αγγίζω
Τὰ πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει -> Everything flows and nothing stands still
HeraclitusGreek Monolingual
1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω
2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ
3. συγκινώ
4. προσεγγίζω, πλησιάζω
5. ακουμπώ, άπτομαι
6. ψηλαφώ, εξετάζω
7. δοκιμάζω, γεύομαι
8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι
9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή ασθένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐγγίζω. Το α- από τη συνεκφορά: να ή θα εγγίζω, θα’γγίζω, θ’ αγγίζω.
ΠΑΡ. άγγιγμα, αγγίξιμο, αγγιχτικός, άγγιχτος].