Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
η (AM ἔγκυος, -ον)το θηλ. ως ουσ. αυτή που έχει συλλάβει κατά τη συνουσία και έχει έμβρυομσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκυοντο έμβρυοαρχ.1. γεμάτος, φορτωμένος2. φρ. «μόρον ἔγκυον» — για γυναίκα που πεθαίνει στον τοκετό.