ὑπομένω
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
fut. ὑπομενῶ cj. in Epicur.Ep.1p.7U.:—
A stay behind, Od.10.232, 258, Th.5.14, Lys.13.12, etc.; ἐν Σπάρτῃ Hdt.6.51, 7.209; ὑπομεινον ἕως ἂν παραγένηται PSI4.322.4 (iii B. C.): also, remain alive, Hdt.4.149: of things, to be left behind, remain, ὑπέμεινε τὸ παχύτερον Gal.7.664, cf. Sor.1.88, al.: generally, to be permanent, Arist.Cat. 5a28.
II trans.,
1 c. acc. pers., abide or await another, διὰ τοῦτό σε οὐχ ὑπέμενον X.An.4.1.21; esp. await his attack, bide the onset, Il.14.488, 16.814, al., Hdt.3.9, 4.3, al., App.BC5.81; ὑπομένω τὰς Σειρῆνας abide their presence, X.Mem.2.6.31; of evils, κακῶν ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑ. Pl.Phdr.250c, cf. Plb.1.81.3.
2 c. acc. rei, to be patient under, abide patiently, submit to any evil that threatens one, δουλείαν Th.1.8; πόνον X.Mem.2.1.3; ἀλγηδόνα Pl. Grg.478c; αἰσχρόν τι Id.Ap.28c, cf. Ti.49e; δούλειον ζυγόν Id.Lg. 770e; τοὺς ἄλλους λόγους Isoc.8.65; face, τὴν μέλλουσαν δουληΐην Hdt. 6.12; τὸ ἀγώνισμα τόλμης δεῖται τὸν κίνδυνον ὑπομεῖναι Gorg.8, cf. Isoc. 6.70; ἀπειλάς D.21.3; face up to, λόγον Pl.Hp.Ma.298d; οὐχὑπέμειναν τὰς δωρεάς they could not abide the gifts, i.e. scorned to accept them, Isoc.4.94; ὑπομένω τὴν κρίσιν = await one's trial, Aeschin.2.6, cf. And.1.121, Lys.20.6: generally, wait for, τὴν ἑορτήν Th.5.50; μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον could not endure his great bliss, i.e. it turned his head, Pi.P.2.26.
3 abs., stand one's ground, stand firm, Il.5.498, 15.312, Hdt.6.96; ἐς ἀλκὴν ὑπομένω Th.3.108; ἐς χεῖρας Id.5.72; ἀνδρικῶς ὑπομένω Pl.Tht.177b; ὑπομένων καρτερεῖν endure patiently, Id.Grg.507b; ὑπομένειν καὶ καρτερεῖν Id.La.193a.
4 c. inf., submit, bear, or dare to do a thing, wait to do, οὐδ' ὑπέμεινε γνώμεναι he did not wait for us to know him, Od.1.410; ὑπομένων πονεῖν he submitted to toil, X.Mem.2.2.5, cf. 2.7.11, Pl.Lg.869c, D.18.204, PCair.Zen.8.22 (iii B. C.), Phld.Ir. p.46 W., etc.; ἀξιωθεὶς ὑπέμεινε γυμνασιαρχῆσαι IG12(3).331.16 (Thera, iii/ii B. C.).
5 with part. relating to the subject, εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι if they shall dare to lift hand against me, Hdt.7.101, cf. 209; ὑπομένεις με κηδεύων you persist in... S.OT 1323 (lyr.); οὐχ ὑπομένει ὠφελούμενος he submits not to be helped, Pl.Grg.505c; πολύποδες ὑ. τεμνόμενοι Arist.HA534b28.
6 with part. relating to the object, ὑ. Ξέρξην ἐπιόντα await his coming, Hdt. 7.120, cf. Pl.Phd.104c, Mx.241a; οὐ . . γὰρ ἀπ' αὐτοῦ χωριζόμενον τὸ βρέφος ὑπέμενεν (sc. τὸ θηρίον) it (the elephant) could not bear the infant's being removed, Phylarch.36 J.: c. gen. part., φιλοῦντος ὑ. submit to his kissing, Ael.VH12.1.
7 in App.BC5.54, ὑ. τῇ Ἀντωνίου γνώμῃ is prob. f.l. for ἐπιμεμενηκώς.
8 promise, c. fut. inf., Iamb.VP8.36.
9 admit of, like δέχομαι III.3, D.H.Isoc.2; φοινίκων βάλανοι αἱ κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν . . οὐδὲ τὴν ἀπόθεσιν ὑπομένουσιν Gal.Vict.Att.12.
10 τὴν ναυτίαν οὐχ ὑπομένουσιν do not suffer from seasickness, Sor.1.49; ἀλλοκότους φαντασίας τῆς ψυχῆς ὑπομενούσης experiencing, ib.39, cf. 31, al.; ὅταν ἔμφραξιν ὑπομένῃ ὁ πόρος χωρὶς αἰτίας undergoes obstruction, Aët.7.50.
German (Pape)
[Seite 1225] (s. μένω), zurückbleiben, an seiner Stelle bleiben, stehen bleiben, Od. 10, 232. 258; Soph. O. R. 1323; im Lande bleiben, Her. 7, 209; auch am Leben bleiben, 4, 149; – stehen bleiben, um einen feindlichen Angriff abzuwarten und zurückzuschlagen, Stand halten, sowohl absolut, Ἀργεῖοι δ' ὑπέμειναν ἀολλέες Il. 5, 498, Her. 6, 96. 9, 23, als c. accus., den Angriff, den Feind erwarten, ὁ δ' οὐχ ὑπέμεινεν ἐρωὴν Πηνελέοιο Il. 14, 488, οὐδ' ὑπέμειναν Πάτροκλον 16, 814, vgl. 17, 25. 175; eben so Her. 7, 120; Thuc. oft; οἷα ἐπιόντα ὑπέμειναν κατά γε γῆν καὶ κατὰ θάλατταν Plat. Menex. 241 a; ἀνδρικῶς ὑπομεῖναι, im Gegensatz von ἀνάνδρως φεύγειν, Theaet. 177 b; πῶς τὸ σὸν ἔγχος ἂν δύναιτο ὑπομεῖναι; Eur. Rhes. 463; Xen. Cyr. 7, 1,30 An. 6, 3,26; – auch = abwarten, τὴν ἑορτήν Thuc. 5, 50; – übh. ausharren, ausdauern, καὶ καρτερεῖν Plat. Lach. 193 b, vgl. Gorg. 507 b; und wie τλῆναι, über sich gewinnen, wagen, c. int., οὐδ' ὑπέμεινε γνώμεναι, er wartete nicht ab, daß man ihn kennen lerne, Od. 1, 410; c. partic., ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι, sie werden sich erdreisten, die Hände gegen mich zu erheben, Her. 7, 101; vgl. Jac. Ach. Tat. 660; – ertragen, erdulden, sich gefallen lassen, ὑπομένον καὶ δεξάμενον τὴν σμικρότητα Plat. Phaed. 102 e; auch ἀλγηδόνα, Gorg. 478 c; δούλειον ζυγόν Legg. VI, 770 e; τὴν πολιορκίαν Pol. 1, 24, 11, u. ä. oft; τοὺς νόμους Dem. 24, 135; ἀπειλάς 21, 3; φωνήν Aesch. 2, 1; κρίσιν Lys. 13, 63; Gegensatz von ἀκολουθέω, Isocr. 4, 35; ἀγῶνας 4, 52; τὰς δωρεὰς οὐχ ὑπέμειναν, sie ließen sich die Geschenke nicht gefallen, verschmähten sie, 4, 94. – Auch erwarten, ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπέμενεν Plat. Phaedr. 250 c; Xen. An. 4, 1,21; ἡ κόλασις ὑπομένει αὐτόν Pol. 1, 81, 3.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπομενῶ, ao. ὑπέμεινα, etc.
I. intr. 1 rester en arrière : οἱ ὑπομένοντες THC ceux qui étaient restés dans l'intérieur du pays;
2 rester là, demeurer, séjourner;
3 vivre;
II. tr. 1 attendre : τινα qqn ; avec l'inf. : οὐδ' ὑπέμεινε γνώμεναι OD il n'attendit pas qu'on apprît à le connaître ; avec un suj. de chose et le rég. à l'acc. attendre, être réservé à;
2 attendre de pied ferme, soutenir le choc de, acc. ; en parl. d'animaux laisser s'approcher de soi, n'être pas farouche ou craintif;
3 supporter, endurer, acc. ; τὰς δωρεὰς οὐχ ὑπέμειναν ISOCR ils n'acceptèrent pas les présents, il les dédaignèrent ; avec un gén. : φιλοῦντος ὑπομεῖναι ÉL consentir à ce que qqn embrasse;
4 prendre sur soi, se charger de, entreprendre ; avec un part. : εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι HDT s'ils osent lever les mains contre moi, càd me résister.
Étymologie: ὑπό, μένω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπομένω:
1 оставаться (позади, на месте и т. п.) Hom., Plat.: οἱ ὑπομένοντες Thuc. и οἱ ὑπομείναντες Xen. оставшиеся (дома); τὸ ὑπομένον ἐν Σπάρτῃ Her. то, что осталось в Спарте;
2 оставаться в живых; τοῖσι ἀνδράσι οὐ ὑπέμεινον τὰ τέκνα Her. у этих людей дети не выживали;
3 быть устойчивым, неподвижным, постоянным: μηδὲν ὑπομένει Arst. нет ничего неподвижного;
4 твердо стоять, выдерживать напор (ὑ. τε καὶ καρτερεῖν Plat.): Ἀργεῖοι ὑπέμειναν ἀολλέες Hom. аргивяне сомкнутыми рядами стойко держались; ὑ. τινά или ἐρωήν τινος Hom. выдерживать чей-л. натиск, уметь устоять против кого-л.; ἐς ἀλκὴν ὑπομεῖναι Thuc. схватиться врукопашную; πολλοὺς χρόνους ὑπομεμενηκώς τὴν πολιορκίαν Polyb. выдержавший долгую осаду; καὶ χάριτας καὶ ἀπειλὰς ὑπομεῖναι Dem. устоять как перед милостями, так и перед угрозами; οἱ δ᾽ οὐχ ὑπέμειναν Lys. они не стали настаивать; ὑπομείνωμεν τοῦτον τὸν λόγον Plat. будем держаться этого положения; οὐχ ὑπομεῖναι τὴν κρίσιν Lys., Aeschin. уклониться от суда; ὑπομένων πονεῖν Xen. упорно работающий; ὑπομείνας εἰς τέλος NT претерпевший до конца;
5 сносить, выдерживать, терпеть (τὴν δουλείαν Thuc.; τὴν ἀλγηδόνα Plat.): οὐχ ὑπομένει ὠφελούμενος Plat. он не терпит, чтобы ему оказывали услуги; οὐχ ὑπομεῖναι τὰς δωρεάς Isocr. отвергнуть дары; αἰσχρόν τι ὑπομεῖναι Plat. совершить (точнее допустить) какой-л. постыдный поступок; ὑπομεῖναι τοὺς νόμους Dem. подчиниться законам;
6 решаться, отваживаться, принимать на себя: τοὺς ἐκ τοῦ πολέμου κινδύνους ὑπομεῖναι Isocr. пойти на военные опасности; ἔτι ὑπομένεις με κηδεύων Soph. и ты решаешься заботиться обо мне; ὑπόμεινον προστάξας τοῖς ἡγεμόσι Xen. потрудись дать распоряжение военачальникам; τὴν πόλιν ἐκλιπεῖν ὑπομεῖναι Dem. решиться оставить город; εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι; Her. (скажи), дерзнут ли они поднять на меня руку?;
7 ожидать, поджидать (τὴν ἑορτήν Thuc.; ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπέμενεν Plat.): ἡ ὑπομένουσά τινα κόλασις Polyb. ожидающая кого-л. кара.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομένω: μέλλ. -μενῶ, μένω ὀπίσω, Ὀδ. Κ. 232, 258, Θουκ. 5. 14, Πλάτ., κλπ.· ἐν δὲ τῇ Σπάρτῃ τοῦτον τὸν χρόνον ὑπομένων Δημάρατος Ἡρόδοτ. 6. 51· τὸ ὑπομένον ἐν Σπάρτῃ 7. 209 ὡσαύτως, μένω ἐν τῇ ζωῇ, διαμένω ζῶν, ὁ αὐτ. 4. 149· -καθόλου, εἶμαι διαρκής, αἰώνιος, Ἀριστ. Κατηγ. 6. 8. ΙΙ. μεταβ., 1) μετ’ αἰτ. προσ., περιμένω τινά, - μάλιστα δὲ περιμένω τὴν ἐπίθεσίν τινος, ἐκδέχομαί τινα, δὲν ἀποφεύγω τὴν παρουσίαν τινός, Ἰλ. Ξ. 488, Π. 814, κ. ἀλλ.· οὕτως, Ἡρόδ. 3. 9., 4. 3, κ. ἀλλ.· καὶ Ἀττ., τὰς δέ γε Σειρῆνας... πάντας φασὶν ὑπομένειν καὶ ἀκούοντας αὐτῶν κηλεῖσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 31· ἐπὶ ποινῶν, ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 250C, πρβλ. Πολύβ. 1. 81, 3. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ., ὑπομένω μεθ’ ὑπομονῆς, ὑποκύπτω εἰς οἱονδήποτε κακόν, ὑποτάσσομαι χωρὶς ἀντιλογίας, ὑπομένω, δουλείαν (-ηίην) Ἡρόδ. 6. 12, Θουκ. 1. 8· πόνον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2· ἀλγηδόνα Πλάτ. Γοργ. 478C· αἰσχρόν τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 28C· τοῦτον τὸν λόγον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 298D· δούλειον ζυγὸν ὁ αὐτ. ἐν Νομ. 770Ε· κινδύνους Ἰσοκρ. 130D· τοὺς ἄλλους λόγους ὁ αὐτ. 172C· ἀπειλὰς Δημ. 516. 17· τὰς δωρεὰς οὐχ ὑπέμειναν, περιεφρόνησαν, δὲν ἐδέχθησαν αὐτάς, Ἰσοκρ. 60Β· - ὑπ. τὴν κρίσιν, περιμένειν τὴν δίκην, Αἰσχίν 29. 4, πρβλ. Ἀνδοκ 16. 10, Λυσί. 158. 26· - καθόλου, περιμένω τι, τὴν ἑορτὴν Θουκ. 5. 50· - ὑπ. ὄλβον, κρατῶ, διακρατῶ, τηρῶ, Πινδ. Π. 2. 48. 3) ἀπολ., μένω ἐν τῷ τόπῳ μου, μένω σταθερός, διατηρῶ τὴν θέσιν μου, μένω στερεός, ἀμετακίνητος, Ἰλ. Ε. 498, Ο 312, Ἡρόδ. 6. 96· οὕτως, ἐς ἀλκὴν ὑπ. Θουκ. 3. 108· ἐς χεῖρας ὁ αὐτ. 5. 72· ἀνδρικῶς ὑπ. Πλάτ. Θεαίτ. 117Β· ὑπομένων καρτερεῖν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 507Β· ὑπ. καὶ καρτερεῖν ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 193Β. 4) μετ’ ἀπαρ., ὑπομένω ἢ τολμῶ νὰ πράξω τι, περιμένω νὰ πράξω τι, ἐμμένω ἐν τῇ πράξει, ὡς τὸ Λατ. poste, sustinere, οὐδ’ ὑπέμεινε γνώμεναι, οὐδ’ ἀνέμεινε νὰ γνωρίσωμεν, Ὀδ. Α. 410· ὑπ. πονεῖν, ὑπέκυψεν εἰς τὸν κόπον, εἰς τὴν ἐργασίαν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5, πρβλ. 2. 7, 11, Πλάτ. Νόμ. 869C, Δημ. 296. 6, κλπ. 5) οὕτω μετὰ μετοχ. ἀναφερομένης εἰς τὸ ὑποκείμενον, εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι, ἐὰν τολμήσωσι νὰ ἐγείρωσι χεῖρας ἐναντίον μου, Ἡρόδ. 7 101, πρβλ. 209· ὑπομένεις με κηδεύων, ἐπιμένεις νά..., Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1323· οὐχ ὑπομένει ὠφελούμενος, δὲν συγκατανεύει νὰ ὠφεληθῇ, Πλάτ. Γοργ. 505C· μένω ἐν τῇ θέσει μου, πολύποδες οὕτω μὲν προέχονται ὥστε μὴ ἀποσπᾶσθαι ἀλλ’ ὑπομένειν τεμνόμενοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 28, κλπ. 6) μετὰ μετοχ. ἀναφερομένης εἰς τὸ ἀντικείμενον, ὑπ. Ξέρξεα ἐπιόντα, περιμένειν τὴν ἐπίθεσιν αὐτοῦ, Ἡρόδ. 7. 120, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 104C, Μενέξ. 251Α· οὐχ ὑπ. χωριζόμενον τὸ βρέφος, δὲν ἠδύνατο νὰ ὑπομείνῃ τὸν χωρισμὸν τοῦ βρέφους, Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606F· οὕτω μετὰ γεν. μετοχ., φιλοῦντος ὑπ., ὑποχωρῶ εἰς τὸ φίλημά του, δέχομαι νὰ μὲ φιλήσῃ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1. 7) ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ 5. 54, ὑπ. τῇ Ἀντωνίου γνώμῃ, εἶναι πιθαν. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ ἐπιμεμενηκώς. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, περιμένω τινά, μένω τεταμιευμένον δι’ αὐτόν, ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπέμενεν Πλάτ. Φαῖδρ. 250C.
English (Autenrieth)
aor. ὑπέμεινα, inf. ὑπομεῖναι: remain, wait, sustain, withstand.
English (Slater)
ὑπομένω support μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον (sc. Ἰξίων) (P. 2.26)
English (Strong)
from ὑπό and μένω; to stay under (behind), i.e. remain; figuratively, to undergo, i.e. bear (trials), have fortitude, persevere: abide, endure, (take) patient(-ly), suffer, tarry behind.
English (Thayer)
imperfect ὑπέμενον; future 2nd person plural ὑπομενεῖτε; 1st aorist ὑπέμεινα; perfect participle ὑπομεμενηκως; from Homer down; the Sept. for קִוָּה, חִכָּה, יִחֵל;
1. to remain i. e. tarry behind: followed by ἐν with a dative of the place, ἐκεῖ, to remain i. e. abide, not recede or flee; tropically,
a. to persevere: absolutely and emphatically, under misfortunes and trials to hold fast to one's faith in Christ (R. V. commonly endure), τῇ θλίψει added, when trial assails (A. V. in tribulation (i. e. the dative of circumstances or condition)) (cf. Kühner, § 426,3 (Jelf, § 603,1)), ὑπομένειν τῷ κυρίῳ, לַיְהוָה הוחִיל, לַי הִכָּה, A. V. wait for) the Lord, where the dative depends on the verb contrary to Greek usage (cf. Winer's Grammar, § 52,16)).
b. to endure, bear bravely and calmly: absolutely, ill-treatment, εἰς παιδείαν, i. e. εἰς τό παιδεύεσθαι (for or unto chastening), L T Tr WH which is defended at length by Delitzsch at the passage (and adopted by Riehm (Lehrbegriff as above with, p. 758 note), Alford, Maulton, others), but successfully overthrown (?) by Fritzsche (De conformatione N. Ti. critica quam Lachmann edidit, pp. 21ff) (and rejected by the majority of commentators (Bleek, Lünemann, Kurtz, others)). with an accusative of the thing, R G; James 1:12.
Greek Monolingual
ὑπομένω, ΝΜΑ μένω
κάνω υπομονή, δείχνω εγκαρτέρηοτ
Greek Monotonic
ὑπομένω: μέλ. -μενῶ, αόρ. αʹ ὑπ-έμεινα,
I. μένω πίσω, επιζώ, παραμένω στη ζωή, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
II. μτβ.,
1. με αιτ. προσ., περιμένω κάποιον, περιμένω την επίθεσή του, αναμένω την εισβολή, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ὑπομένω τὰς Σειρῆνας, αντιμετωπίζω με παρρησία το παρουσιαστικό τους, σε Ξεν.
2. με αιτ. πράγμ., δείχνω υπομονή κάτω από, υπομένω καρτερικά, με υπομονή, υποτάσσομαι, υποκύπτω, παραδίδομαι σε, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ὑπομένω τὴν κρίσιν, περιμένω τη δίκη, σε Αισχίν.· περιμένω για κάτι, τὴν ἑορτήν, σε Θουκ.
3. απόλ., μένω στον τόπο μου, μένω σταθερός, αμετακίνητος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· ὑπομένων καρτερεῖν, βαστώ υπομονετικά, σε Πλάτ.
4. με απαρ., δέχομαι ή τολμώ να κάνω κάτι, περιμένω να κάνω κάτι, επιμένω να κάνω κάτι, όπως το Λατ. sustinere, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
5. ομοίως με μτχ. που αναφέρεται στο υποκείμενο (συνημμένη), εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἀνταειρόμενοι, εάν θα τολμήσουν να σηκώσουν τα χέρια τους εναντίον μου, σε Ηρόδ.· ὑπομένει ὠφελούμένος, συναινεί, συμφωνεί στο να βοηθηθεί, σε Πλάτ.· με μτχ. που αναφέρεται στο αντικείμενο (συνημμένη), ὑπομένω Ξέρξην ἐπιόντα, περιμένοντας την επίθεσή του, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
fut. -μενῶ aor1 ὑπ-έμεινα
I. to stay behind, survive, Od., Hdt., Attic
II. trans.,
1. c. acc. pers. to await another, to await his attack, bide the onset, Il., Hdt.; ὑπ. τὰς Σειρῆνας to abide their presence, Xen.
2. c. acc. rei, to be patient under, abide patiently, submit to, Hdt., Thuc., etc.; ὑπ. τὴν κρίσιν to await one's trial, Aeschin.: to wait for, τὴν ἑορτήν Thuc.
3. absol. to stand one's ground, stand firm, Il., Hdt., etc.; ὑπομένων καρτερεῖν to endure patiently, Plat.
4. c. inf. to submit or dare to do a thing, wait to do, persist in doing, like Lat. sustinere, Od., Xen.
5. so with part. relating to the subject, εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἀνταειρόμενοι if they shall dare to lift their hands, Hdt.; ὑπομένει ὠφελούμενος he submits to be helped, Plat.:—with part. relating to the object, ὑπ. Ξέρξεα ἐπιόντα to await his attack, Hdt., etc.
Chinese
原文音譯:Øpomšnw 虛坡-姆挪
詞類次數:動詞(17)
原文字根:在下-停留 相當於: (קָוָה)
字義溯源:停在下面,堅忍,停留,忍耐,留下,住,忍受,遭受,等候;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(μένω)*=住)組成。參讀 (ἀνέχομαι) (ἀπολείπω)同義字
同源字:1) (μένω)住 2) (ἀπομένω / ὑπομένω)停在下面 3) (ὑπομονή)歡然忍受
出現次數:總共(17);太(2);可(1);路(1);徒(1);羅(1);林前(1);提後(2);來(4);雅(2);彼前(2)
譯字彙編:
1) 忍耐(3) 太10:22; 可13:13; 林前13:7;
2) 忍受(2) 來12:2; 雅1:12;
3) 你們⋯忍受(2) 彼前2:20; 彼前2:20;
4) 忍耐⋯的(1) 太24:13;
5) 我⋯忍耐(1) 提後2:10;
6) 我們⋯忍耐(1) 提後2:12;
7) 曾忍耐的人(1) 雅5:11;
8) 曾忍受(1) 來12:3;
9) 仍留(1) 路2:43;
10) 住(1) 徒17:14;
11) 要忍耐(1) 羅12:12;
12) 你們曾忍受(1) 來10:32;
13) 你們要忍受(1) 來12:7
Lexicon Thucydideum
sustinere, perferre, to withstand, endure, 1.8.3, 2.42.4, 2.100.6, 3.74.1, 4.5.1, 4.120.3, 4.126.5. 4.126.6. 6.68.2, 7.42.4.
exspectare, to wait for, await, 5.50.3,
subsistere, resistere, to stand still, resist, 1.115.4, 2.81.6, 2.92.1. 3.108.1, 4.10.5. 5.72.4, 7.23.1,
item likewise 7.43.5. 7.81.3.
remanere, to remain behind, 1.76.1. 1.89.2, 3.35.2. 4.90.4. 5.14.3. 6.98.3. 7.17.1, 8.27.1.
Translations
endure
Albanian: duroj; Arbëresh: psonj; Arabic Egyptian Arabic: دام; Aromanian: aravdu; Azerbaijani: dözmək; Bulgarian: издържам; Catalan: aguantar; Chinese Mandarin: 承受, 忍受; Czech: vytrvat; Danish: holde, vare; Dutch: voortduren; Esperanto: elteni; Finnish: kestää; French: endurer, perdurer; Galician: aguantar, perdurar; Georgian: გაძლება, თმენა, მოთმენა; German: ertragen, aushalten; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹𐌳𐌰𐌽, 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌰𐌹𐍂𐌰𐌽; Greek: αντέχω; Ancient Greek: ἀναμένω, ἀνατλῆναι, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ἀντίσχω, ἀρκέω, ἀρκῶ, ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ, βαστάζω, διαμένω, διαπάσχω, διαρκέω, διαρκῶ, διατλῆναι, διαφέρω, ἐξανέχω, ἐπιμένω, ἐπιτείνω, ἐπιτολμάω, ἐπιτολμῶ, κρατέω, κρατῶ, κρετέω, κρετῶ, μοχθέω, μοχθῶ, ξυνίστημι, ὀχέω, ὀχῶ, παραμένω, περιμένω, περιφέρω, στέγω, συνίστημι, ταλαιπωροῦμαι, τλάω, τλῶ, τολμάω, τολμῶ, ὑπεκφέρω, ὑπομένω, ὑποφέρω, φέρω; Hungarian: kitart; Ido: durar; Italian: durare, restare, resistere, perdurare; Japanese: 耐える; Khmer: ទ្រាំ, ស៊ូទ្រាំ; Ladin: tenì ora; Latin: perpetior, habeo; Maori: taimau; Norman: enduther; Norwegian Bokmål: holde ut; Occitan: durar, perdurar; Polish: wytrzymać; Portuguese: aguentar, prevalecer; Romanian: îndura, răbda; Russian: выдерживать, выдержать, терпеть, вытерпеть, выносить, вынести; Spanish: aguantar, perdurar; Telugu: నిలబడు, నిలుచు; Urdu: قائم رہنا