Search results
There is a page named "ῥοΐζω" on this wiki. See also the other search results found.
- Pferd schwemmen, in die Schwemme reiten, auch im med., Lob. Phryn. 616. ῥοΐζω: ἵππον, (ῥοὴ) βάλλω τὸν ἵππον εἰς τὸ ὕδωρ νὰ κολυμβήσῃ, Συγγραφεὺς παρὰ τῷ1 KB (114 words) - 14:55, 1 January 2021
- (I) -έω, Α ῥοῑζος 1. ηχώ δυνατά, παράγω ήχο τριγμού ή σφυρίγματος 2. (για φίδι) σφυρίζω 3. (για πτηνό) κινούμαι ορμητικά χτυπώντας τα φτερά μου 4. ρίχνω656 bytes (55 words) - 11:55, 9 January 2019
- ΜΑ ῥόος / ῥοή] (σχετικά με άλογο) οδηγώ στο νερό για να πλύνω («ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ», Ιππιατρ.). * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια232 bytes (26 words) - 12:26, 29 September 2017
- third sources: ὁ, (ῥοΐζω) A = ὁ τῶν ἵππων ῥισμός (sic), Hsch. * Abbreviations: ALL | General | Authors & Works ῥοϊσμός: ὁ, (ῥοΐζω) κολύμβημα, ἐπὶ ἵππων542 bytes (33 words) - 14:57, 1 January 2021
- «κυλίστρα τῶν ἵππων παρὰ τῷ ποταμῷ καὶ ψάμμῳ» Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν τὸ νεώτερον ῥοΐζω.985 bytes (64 words) - 14:55, 1 January 2021
- watery, falling off (Hp., Th., Arist. etc.), ῥοϊκός fluid (Hp., Dsc.), ῥοΐζω to drench, of horses (Hippiatr.) with ῥοϊσμός H.; 3. ῥοῖαι f. pl. floods53 KB (5,452 words) - 15:00, 1 January 2021
- -έω Μ κάνω κάτι να εκπέμψει γύρω οξύ ήχο σαν σφύριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ῥοιζῶ «σφυρίζω»]. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό328 bytes (24 words) - 12:16, 29 September 2017
- Α ῥοιζῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. θεματικός ενεστ. του ῥοιζόω, -ω]. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο184 bytes (18 words) - 12:26, 29 September 2017
- -ή, -όν, Μ ῥοιζῶ θορυβώδης. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο77 bytes (14 words) - 12:26, 29 September 2017
- -έω, Μ συρίζω ή κραυγάζω μαζί ή συγχρόνως με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ῥοιζῶ «σφυρίζω»]. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό320 bytes (23 words) - 12:44, 29 September 2017
- -έω, Α αντηχώ από βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ῥοιζῶ «σφυρίζω, ηχώ»]. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο281 bytes (20 words) - 12:53, 29 September 2017
- ἀναρροιζῶ (-έω) (Α) ροιζώ 1. ορμώ προς τα πάνω, προς τα πίσω 2. κινούμαι στον αέρα με ταχύτητα. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια233 bytes (27 words) - 06:23, 29 September 2017
- -έω (Α) έρχομαι εναντίον κάποιου με δυνατό θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥοιζῶ (< ῥοῖζος «δυνατός θόρυβος»)]. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη |420 bytes (25 words) - 06:38, 29 September 2017
- ἐπιρροιζῶ, -έω (Α) ροιζώ 1. έπιρροιβδώ 2. (με σύστ. αιτ.) αναγκάζω κάποιον με σφυρίγματα και φωνές να φύγει («καὶ τοιαύτας τῷδ’ ἐπιρροιζεῑς φυγάς», Αισχύλ567 bytes (47 words) - 07:12, 29 September 2017
- saufen, schwirren, pfeifen; Il. 10, 502, Hes. Th. 835 hat dazu, wie von ῥοίζω, die Iterativform ῥοίζεσκε gebildet; von der Schlange, zischen, Ap. Rh. 45 KB (463 words) - 15:00, 1 January 2021
- ὁ, Α ροΐζω (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῶν ἵππων κυλισμός». * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο140 bytes (19 words) - 12:26, 29 September 2017
- -ήσεως, ἡ, Α [ῥοιζῶ (Ι)] 1. συριγμός, σφύριγμα 2. η κίνηση του βέλους, το σφύριγμα του βέλους. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια |225 bytes (26 words) - 12:26, 29 September 2017
- τὸ, Α [ῥοιζῶ (Ι)] 1. ορμητική, θορυβώδης κίνηση 2. γρήγορη πτήση 3. εκδήλωση, έκφραση με πάθος. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια248 bytes (25 words) - 12:26, 29 September 2017
- [Seite 848] ὁ, das Schwemmen, Hesych. ὁ, Α ροΐζω (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῶν ἵππων κυλισμός». * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό254 bytes (25 words) - 12:26, 29 September 2017
- αυτός που συρίζει ηχηρά, που κινείται με δυνατό σφύριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ροιζώ «σφυρίζω»]. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό376 bytes (27 words) - 06:34, 29 September 2017