.; τμητοῖς ἱμᾶσι S.El. 747, cf. E.Hipp.1222.
c straps on which the body of the chariot was hung, Il.5.727.
d lash of a whip, formed by several thongs, 23.363.
e boxing-glove, consisting of several straps put round the hand, ib.684, Pi.N.6.35, Pl.Prt. 342c; ἱ. πυκτικοί Eup.22 D.
2 in sg., the magic girdle of Aphrodite, Il.14.214, 219.
b chin-strap of the helmet, 3.371.
c thong, by which the bolt was shot home into the socket, Od.1.442, cf. 4.802, 21.46.
d after Hom., thong or latchet of a sandal, X.An.4.5.14, Ephipp.14.9, Men.109.2, Ev.Marc.1.7.
e rail-rope, Aristag.5.
f well-rope, Poll.10.31, Moer.
g dog leash, X.Cyn.7.6: prov., ἦσθ' ἱμὰς κύνειος = you were tough as a dog-leash, Ar.V.231; also σὺν τῷ κυνὶ καὶ τὸν ἱμάντα = the leash together with the dog, Lat. cum cane etiam lorum, Phot.
h whip, scourge, ἔξω τις δότω ἱμάντα Antiph.74.8, cf. Men.Sam.106; ἡ διὰ τῶν ἱ. αἰκεία POxy.1186.2 (iv A.D.), cf. Act.Ap.22.25; ἱμάντες παιδαγωγῶν Lib.Ep.911.2.
i cord, Gal.10.1001, cf. 1.616.
II diseased condition of the uvula, Id.17(1).379.
III ἱμάντες, in Archit., planks laid on rafters, IG12.372.82, 373.236, al., 22.1668.55, 1672.305; on στρωτῆρες (q.v.), ib.463.66. (Cf.Skt. sināti 'bind', Lat. saeta.) [, usually; but also ῑ in Ep., Il.8.544, etc.: in derivs. and compounds always ῐ.]
German (Pape)
[Seite 1252] άντος od. ᾶντος, vgl. Lob. in Wolfs Anal. 3, p. 59, ὁ, der Riemen von Leder, βοός, βόειος, Il. 3, 375. 22, 397; vgl. Il. 10, 262. 21, 30; bes. die Riemen, mit denen die Pferde an den Wagen gespannt od. sonst angebunden wurden, ἵππους μὲν κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ 10, 567; ἵππους λῦσαν ὑπὸ ζυγοῦ, δῆσαν δ' ἱμάντεσσι παρ' ἅρμασι 8, 543, vgl. 10, 475. 499; der Z üg el, 23, 324; der Riemen, in dem der Wagenkasten hängt, 5, 727; der Peitschenriemen, ἐφ' ἵπποισιν μάστιγας ἄειραν πέπληγόν θ' ἱμᾶσιν 23, 362; die Riemen, mit denen der Faustkämpfer seine Hände umwickelte, 23, 684; Ap. Rh. 2, 52; Plat. ἱμάντας περιελίττονται Prot. 342 b, vgl. Legg. VIII, 830 b u. Paus. 8, 40; der Riemen, mit dem der Helm unter dem Halse befestigt war, Il. 3, 371. 375; der zauberreiche Gürtel der Aphrodite, 14, 214. 219. In der Od. öfter der Riemen, mit dem man den Thürriegel von innen vorzog, 1, 442. 4, 802. 21, 46. – Ἱμάντι δεθείς Pind. N. 6, 56; von Zügeln, σὺν δ' ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι, Soph. El. 737; Eur. Hipp. 1245; πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας Andr. 719; κύνειος Ar. Vesp. 231; in Prosa, Xen. Cyr. 6, 2, 32 u. Sp. – Ἱμάντες sind in der Takelage des Schiffes die Riemen, welche die Raaen horizontal halten, vgl. Att. Seew. p. 148 ff. – Das Brunnenseil, Poll. 10, 31; hellenistisch für das att. ἱμονιά, nach Moeris. – Der Schuhriemen. – [ι findet sich Il. 8, 544. 10, 475. 23, 363 Od. 21, 46, wie Ap. Rh. 2, 67 u. a. sp. D.]
French (Bailly abrégé)
άντος (ὁ) :
courroie ; rêne, lanière, ceinture, lacet, laisse.
Étymologie: R. Σι, lier ; cf. skr. sinâmi « je lie ».
Russian (Dvoretsky)
ἱμάς: άντος и ᾶντος (ῐ, редко ῑ) ὁ (эп. dat. pl. ἱμᾶσι и ἱμάντεσσι)
1 кожаный ремень (κύνειος Arph.; συνελιττόμενος Arst.): ἱ. βοός Hom. ремень из воловьей шкуры;
2 ременная постромка: ἵππους δῆσαν ἱμάντεσσι παρ᾽ ἅρμασιν Hom. (троянцы) привязывали коней постромками к повозкам;
3 повод, вожжа (τανύειν βοέοισιν ἱμᾶσιν Hom.);
4 pl. ременный переплет кузова: δίφρος ἱμᾶσιν ἐντέταται Hom. кузов колесницы был подтянут ремнями;
5 ременный кнут, бич: πέπληγον ἱμᾶσιν Hom. (возницы) стегнули (коней) бичами;
6 pl. гиманты (лат. caestus, ремни, которыми обматывалась у кулачных бойцов кисть): ἱμάντες βοός Hom. гиманты из воловьей кожи; ἱμάντας περιελίττεσθαι Plat. обмотаться гимантами (для кулачного боя);
7 ремень у шлема (для укрепления шлема на голове): ἄγχε μιν ἱ. ὑπὸ δειρήν Hom. его стиснул шейный ремень;
8 пояс (ὑπεζωσμένοι ἱμάντας Plut.): ἐλύσατο ἱμάντα Hom. (Афродита) развязала пояс;
9 ременная завязка (λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων τινός NT): ἱμάντα ἀπέλυσε κορώνης Hom. (Пенелопа) сняла ременную завязку с (дверного) кольца;
10 pl. путы (προτείνειν τινὰ τοῖς ἱμᾶσιν NT): ἱμάντων στροφίδες Eur. ременные путы.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμάς: ὁ, γεν. ἱμάντος, (οὐχὶ ἱμᾶντος, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 34. 14)· Ἐπικ. δοτ. πληθ. ἱμάντεσσι (ἴδε ἐν τέλ.): ― δερμάτινον λωρίον, κοιν. «λουρί», Ἰλ. Κ. 262, κτλ.· ἱμάντα βοὸς Ἰλ. Γ. 375· βοέους ἱμάντας Χ. 397. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οἱ ἱμάντες ἢ τὰ λωρία δι’ ὧν οἱ ἵπποι ἦσαν προσδεδεμένοι εἰς τὸ ἅρμα, Λατ. lora, Θ. 543, Κ. 499, 567. β) αἱ ἡνίαι, ὅπως... τανύσῃ βοέοισιν ἱμᾶσιν Ψ. 324, κτλ.· τμητοῖς ἱμᾶσι Σοφ. Ἠλ. 747, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1222. γ) τὰ λωρία δι’ ὧν εἶναι δεδεμένος ὁ δίφρος, Ἰλ. Ε. 727. δ) μάστιξ, ἥτις συνίστατο ἐκ πολλῶν λωρίων, Ψ. 363. ε) τὰ λωρία, δι’ ὧν οἱ πυκτεύοντες περιετύλισσον τὰς χεῖράς των· Λατ. caestus, Ψ. 684 (ἐν μεταγεν. χρόνοις εἶχον ἐμπεπηγμένα καρφία, κτλ., καὶ τότε ἐκαλοῦντο μύρμηκες), πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 60, Πλάτ. Πρωτ. 342C. 3) ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ ζωστὴρ ἢ στηθόδεσμος τῆς Ἀφροδίτης, Λατ. cestus, ἧ, καὶ ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα Ἰλ. Ξ. 214. 219· β) τὸ λωρίον, ὅπερ περιδενόμενον ὑπὸ τὴν σιαγόνα ἐκράτει τὴν περικεφαλαίαν ἐν τῇ θέσει αὐτῆς, ἄγχε δέ μιν πολύκεστος ἱμὰς ἁπαλὴν ὑπὸ δειρὴν Γ. 371, 375. γ) ἐν τῇ Ὀδ. λωρίον δι’ οὗ ὁ μοχλὸς ἐσύρετο εἰς τὴν θέσιν του, καὶ ὅπερ ἔπειτα προσεδένετο εἰς τὴν κορώνην, Ὀδ. Α. 442, (ἴδε Σχολιαστ. καὶ Εὐστ. ἐν τόπῳ), προβλ Δ. 802, Φ. 46. δ) μεθ’ Ὅμ., τὸ λωρίον ὑποδήματος, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14, Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 9, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2. ε) σχοινίον ἱστίου, Ἀρισταγόρας ἐν «Μαμμακύθῳ» 7. ζ) τὸ σχοινίον δι’ οὗ ἀντλοῦσιν ὕδωρ ἐκ τοῦ φρέατος, ἀλλαχοῦ ἱμονιά, Πολυδ. Γ, 31, Μοῖρ. η) λωρίον κυνός, Ξεν. Κυν. 7. 6· ἐντεῦθεν παροιμ., ἱμὰς κύνειός ἐστι, σκληρός, ἰσχυρὸς ὡς λωρίον σκύλου, Ἀριστοφ. Σφ. 231. θ) μάστιξ, ἔξω τις δότω ἱμάντα ταχέως Ἀντιφάν. ἐν «Γανυμήδει» 2. 8. ΙΙ. = ἱμάντωσις ΙΙΙ, Ἀέτ. 2. 4, 43. ΙΙΙ. ἱμάντες, ἐν τῇ οἰκοδομῇ, πιθανῶς = στρωτῆρες, σειρὰ λίθων χρησιμευόντων εἰς σύνδεσιν (ἴδε ἱμάντωσις ΙΙ). Συλλ. Ἐπιγρ. 260, ὅρα Böckh σ. 281. (Ἡ ῥίζα εὕρηται ἐν τῇ Σανσκρ. si, sinomi, sinâmi, (vincio)· ἐντεῦθεν ὡσαύτως, ἱμάσσω, ἱμάσθλη, ἱμονιά, μάσθλη, μάστιξ· Ἀρχ. Σαξ. simo (δεσμός)· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. seil, seid). …, συνήθ.· ἀλλ’ ὡσαύτως ῑ ἐν θέσει τε καὶ ἐν ἄρσει, ἐν Ἰλ. Θ. 544, Κ. 475, Ψ. 363, Ὀδ. Φ. 46, Ἀπολλ. Ρόδ.· ― ἐν τοῖς παραγώγοις καὶ συνθέτοις ἀείποτε ῐ).
English (Slater)
ῐμάς cestus χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς (Tric.: ἱμαντωθεὶς codd.) (N. 6.35)
Spanish
English (Strong)
perhaps from the same as ἅμα; a strap, i.e. (specially) the tie (of a sandal) or the lash (of a scourge): latchet, thong.
English (Thayer)
ἱμαντος, ὁ (from ἵημι to send; namely, a vessel, which was tied to thongs of leather and let down into a well for the purpose of drawing water; hence, ἱμάω also, to draw something made fast to a thong or rope (recent etymol. connect it with Skt. si to bind; cf. Curtius, § 602; Vanicek, p. 1041)); from Homer down; a thong of leather, a strap; in the N.T. of the thongs with which captives or criminals were either bound or beaten (see προτείνω), Xenophon, anab. 4,5, 14; Plutarch, symp. 4,2, 3; Suidas ἱμάς. σφαιρωτήρ σανδαλιου, ζανιχιον, οἷον τό λωριον τοῦ ὑποδήματος).
Greek Monotonic
ἱμάς: [ῑ], ὁ, γεν. ἱμάντος, δοτ. πληθ. ἱμᾶσι, Επικ. ἱμάντεσσι·
I. 1. δερμάτινο λουρί ή κορδόνι, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., σχοινιά με τα οποία συνδέονται τα άλογα με το άρμα, στο ίδ.· επίσης, ηνία, χαλινάρια, στο ίδ., σε Σοφ., Ευρ.
2. λωρίδες, λουριά με τα οποία ήταν συνδεδεμένο το σώμα του άρματος, σε Ομήρ. Ιλ.
3. μαστίγιο από πολλά λουριά, στο ίδ.
4. λουρί δεσίματος γροθιάς πυγμάχου, στο ίδ.
II. 1. στον ενικ., μαγική ζώνη, ζωστήρας ή στηθόδεσμος της Αφροδίτης, Λατ. cestus, στο ίδ.
2. λουρί που δενόταν κάτω από το πηγούνι για να κρατείται το κράνος, περικεφαλαία, στο ίδ.
3. στην Ομήρ. Οδ., λουρί μέσω του οποίου συρόταν ο μοχλός στη θέση του και το οποίο δενόταν έπειτα στην κορώνην, σε Ομήρ. Οδ.
4. μετά τον Όμηρ., λουρί ή κορδόνι σανδαλιού, υποδήματος, σε Ξεν.
5. λουρί σκύλου, στον ίδ.· παροιμ., ἱμὰς κύνειός ἐστι, είναι τόσο δυνατός, σκληρός όσο το λουρί του σκύλου, σε Αριστοφ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱμάς)
1. δερμάτινη λωρίδα για διάφορες χρήσεις, λουρί
2. λουρί υποδημάτων, κορδόνι
νεοελλ.
1. αρχιτ. κάθε χαραγή του εχίνου του δωρικού κιονοκράνου
2. τεχνολ.
όργανο μετάδοσης της κίνησης από μία τροχαλία σε άλλη ή από έναν άξονα σε άλλο
αρχ.
1. ο κεστός της Αφροδίτης
2. το λουρί με το οποίο δενόταν η περικεφαλαία κάτω από το σαγόνι
3. το λουρί της πόρτας με το οποίο ο μοχλός συρόταν στη θέση του και δενόταν στην κορώνη
4. σχοινί ιστίου
5. το σχοινί με το οποίο τραβούσαν τον κουβά από το πηγάδι
6. λουρί σκύλου
7. μαστίγιο
8. νοσηρή κατάσταση του σταφυλίτη
9. στον πληθ. oἱ ἱμάντες
α) τα λουριά της άμαξας
β) ηνία, χαλινάρια
γ) τα λουριά με τα οποία ήταν δεμένος ο δίφρος
δ) μαστίγιο που αποτελούνταν από πολλά λουριά
ε) τα λουριά με τα οποία τύλιγαν τα χέρια τους οι πυγμάχοι
στ) αρχιτ. σειρά λίθων που χρησίμευαν στη σύνδεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ουσ. ἱμᾶ «σχοινί» (πρβλ. αρχ. ινδ. sīmā «όριο»), παρεκταθέν υστερογενώς σε -ντ-(ἱμάς, -άντος). Παράλληλα με τον τ. ἱμάς μαρτυρείται μια ομάδα λ. συγγενών του: ἱμαῖος, ἱμανήθρη, ἱμάω, -ῶ, ἱμονιά. Η λ. ἱμάς δηλώνει γενικά την έννοια «λουρί», ενώ οι προαναφερθείσες συγγενείς λ. δηλώνουν ειδικότερα το μέσο που χρησιμεύει για έλξη, για τράβηγμα.
ΠΑΡ. αρχ. ιμαντάριον, ιμαντία, ιμαντίδιον, ιμάντινος, ιμάντιον, ιμαντίσκος, ιμαντισμός, ιμαντρίς, ιμαντώδης, ιμάσκω, ιμάσσω
μσν.
ιμαντώ.
ΣΥΝΘ. ιμαντόπους
αρχ.
ιμαντελικτής, ιμαντόδεσμος, ιμαντόδετος, ιμαντοπάροχος, ιμαντοπέδη
(αρχ. -μσν.) ιμαντελιγμός, ιμαντοτόμος
μσν.
ιμαντομάχος].
Middle Liddell
I. a leather strap or thong, Il.: in plural the traces by which horses were attached to the chariot, Il.: also, the reins, Il., Soph., Eur.
2. the straps on which the body of the chariot was hung, Il.
3. the lash of a whip, Il.
4. the caestus of boxers, consisting of straps put round the hand, Il.
II. in sg. the magic girdle of Aphrodite, Lat. cestus, Il.
2. the chin-strap of the helmet, Il.
3. in Od. a latchet or thong, by which the bolt was shot home into the socket, and which was then fastened to the κορώνη, Od.
4. after Hom. the thong or latchet of a sandal, Xen.
5. a dog-leash, Xen.: proverb., ἱμὰς κύνειός ἐστι = he's as tough as a dog-leash, Ar.
Chinese
原文音譯:ƒm£j 希馬士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:皮帶 相當於: (עָבֹות / עֲבֹת)
字義溯源:皮帶^,帶,鞋帶,鞭帶,皮條;或源自(ἅμα)=同時的*)
出現次數:總共(4);可(1);路(1);約(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 帶(3) 可1:7; 路3:16; 約1:27;
2) 皮條(1) 徒22:25
Mantoulidis Etymological
-άντος (=δερμάτινο λουρί). Ἀπό τό ἄχρηστο ρῆμα ἱμαίνω (=δένω).
Παράγωγα: ἱμάντινος, ἱμάντωσις, ἱμαντώδης, ἱμάσθλη (=μαστίγιο), ἱμάσσω (=μαστιγώνω).
Léxico de magia
ὁ tira o cordón φόρει (τὴν λεπίδα) εἴρας ἱμάντι ὄνου lleva la lámina colgándotela con una tira (de piel) de asno P IV 259
Translations
strap
Bulgarian: ремък; Catalan: corretja; Czech: pásek; Danish: rem; Dutch: riem; Esperanto: rimeno; Finnish: hihna, remmi; French: sangle, courroie, lanière; Galician: correa, corre, vincallo, estrobo, soga; German: Riemen; Alemannic German: Bretschel; Greek: ιμάντας, λουρί, λουρίδα; Ancient Greek: ἱμάς; Hungarian:, szíj; Ingrian: nahkain; Italian: cinghia, cinturino, correggia, reggetta, fascetta, striscia di cuoio; Kalmyk: сур; Latin: lorum, amentum; Maori: tarapu; Mongolian: сур; Norman: strape; Norwegian: rem; Ottoman Turkish: قایش, تاصمه, عصام, تركی; Persian: نوار, تسمه; Portuguese: faixa, tira; Russian: ремень, ремешок, лямка; Scottish Gaelic: iall; Slovak: remeň; Slovene: jermen; Sorbian Lower Sorbian: rjemjeń; Spanish: correa, cincha; Swedish: rem; Turkish: kayış; Yiddish: רימען