Search results
There is a page named "ὡραία" on this wiki. See also the other search results found.
- Jahreszeit, Frühling u. Sommer. vgl. ὡραῖος, B. A. 73. ὡραία: ἡ, ἴδε ὡραῖος Ι. 3. ας (ἡ) : v. ὡραῖος. ὡραία: ион. ὡραίη ἡ (sc. ὥρα) надлежащее (свое) время1 KB (89 words) - 14:45, 1 January 2021
- ἡ ὡραία = the season for sailing ⇢ Look up "ἡ ὡραία" on Google | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to64 bytes (28 words) - 21:15, 3 July 2020
- ἥβην ἦλθεν ὡραία γάμων», Ευρ.) β) εσχατόγηρος 6. αυτός που αρμόζει σε κάποιον (α. «βίος τε εὐκλεὴς καὶ θάνατος ὡραῑος», Ξεν. β. «ἔνθα... ὡραῑα ἐπετέλουν5 KB (404 words) - 14:35, 14 January 2019
- ὡραῖα: τά сбор последнего урожая, сельскохозяйственные продукты Thuc., Xen., Plat.165 bytes (10 words) - 06:08, 31 December 2018
- sailing: P. and V. πλοῦς, ὁ, V. εὔπλοια, ἡ. the season for sailing: P. ἡ ὡραία (Dem. 1292). prevention from sailing: P. and V. ἄπλοια, ἡ. when sailing was1 KB (119 words) - 11:10, 10 December 2020
- particul. mûr pour le mariage : ὡραία γάμου ou γάμων HDT, XÉN mûre pour le mariage, nubile ; avec un gén. de pers. : ὡραία ἀνδρός HDT jeune fille mûre pour25 KB (2,273 words) - 16:40, 1 January 2021
- ὡραίη: ἡ ион. = ὡραία.69 bytes (4 words) - 06:20, 1 January 2019
- lookup in third sources: ὡραία, Κυρηναῖοι, Hsch. * Abbreviations: ALL | General | Authors & Works Α (κατά τον Ησύχ.) «ὡραία, Κηρηναίοι». * Αναζήτηση386 bytes (31 words) - 16:05, 1 January 2021
- μέρος ή πύργος από όπου βλέπει κανείς σε μεγάλη απόσταση ή από όπου έχει ωραία θέα 2. το μέρος προς το οποίο βλέπει κανείς. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη595 bytes (56 words) - 06:57, 29 September 2017
- τὰ ὡραῖα = fruit of the soil, fruits of the earth, produce of the seasons, the fruits of the season ⇢ Look up "τὰ ὡραῖα" on Google | LSJ full text142 bytes (41 words) - 22:10, 3 July 2020
- και φτερά χιονάτα», Παλαμ. β. «ἐβλάστησεν ἡ κόρη πανεύμορφος καὶ εὐθαλής, ὡραία, χιονάτη», Διγεν. Ακρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η Χιονάτη πασίγνωστη ηρωίδα παιδικών920 bytes (69 words) - 13:01, 29 September 2017
- («ἦ σὸν τὸ κλεινὸν εἶδος Ἠλέκτρας τόδε» [[[αντί]]: η Ηλέκτρα], Σοφ.) 3. ωραία όψη 4. στον πληθ. διακοσμητικά σχέδια 5. ιατρ. ιδιοσυγκρασία 6. μουσ. η μουσική3 KB (217 words) - 07:06, 29 September 2017
- άλλα») νεοελλ. 1. ως επίθ. μερικοί, -ές, -ά, κάποιοι, -ες, -οια («είδα κάτι ωραία πράγματα») 2. ως προσδιορισμός για έξαρση ή μείωση («έχει κάτι μάτια») 33 KB (210 words) - 14:05, 8 January 2019
- 806b18, Men.Sam.46. II a form of speech, dialect, Ev.Matt. 26.73; ἡ λ. σου ὡραία LXX Ca.4.3; style, Phld.Rh.2.27 S. * Abbreviations: ALL | General | Authors8 KB (679 words) - 13:40, 30 December 2020
- ο 1. μεγάλο κομμάτι 2. ωραία και προκλητική γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. του τ. κομμάτι, πρβλ. κεφάλι: κέφαλος, κλωνί: κλώνος]. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη339 bytes (28 words) - 07:24, 29 September 2017
- συναπτόμενον τῷ Ἀφροδίτη, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 2. 2) μετάφορ., ἐπὶ ὡραίας κόρης, = ὡραία ὡς Ἀφροδίτη, Ὀππ. Ἁλ. 4. 235. ΙΙ. ὡς προσηγορ., ἔρως, πάθος, Εὐρ. Βάκχ. 773·6 KB (519 words) - 15:06, 17 January 2021
- φιλτάτης μ. σποδὸν Σοφ. Ἠλ. 1159. 2) συχνάκις, ὡς τὸ Λατ. forma, species, ὡραία μορφή, Πινδ. Ο. 6. 128., 9. 99, κτλ. 3) καθόλου, εἶδος, σχῆμα, ἐξωτερικόν32 KB (2,970 words) - 15:40, 30 December 2020
- (I) το (AM ἄρωμα) νεοελλ. η ωραία μυρωδιά, η μοσχοβολιά αρχ. 1. ευωδιαστό βότανο ή οπώρα 2. τα καλλιεργούμενα μυρωδικά, τα μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης919 bytes (57 words) - 21:55, 29 December 2020
- Σοφ.) 3. αυτός που βρίσκεται σε ευωρία, σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα 4. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραία ἔχουσα», καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ὤρα «φροντίδα»1 KB (91 words) - 14:00, 8 January 2019
- μαθημάτων Πλάτ. Πολ. 444D, Γοργ. 475Α· ἐς κάλλος ἀσκεῖ, προσπαθεῖ νὰ φαίνηται ὡραία, νὰ ἐπιδεικνύῃ τὸ κάλλος αὐτῆς, Εὐρ. Ἠλ. 1073· οὐ γὰρ ἐς κάλλος τύχας δαίμων18 KB (1,670 words) - 12:40, 16 January 2021