ανικανοποίητος
Heraclitus, fr. B 119 Diels
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν ικανοποιείται, άπληστος, αχόρταγος
2. αυτός που δεν αμείβεται ικανοποιητικά για τους κόπους του
3. αυτός που δεν αποζημιώθηκε υλικά ή ηθικά για αδίκημα που του έγινε
4. αυτός που δεν πραγματοποιήθηκε, ανεκπλήρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ικανοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή].