Search results
From LSJ
- η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα του σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες του οποίου είναι η8 KB (539 words) - 14:53, 16 May 2023
- βλαστός (category LSJ1)pousse, bourgeon. Étymologie: cf. βλαστάνω. βλαστός -οῦ, ὁ βλαστάνω scheut, spruit (van planten). βλαστός: ὁ 1 росток, отпрыск, побег, Her., Arst., Plut5 KB (456 words) - 07:20, 27 March 2024
- βλαστάνω (category LSJ1)Page 1,241 原文音譯:blast£nw 不拉士他挪 詞類次數:動詞(4) 原文字根:發芽 字義溯源:發芽,萌芽,發育,長出,生出;源自(βῆμα)X*=長出) 出現次數:總共(4);太(1);可(1);來(1);雅(1) 譯字彙編: 1) 生出(1) 雅5:18; 2) 發過芽的(1) 來9:4;19 KB (2,004 words) - 13:55, 16 November 2024
- βλάστη (category LSJ1)ης (ἡ) : 1 germe, bourgeon ; production, croissance ; naissance, race; 2 rejeton, enfant. Étymologie: cf. βλαστάνω. βλάστη -ης, ἡ βλαστάνω 1. concr. kiem6 KB (537 words) - 07:32, 13 November 2024
- νεοελλ. 1. ο μίσχος των λαχάνων 2. η οπή του βαρελιού στην οποία προσαρμόζεται ο διακόπτης, η κάνουλα 3. φρ. «έγινε αυλός» — έγινε στουπί, μέθυσε αρχ. 1. ο4 KB (258 words) - 20:29, 17 October 2024
- στέλεχος (category LSJ1)εος τό, Dem. ὁ 1 нижняя часть ствола, пень Pind., Her., Arst.; 2 бревно, полено Arph., Dem. στέλεχος: τό, καὶ ὁ, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 8, Πολυδ. Ι΄, 166·8 KB (647 words) - 19:04, 5 January 2024
- ἔρνος (category LSJ1)οἰναρέοις Ibyc.1.5; ἔ. δάφνης, δόνακος, ὕλας, E.Med.1213,Hel. 183 (lyr.),Ba.876 (lyr.). 2 in plural, wreaths worn by victors in games, Pi.N.11.29,I.1.29. II metaph12 KB (1,196 words) - 06:49, 30 October 2024
- κλάδος (category LSJ1)shoot of a tree, Arist.Juv.468b25, GA752a20; twig, opp. ἀκρεμών, Thphr. HP 1.1.9, 1.10.7: generally, branch, τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους Hdt.7.19: presented by20 KB (2,018 words) - 09:33, 25 October 2024
- η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη του σώματος κατά το βάδισμα9 KB (675 words) - 15:15, 14 October 2022
- μόσχος (category LSJ1)同源字:1) (μοσχοποιέω) 鑄造牛犢 2) (μόσχος)小公牛,牛犢 出現次數:總共(6);路(3);來(2);啓(1) 譯字彙編: 1) 牛犢(5) 路15:23; 路15:27; 路15:30; 來9:19; 啓4:7; 2) 牛犢的(1) 來9:12 1 (=βλαστός, κλωνάρι)26 KB (2,606 words) - 16:50, 18 September 2024
- λαίμαργος (category LSJ1)lookup in third sources: λαίμαργον, greedy, gluttonous, Id.HA591b1, Thphr. CP 1.22.1, etc.; λαίμαργος πρὸς τὴν τροφήν Arist.PA675a20. Adv. λαιμάργως, ἐσθίειν5 KB (377 words) - 05:30, 27 October 2023
- το βλαστός 1. τρυφερός, νέος βλαστός 2. τέκνο, παιδί κάποιου 3. δημιούργημα.213 bytes (12 words) - 07:00, 29 September 2017
- ὄζος (category LSJ1)twig, Il.1.234, 2.312, al., Hes.Th.30, Pi.P.4.263, etc.: prop. the knot or eye from which a branch or leaf springs, Arist.Juv.468b25, Thphr. HP 1.1.9, Aret13 KB (1,389 words) - 07:48, 15 November 2024
- το / πρέμνον, ΝΑ 1. το κατώτερο μέρος του κορμού του δέντρου που απομένει μετά την κοπή του κορμού, το κούτσουρο 2. ο ξερός κορμός κλήματος, κούρβουλο2 KB (129 words) - 21:11, 23 October 2024
- μόσχευμα (category LSJ1)Thphr. HP2.2.5, CP3.11.5, PCair.Zen.33.4, al. (iii B. C.), LXX Wi.4.3, Ph.1.398, PLond.ined. 2316 A. [Seite 209] τό, abgenommener u. eingepflanzter Wurzelsproßling3 KB (207 words) - 21:24, 1 November 2024
- ῥίζα (category LSJ1)原文字根:根 字義溯源:根*,來源,苗,後裔 同源字:1) (ἐκριζόω)連根拔出 2) (ῥίζα)根 3) (ῥιζόω)生根 出現次數:總共(17);太(3);可(3);路(2);羅(5);提前(1);來(1);啓(2) 譯字彙編: 1) 根(17) 太3:10; 太13:6; 太13:21;28 KB (2,895 words) - 09:18, 7 February 2024
- στάχυς (category LSJ1)ημι)*=站) 出現次數:總共(5);太(1);可(3);路(1) 譯字彙編: 1) 麥穗(3) 太12:1; 可2:23; 路6:1; 2) 穗(1) 可4:28; 3) 長穗(1) 可4:28 原文音譯:St£cuj 士他虛士 詞類次數:專有名詞(1) 原文字根:穗 字義溯源:士大古;一位基督徒的名字,保羅在書信中向他問安(16 KB (1,716 words) - 17:33, 21 November 2024
- ἔκφυσις (category LSJ1)Thphr. HP8.1.5; growth, increase, Arist.PA658b5, Diog.Oen.28; ἐ. ἀρετῆς Pl.Lg.777e, cf. Hierocl.in CA24p.471M.; manner of growth, Thphr. HP1.14.2. II outgrowth5 KB (481 words) - 21:25, 1 November 2024
- πρέμνον (category LSJ1)ἐκτέμνειν, Lyz. 7, 19; Pol. 18, 1, 6; Baumstumpf, wie H. h. Merc. 238. – Übh. Grundlage, Fundament, ἀρετῆς, Qu. Sm. 14, 196. ου (τό) : 1 souche; 2 fig. fondement10 KB (1,030 words) - 06:39, 30 October 2024
- θαλλία (category LSJ1)κάππαρις, Διοσκ. 2. 204· ἀλλ’ ἐν Εὐπορίστοις (1. 187) τοῦ αὐτοῦ = θαλλίον. θαλλία, ἡ (Α) θαλλός 1. τρυφερός βλαστός 2. η κάπαρη. Armenian: սաղարթ; Belarusian:3 KB (257 words) - 07:29, 2 November 2024