ὁρκωμοσία
English (LSJ)
ἡ, swearing, oath, LXX Ez.17.18, Ep.Hebr.7.20, Poll.1. 38.
German (Pape)
[Seite 379] ἡ, das Schwören eines Eides, der Eidschwur, N.T.; Poll. 1, 38.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de prêter un serment.
Étymologie: ὅρκος, ὄμνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὁρκωμοσία: ἡ NT = ὅρκος 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκωμοσία: ἡ, τὸ ὀμνύειν, ὅρκος, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 20, Πολυδ. Α΄, 38. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
English (Strong)
from a compound of ὅρκος and a derivative of ὀμνύω; asseveration on oath: oath.
English (Thayer)
ὁρκωμοσίας, ἡ (ὁρκωματέω (ὅρκος and ὄμνυμι); cf. ἀπωμοσια, ἀντωμοσία), affirmation made on oath, the taking of an oath, an oath: Josephus, Antiquities 16,6, 2. Cf. Delitzsch, Commentary on Hebrew, the passage cited.)
Greek Monolingual
ὁρκωμόσια, τὰ (Α) ορκωμότης
1. ένορκη κύρωση υπόσχεσης που δόθηκε
2. θυσίες ή τελετές οι οποίες συνόδευαν τη σύναψη συνθήκης ή συμμαχίας, τα όρκια
3. (στον εν.) τὸ ὁρκωμόσιον
τόπος όπου πραγματοποιήθηκε σύναψη συνθήκης η οποία κυρώθηκε με ένορκη διαβεβαίωση.
η (ΑΜ ὁρκωμοσία) ορκωμότης
η παροχή ένορκης διαβεβαίωσης, ορκοδοσία
νεοελλ.
φρ. «ορκωμοσία δημοσίων υπαλλήλων» — ένορκη υπόσχεση που δίνεται από εκείνους οι οποίοι πρόκειται να αναλάβουν δημόσια υπηρεσία σχετικά με την τήρηση τών νόμων και την ευσυνείδητη εκτέλεση τών καθηκόντων τους.
Greek Monotonic
ὁρκωμοσία: ἡ, τελετή με την οποία κάποιος ορκίζεται, όρκος, στους Επικ.
Middle Liddell
ὁρκωμοσία, ἡ,
a swearing, an oath, epic
Chinese
原文音譯:Ðrkwmos⋯a 何而克-哦摩西阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:發誓-宣誓 相當於: (אָלָה)
字義溯源:鄭重起誓,起誓;由(ὅρκος)=誓言)與(ὄμνυμι / ὀμνύω)*=起誓)組成;其中 (ὅρκος)出自(αἴξ / ἔριφος)X*=巧辯)。參讀 (ὄμνυμι / ὀμνύω)同源字
出現次數:總共(4);來(4)
譯字彙編:
1) 起誓的(3) 來7:20; 來7:21; 來7:21;
2) 起誓(1) 來7:28
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὁρκωμοτῶ πού παράγεται, ἀπό τό ὁρκωμότης → ὅρκος + ὄμνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὅρκος.