Search results
There is a page named "ἴχνιον" on this wiki. See also the other search results found.
- σημαν. τῆρος Ap. Rh. 1, 575; χαζομένοισιν ἕποντα κατ' ἴχνιον Qu. Sm. 8, 361; übertr., προτέρης ἴχνιον ἀγλαΐης Isid. schol. ep. (V, 58). – Bei Xen. An. 1,4 KB (392 words) - 12:15, 1 January 2021
- ἴχνιον, τὸ (Α) ίχνος (υποκορ. του ίχνος) 1. το πάτημα του ποδιού, η πατημασιά 2. ίχνος, απομεινάρι, λείψανο («προτέρης ἴχνιον ἀγλαΐης», Ανθ. Παλ.) 3. φρ635 bytes (52 words) - 07:19, 29 September 2017
- member e. g. in ἰχνο-σκοπέω look after the track (A., S., Plu.). Derivatives: ἴχνιον id. (Il.) with ὑπ-ίχνιος what is under the footsole (Q. S.). Denominative19 KB (1,798 words) - 12:15, 1 January 2021
- ουσιαστικών ουδ. γένους (πρβλ. κτή-νος, σμή-νος). ΠΑΡ. ιχνεύω αρχ. ιχναίος, ίχνιον νεοελλ. ιχνάριο(ν). ΣΥΝΘ. ιχνηλάτης αρχ. ιχνοβάτης, ιχνοβλαβής, ιχνοπέδη4 KB (237 words) - 22:06, 29 December 2020
- Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο ἀνεξιχνίαστος: -ον (ἐκ, ἴχνιον), ανεξερεύνητος, αυτός που δεν ανιχνεύεται, ανεξιχνίαστος, σε Καινή Διαθήκη4 KB (417 words) - 18:50, 31 December 2020
- τῶν μυῶν Steph.in Hp.Progn.86.2, en v. med. mismo sent. πιστὸν ὑπὲρ γαίης ἴχνιον ἡδρασάμην AP 6.70 (Macedon.). 2 establecer, asentar, fijar ποῦ δὲ ἑδράσομεν6 KB (565 words) - 11:00, 1 January 2021
- («ἕλκος ὑπίχνιον», Κόιντ.) 2. αυτός που υπόκειται σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἴχνιον (< ἴχνος), πρβλ. ἐν-ίχνιος]. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη |1 KB (110 words) - 13:45, 1 January 2021
- Chantraine Formation 195); Lat. LW [loanword] culigna (cf. W.-Hofmann s. calix); -ίχνιον (Ar., hell.), -ιχνίς (Achae.); further κυλικ-εῖον cup-stander (comp., pap9 KB (974 words) - 13:27, 30 December 2020
- («ἕλκος ὑπίχνιον», Κόιντ.) 2. αυτός που υπόκειται σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἴχνιον (< ἴχνος), πρβλ. ἐν-ίχνιος]. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη |717 bytes (50 words) - 12:53, 29 September 2017
- (pap. IIa) Derivatives: Dimin. σπυρ-ίδιον (com. a.o.; σφ- hell. pap.), -ίχνιον (Poll.; like κυλίχνη a. o.); also -ιδώδης basketlike, -ιδόν adv. in form8 KB (808 words) - 09:35, 31 December 2020
- -ον ίχνιον ο ανεξιχνίαστος. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο79 bytes (13 words) - 06:20, 29 September 2017
- χάραγμα, ἐγκατάλειμμα, ἔκμακτρον, μνημεῖον, μνημήϊον, μναμήϊον, ἴχνος, ἴχνιον, ἔναυσμα, τύπος, στίβος * Look up in: Google | Wiktionary | Викисловарь297 bytes (49 words) - 10:00, 15 October 2019
- ἀπόλειμμα, κατάλειμμα, περίλειμμα, ὑπόλειμμα, κατάλοιπον, παραιώρησις, ἔναυσμα, ἴχνιον, ἴχνος * Look up in: Google | Wiktionary | Викисловарь | Βικιλεξικό |381 bytes (52 words) - 18:00, 18 October 2019
- ἔδεθλον (Schwyzer 533). 2. Diminut. πολίχνη f., often as PlN (IA.) with -ίχνιον (Att.); πολίδιον (ι) n. (Str.). 3. Πολιεύς (-ηύς) m. city guardian (Thera54 KB (6,178 words) - 22:55, 30 December 2020
- («μυξωτῆρσι κύνες δὲ πανίχνια σημήναντο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἴχνιον (< ἴχνος), πρβλ. εν-ίχνιον]. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια |1 KB (83 words) - 19:01, 30 December 2020
- -ου, τό huella Priscian.Inst.14.36, cf. Gloss.2.497. ἐνίχνιον, το (Α) ίχνιον ίχνος ποδιού και γεν. ίχνος, χνάρι. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη662 bytes (51 words) - 08:10, 1 January 2021
- σπυρίδα, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς «καλάθι» + επίθημα -ίχνιον (πρβλ. κυλ-ίχνιον, πολ-ίχνιον)]. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια1 KB (67 words) - 20:59, 7 July 2020
- ἐνίχνιον, το (Α) ίχνιον ίχνος ποδιού και γεν. ίχνος, χνάρι. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο146 bytes (19 words) - 07:09, 29 September 2017