αγροιώτης
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν -> I searched out myself
Heraclitus, fr. 101Bἀγροιώτης, ο (θηλ. -ώτις) (Α) ἀγρός
1. (συνήθως ως ουσ. και στον Όμηρο πάντοτε σε πληθ.) οἱ ἀγροιῶται
αγρότες
2. ως επίθ. α) αυτός που προέρχεται από τον αγρό, αγροτικός
β) άγριος.