Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἀγροιώτης, ο (θηλ. -ώτις) (Α) ἀγρός1. (συνήθως ως ουσ. και στον Όμηρο πάντοτε σε πληθ.) οἱ ἀγροιῶταιαγρότες2. ως επίθ. α) αυτός που προέρχεται από τον αγρό, αγροτικόςβ) άγριος.