ῥάπισμα
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό,
A stroke, ἀνθράκων ῥαπίσμασι (Abresch ῥιπ-) Antiph.217.21.
2 slap on the face, Ev.Marc.14.65, Ev.Jo.18.22; in Lat. form rhapismata, Cod.Just.8.48.6; ῥ. λαμβάνειν Luc.DMeretr. 8.2; ῥ. ἀμφὶ πρόσωπα AP5.288 (Agath.).
2 weal, Arch.Pap.3. 418.30 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 834] τό, das Schlagen mit der Ruthe, bes. der Schlag mit der flachen Hand, Backenstreich, Ohrfeige; ῥαπίσματα λαμβάνειν, Luc. D. meretr. 8, u. a. Sp.; ῥαπίσμασι ἀμφὶ πρόσωπα πλήσσει, Agath.; vgl. Lob. Phryn. 176; nach den Atticisten der vulgäre Ausdruck für ἐπὶ κόῤῥης πάταξις.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
coup de baguette ou de verge ; p. ext. coup;
NT: gifle, soufflet.
Étymologie: ῥαπίζω.
Russian (Dvoretsky)
ῥάπισμα: ατος (ρᾰ) τό удар, пощечина (ῥαπίσματα ἀμφὶ πρόσωπα Anth.; ῥαπίσματα λαμβάνειν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥάπισμα: τό, (ῥαπίζω) κτύπημα, ἀνθράκων ῥαπίσμασι (Abresch ῥιπ-) Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 21. 2) ὡς καὶ νῦν, ῥάπισμα εἰς τὸ πρόσωπον, ῥ. λαμβάνειν Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 2· ῥ. ἀμφὶ πρόσωπα Ἀνθ. Π. 5. 289· πρβλ. ῥαπίζω.
English (Strong)
from ῥαπίζω; a slap: (+ strike with the) palm of the hand, smite with the hand.
Greek Monolingual
το / ῥάπισμα, -ίσματος, ΝΜΑ ῥαπίζω
χτύπημα στο πρόσωπο με ανοιχτή παλάμη του χεριού (α. «oἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλλον», ΚΔ
β. «ῥάπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ», εκκλ.)
νεοελλ.
μτφ. ηθική μείωση ή οδυνηρή έκπληξη («δέχθηκε ηχηρό ράπισμα»)
αρχ.
1. χτύπημα με ραβδί
2. πληγή, χτύπημα.
Greek Monotonic
ῥάπισμα: -ατος, τό (ῥαπίζω), χτύπημα, κόλαφος, χαστούκι στο πρόσωπο, σε Λουκ.
Middle Liddell
ῥάπισμα, ατος, τό, ῥαπίζω
a stroke, a slap on the face, Luc.
Chinese
原文音譯:?£pisma 拉披士馬
詞類次數:名詞(3)
原文字根:掌擊
字義溯源:摑,用手掌打,掌;源自(ῥαπίζω)=摑,掌擊),而 (ῥαπίζω)出自(Ῥαιφάν / Ῥεμφάν / Ῥεφάν / Ῥομφά)X*=跌,敲擊)
出現次數:總共(3);可(1);約(2)
譯字彙編:
1) 手掌打(1) 約19:3;
2) 一掌(1) 約18:22;
3) 用手掌打(1) 可14:65