ἶδος, τὸ (Α) 1.ιδρώτας 2.θερμότητα 3.καύσωνας. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Οι γλώσσες του Ησυχίου εἶδος καῡμα και ἠεῑδος πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή της λ. σε IE sweidos- «ιδρώτας» > Fεῑδος > ἷδος, με ιωτακισμό κατ' επίδραση του συγγενούς σημασιολογικά τ. ἱδρώς, απ' όπου ο τ. ἶδος, με ιωνική ψίλωση (πρβλ. ἰδίω)].