άφθονος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφθονος, -ον)
1. αυτός που υπάρχει σε αφθονία, υπερεπαρκής («άφθονο νερό», «άφθονα φρούτα»)
2. ο χωρίς φειδώ, πλουσιοπάροχος («με άφθονα χέρια», Κάλβος
«ἀφθόνῳ χερί», Αισχ.)
αρχ.
1. απαλλαγμένος από φθόνο, μη φθονερος
2. αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + φθόνος «ζηλοφθονία, άρνηση, αποποίηοη από φθόνο, δυσμένεια ή παράπονο». Η σημασία της λέξεως ξεκίνησε πιθ. ως «αυτός που δεν τον φθονούν, που δεν τον αρνούνται λόγω φθόνου», άρα «που δεν μειώνεται», απ' όπου κατέληξε στη σημασία «αφειδής, πλουσιοπάροχος»].